Πώς θα πρέπει να διαχειριστεί η ΕΕ τα οικονομικά κόστη του πολέμου του Βλάντιμιρ Πούτιν; Αυτό δεν είναι το ίδιο με την ελαχιστοποίηση των κοστών αυτών. Πρόκειται για έναν πόλεμο, από τον οποίο θα εξαρτηθεί το μέλλον της Ευρώπης και ενδεχομένως της ίδιας της δημοκρατίας.
Σε τέτοιους καιρούς, ο στόχος της οικονομικής πολιτικής είναι να υποστηρίξει την πολεμική προσπάθεια. Η πολιτική θα πρέπει να επιδιώκει να μεγιστοποιήσει το κόστος για τον επιτιθέμενο σε σύγκριση με αυτό που υφίσταται η ΕΕ, ιδιαίτερα οι πιο ευάλωτοι πολίτες της. Πώς θα πρέπει να γίνει αυτό;
Για να σκεφτούμε το ερώτημα αυτό, χρειαζόμαστε ένα αναλυτικό πλαίσιο. Ο Olivier Blanchard, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, και ο Jean Pisani-Ferry δίνουν το πλαίσιο αυτό σε μια πρόσφατη εργασία τους. Καταγράφουν τρεις προκλήσεις: πρώτον, «πώς να χρησιμοποιηθούν καλύτερα οι κυρώσεις για να αποτραπεί η Ρωσία, περιορίζοντας ταυτόχρονα τις δυσμενείς επιπτώσεις για την οικονομία της ΕΕ». Δεύτερον, πώς να αντιμετωπιστούν οι μειώσεις στα πραγματικά εισοδήματα, που έρχονται ως αποτέλεσμα της αύξησης του κόστους των ενεργειακών εισαγωγών. Και τρίτον, πώς να γίνει η διαχείριση του αυξανόμενου πληθωρισμού που προκαλείται από τις υψηλότερες τιμές ενέργειας και τροφίμων, που ήρθε από τη μετά-Covid εκτίναξη του πληθωρισμού». Εξυπακούεται πως οποιαδήποτε τέτοια ανάλυση είναι ανεπίσημη. Σε καιρούς πολέμου, το μέλλον είναι ακόμα πιο αβέβαιο απ’ ό,τι συνήθως.
Ως προς την επίπτωση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, αναλογιστείτε ένα πρόσφατο σχόλιο της Rystad Energy: «Παρά τις σοβαρές περικοπές στην πετρελαϊκή παραγωγή που αναμένονται στη Ρωσία φέτος, τα φορολογικά έσοδα θα αυξηθούν σημαντικά περισσότερο από τα 180 δισ. δολάρια, λόγω της εκτίναξης των τιμών του πετρελαίου… Είναι 45% και 181% υψηλότερα απ’ όσο το 2021 και 2020 αντίστοιχα».
Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να αρνηθούμε τη ζημιά που κάνουν οι κυρώσεις: το ΔΝΤ προβλέπει πως η οικονομία της Ρωσίας θα συρρικνωθεί κατά 8,5% φέτος. Σημαίνει όμως πως οι υψηλότερες τιμές αντισταθμίζουν και με το παραπάνω τις μειώσεις στους όγκους. Οι καταναλωτές υποφέρουν, αλλά επίσης χρηματοδοτούν την εισβολή στην Ουκρανία. Αυτή είναι κακή πολιτική.
Ο στόχος πρέπει τουλάχιστον να είναι να μειωθούν τα έσοδα που λαμβάνει η Ρωσία από τις εξαγωγές της, όχι να αυξηθούν. Αρκετοί οικονομολόγοι έχουν σκεφτεί τι μπορεί να απαιτήσει κάτι τέτοιο. Επτά σημεία προκύπτουν από τις αναλύσεις τους.
Πρώτον, η αδυναμία της ΕΕ έναντι της Ρωσίας αλλά και η δύναμή της είναι μεγαλύτερες στο αέριο απ’ ό,τι στο πετρέλαιο, επειδή το αέριο εξαρτάται περισσότερο από μια σταθερή δομή. Αυτό καθιστά τη διαφοροποίηση των πωλήσεων από τη Ρωσία (αλλά και τις αγορές από την ΕΕ) πιο δύσκολη. Δεύτερον, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να μειωθούν τα έσοδα της Ρωσίας δεν είναι ένα εμπάργκο, αλλά ένας τιμωρητικός φόρος ή δασμός, που θα μετακύλιε το «ενεργειακό ενοίκιο» του Πούτιν στους καταναλωτές.
Τρίτον, η επιβολή δασμών θα δημιουργούσε έσοδα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να βοηθηθούν αυτοί που υφίστανται απώλειες πραγματικών εισοδημάτων επί του παρόντος. Τέταρτον, ένας φόρος που θα επιβληθεί από την ΕΕ μόνο στις ρωσικές εξαγωγές θα πετύχαινε περισσότερα στο αέριο παρά στο πετρέλαιο, λόγω της μεγαλύτερης δυσκολίας διαφοροποίησης των εξαγωγών αερίου. Πέμπτον, οι εμπορικές κυρώσεις θα ήταν πιο αποτελεσματικές όσο μεγαλύτερος θα ήταν ο αριθμός των χωρών που θα συμμετείχαν. Έκτον, μπορεί κανείς να επεκτείνει τις κυρώσεις στο πετρέλαιο βάζοντας κυρώσεις στη ναυτιλία. Τέλος, το κόστος τέτοιων μέτρων για τη Ρωσία θα ήταν υπερπολλαπλάσιο του κόστους τους για την ΕΕ και τους συμμάχους.
Η επίτευξη ομοφωνίας για αποτελεσματικά μέτρα είναι δύσκολη αλλά κρίσιμης σημασίας. Πρέπει να βρεθεί τρόπος για να μεταφερθούν περισσότερα από τα έσοδα των ρωσικών εξαγωγών σε καταναλώτριες χώρες. Ωστόσο, ό,τι και αν γίνει επ’ αυτού, θα υπάρχει σημαντικό κόστος για τις εύπορες εισαγωγικές χώρες από τον πόλεμο: αυξημένες αμυντικές δαπάνες, μεγαλύτερες δαπάνες για ενεργειακές υποδομές, βοήθεια προς τους πρόσφυγες και ουσιαστική στήριξη για τις αναπτυσσόμενες χώρες που πλήττονται σκληρά.
Αναπόφευκτα, το κύριο πολιτικό ζήτημα θα είναι πώς να αμβλυνθεί το πλήγμα που θα δεχθούν οι εγχώριοι καταναλωτές. Πρέπει αυτό να γίνει μέσω επιδοτήσεων στην ενέργεια, μεταφοράς πληρωμών ή ελέγχου στις τιμές;
Ένα μεγάλο μέρος της απάντησης εξαρτάται από το καθεστώς κυρώσεων που θα υιοθετηθεί. Αλλά η γενική ιδέα είναι πως οι επιδοτήσεις θα τείνουν να αντισταθμίσουν τις κυρώσεις αυξάνοντας την κατανάλωση αντί να τη μειώνουν. Θα ήταν καλύτερα να αυξηθούν οι μεταφορές αγοραστικής δύναμης προς τα ευάλωτα νοικοκυριά και να δίνεται σε αυτά η δυνατότητα να αποφασίσουν το πώς θα την ξοδέψουν. Οι έλεγχοι στις τιμές πετρελαίου ήταν καταστροφή τη δεκαετία του 1970. Δεν βλέπω λόγο γιατί θα είναι καλύτεροι τώρα. Αν θέλει κανείς να περιορίσει τα τεράστια κέρδη, θα ήταν καλύτερα να τα φορολογήσει.
Οι Blanchard και Pisani-Ferry ρωτούν επίσης πώς θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν οι μεταφορές ή τα άλλα μέτρα δαπανών. Αφού ένας πόλεμος είναι μια βραχυπρόθεσμη έκτακτη ανάγκη, το επιχείρημα υπέρ του επιπλέον κρατικού δανεισμού είναι ισχυρό. Επιπλέον, στα τρέχοντα (πολύ χαμηλά ακόμα) μακροπρόθεσμα επιτόκια και με τις δυνητικές αυξήσεις του ονομαστικού ΑΕΠ (με την ώθηση του πληθωρισμού), το επιπλέον χρέος θα ήταν οικονομικά προσιτό.
Αυτό εγείρει ζήτημα νομισματικής πολιτικής. Η επίπτωση του πολέμου είναι να ενισχύει τις ανοδικές πιέσεις στις τιμές, με κίνδυνο ενός πληθωριστικού σπιράλ μισθών-τιμών, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα τη ζήτηση καθώς συμπιέζονται τα πραγματικά εισοδήματα. Οι Blanchard και Pisani-Ferry λένε πως οι δύο αυτές επιπτώσεις αλληλοαντισταθμίζονται.
Σε αυτή την περίπτωση, όπως υποστηρίζουν, η νομισματική πολιτική θα πρέπει να συνεχίσει στον δρόμο της σύσφιξης που άρχισε πριν τη ρωσική εισβολή. Αλλά προτείνουν επίσης ότι τα δημοσιονομικά μέτρα μπορεί να είναι στοχευμένα προς τη μείωση του πληθωρισμού τιμών, μειώνοντας έτσι τους κινδύνους του σπιράλ μισθών-τιμών. Λένε επίσης πως τέτοια δημοσιονομικά μέτρα θα μπορούσαν να μπουν στη διαδικασία διαπραγμάτευσης μισθών άμεσα. Εγώ είμαι επιφυλακτικός. Ωστόσο, μπορεί αυτό να είναι αποτελεσματικό στη Βόρεια Ευρώπη.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω από αυτές τις αναλύσεις είναι πως ο πόλεμος είναι ένα σημαντικό οικονομικό σοκ, αλλά είναι πολύ περισσότερο ένα πολιτικό και ηθικό σοκ. Στην Ευρώπη έχει φτάσει μια κτηνώδης σύρραξη, τέτοια που είχαμε να δούμε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και όπου έχουν συμβεί ορισμένες από τις χειρότερες θηριωδίες.
Για τη Γερμανία ιδιαίτερα είναι μια στιγμή πρόκλησης και ευκαιρίας. Η πρόκληση είναι να υπερασπιστεί τον φιλελεύθερο πολιτισμό της Ευρώπης. Και η ευκαιρία είναι για την ιστορική της εξιλέωση. Η Ρωσία δεν πρέπει να επικρατήσει. Αυτό είναι που έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Θα υπάρξει πράγματι πόνος. Αλλά θα πρέπει να τον υποστούμε για έναν πολύ σπουδαιότερο σκοπό.
© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation