Μεγάλη ανησυχία για τον πληθωρισμό εκφράζουν ο Larry Summers και ο Nouriel Roubini, ενώ διαφωνούν με το επιχείρημα ενάντια στο άγχος του πληθωρισμού, όπως προκύπτει από τις συνεντεύξεις που παραχώρησαν στον Robert Armstrong.
Larry Summers: Δεν βρισκόμαστε πια στην δεκαετία του 1950
Σε άρθρο τους που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, οι Gabriel Mathy, Skanda Amarnath και Alex Williams προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί τις τελευταίες τρεις-τέσσερις δεκαετίες πολλοί έκαναν λάθος για τον πληθωρισμό.
Σημειώνουν πως στην αρχή της δεκαετίας του 1950 η ανεργία ήταν πολύ χαμηλή, η οικονομική ανάπτυξη ήταν ισχυρή και ο πληθωρισμός αυξήθηκε απότομα. Αλλά υποχώρησε γρήγορα χωρίς την ανάγκη για τιμωρητική επιτοκιακή πολιτική από την Fed, επειδή οι απόψεις για την μελλοντική ζήτηση άλλαξαν.
Όπως υποστηρίζουν οι τρεις στο άρθρο τους, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό ποτέ δεν σχημάτισαν ένα αυτοτροφοδοτούμενο ανοδικό σπιράλ όπως πίστευαν οι οικονομολόγοι, ενώ ένα τέτοιο σπιράλ δεν εξηγεί ούτε τη διατήρηση του πληθωρισμού της δεκαετίας του 1970. Αντιθέτως, αιτία ήταν οι βαθιές οικονομικές αλλαγές που περιόρισαν τις προμήθειες αγαθών και εργασίας. Έτσι, σύμφωνα με τους ίδιους, δεν χρειάζεται οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να ανησυχούν για εκτίναξη των προσδοκιών για τον πληθωρισμό το 2021.
Ο Summers, πρώην πρόεδρος του Harvard και πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, όμως, διαφωνεί.
Πρώτη του επισήμανση ήταν πως η Fed της δεκαετίας του ’50 ήταν στην πραγματικότητα μεγάλο «γεράκι»: «Το ’50 ήταν μια περίοδος που είχαμε τρεις υφέσεις, περιλαμβανομένης μιας πολύ σοβαρής ύφεσης το 1958 με το χειρότερο τρίμηνο της μεταπολεμικής περιόδου προ Covid, που προκλήθηκε από μια επιθετική Fed που ανησυχούσε για τον πληθωρισμό. Και ήταν μια περίοδος που (ο τότε πρόεδρος της Fed) William McChesney Martin εφάρμοζε, σε πολύ ισχυρό βαθμό, το δόγμα που λέει πως πρέπει να απομακρύνεις το μπολ με το παντς πριν αρχίσει να «ανάβει» το γλέντι. Η πολιτική της δεκαετίας του 1950 δεν έμοιαζε με κανέναν τρόπο με τα τωρινά δόγματα της μη πρόληψης (του πληθωρισμού) και της συνολικής έμφασης στην μεγιστοποίηση της ανεργίας».
Δεύτερον, έχει λογική που οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό δεν «απογειώθηκαν» τη δεκαετία του ’50, όταν ο κανόνας του χρυσού ήταν μια πρόσφατη ανάμνηση και η νομισματική πολιτική του παραστατικού χρήματος βρίσκονταν στα σπάργανα:
«Βγαίναμε από τον κανόνα χρυσού. Η πρώτη έκδοση του εγχειριδίου του Paul Samuelson (Economics from 1948) είχε ένα γράφημα του επιπέδου τιμής και όχι του ρυθμού του πληθωρισμού. Αν νομίζετε πως το επίπεδο τιμής είναι αναστρέψιμο (όπως θα ήταν με τον κανόνα χρυσού) όταν έχεις περισσότερο πληθωρισμό, περιμένεις περισσότερο αποπληθωρισμό. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι πίστευαν πως η μεταβλητή ήταν το επίπεδο τιμών και όχι ο ρυθμός του πληθωρισμού, δεν θα περίμενες ο κόσμος να αναμένει ένα σπιράλ τιμών… Όταν προχωράς τον κανόνα του παραστατικού χρήματος, ο σχηματισμός των προσδοκιών θα είναι τελείως διαφορετικός, και είχαμε ένα πενταετές πείραμα με την επεκτατική πολιτική στην κυβέρνηση Kennedy/Johnson για να ξεκινήσει το ράλι.
Τρίτον, τα χαμηλά επιτόκια της δεκαετίας του 1950 αντανακλούν μια διαφορά στα εργαλεία πολιτικής:
«Η νομισματική πολιτική τη δεκαετία του 1950 λειτουργούσε κυρίως μέσω του εξορθολογισμού των πιστώσεων. Είναι άσχετο να πούμε πως τα επιτόκια δεν κινούνταν πολύ όταν οι κανονισμοί ήταν το βασικό εργαλείο της νομισματικής πολιτικής. Υπήρχε ένας άμεσος έλεγχος των πιστώσεων (απαιτήσεις για τα τραπεζικά αποθέματα κ.λπ.) και οι μόνοι που επιτρέπονταν να πωλούν ενυπόθηκα δάνεια ήταν τα ταμιευτήρια και οι οργανισμοί χορήγησης δανείων, και είχαν πλαφόν στα επιτόκια που μπορούσαν να χρεώσουν. Όταν τα επιτόκια ανέβαιναν πάνω από το επίπεδο αυτό, η στεγαστική αγορά απλά πιέζονταν. Η μη επιτοκιακή πολιτική ήταν σημαντική τότε όπως και τώρα, όμως τότε προκαλούσε τον εξορθολογισμό των πιστώσεων και όχι το σκάσιμο φουσκών στα assets.
Θα έτριζαν τα κόκκαλα της Fed της δεκαετίας του 1950 αν άκουγαν τη σημερινή Fed να λέει πως ‘δεν θα προλάβουμε τον πληθωρισμό, δεν θα ανταποκριθούμε καν στον τρέχοντα πληθωρισμό μέχρις ότου αποδειχθεί ότι είναι μόνιμος, θα επικεντρωθούμε στη χρήση της νομισματικής πολιτικής για να μειώσουμε το ποσοστό της ανεργίας των μη προνομιούχων ομάδων’».
O Summers δεν πείθεται από την ιδέα πως ο τρέχων πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα προσωρινών κολλημάτων. Όποτε η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά, ο συνεπαγόμενος πληθωρισμός δημιουργείται από μια σειρά κολλημάτων, το καθένα από τα οποία είναι προφανώς προσωρινό:
«Αν νομίζατε πως η ζήτηση είναι αυξημένη σε σχέση με την προσφορά, θα περιμένατε να υπάρχουν κολλήματα. Θα περιμένατε ο πληθωρισμός να έχει επιλεκτική επίδραση. Και υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε πως θα δούμε νέα κολλήματα (bottlenecks). Διάβασα σήμερα ένα άρθρο πως υπάρχουν προβλήματα με τα χριστουγεννιάτικα διακοσμητικά. Επιστρέφουν τα προβλήματα στο χαρτί υγείας. Στις γαλοπούλες για το Thanksgiving. Θα υπάρξουν νέα κολλήματα: η ιστορία των δεκαετιών ’60 και ’70 ήταν πως πάντα υπήρχε μια συγκεκριμένη διαρθρωτική εξήγηση για τις αυξήσεις τιμών».
Ενδείξεις για τα προβλήματα στον πληθωρισμό σήμερα, όπως υποστηρίζει, μπορεί να βρει κανείς στη στέγαση και στους μισθούς, που και τα δυο βιώνουν άγριες αυξήσεις τιμών που δεν έχουν καταγράφονται ακόμα στους επίσημους δείκτες:
«Η στεγαστική αγορά, που είναι 40% του δομικού δείκτη τιμών καταναλωτή, λέει πως οι τιμές κατοικιών έχουν αυξηθεί κατά 20%, πως τα ενοίκια όταν αποκτάς νέο ένοικο έχουν αυξηθεί κατά 17%, και τίποτα από αυτά δεν έχει ακόμα φανεί στον CPI. Η Fed του Ντάλας έχει δείξει πως κοιτώντας και μόνον τις τιμές των κατοικιών, και όχι τους δείκτες CPI, υπάρχει τεράστια δύναμη πρόβλεψης με καθυστέρηση έτους.
«Το μεγαλύτερο δομικό στοιχείο του κόστους είναι οι μισθοί, και έχουμε ρεκόρ υψηλό παραιτήσεων, ρεκόρ υψηλό κενών θέσεων εργασίας, και κάθε εργοδότης στην Αμερική παραπονιέται για το πόσα εργατικά χέρια του λείπουν, από καθαριστές μέχρι αναλυτές επενδυτικών τραπεζών. Επειδή όταν αυξάνεις τους μισθούς για τους νέους εργαζόμενους πρέπει να τους αυξήσεις για όλους, δεν το κάνεις γρήγορα, αλλά θα το κάνεις».
Ο Nouriel Roubini για την επερχόμενη στασιμοπληθωριστική κρίση χρέους
Από την πλευρά του, ο Roubini θεωρεί πως το εξαιρετικά υψηλό χρέος, με τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια και μια σειρά πιέσεων στις παγκόσμιες προμήθειες σημαίνουν πως οδεύουμε κατ’ ευθείαν προς μια ακόμα κρίση, αυτή τη φορά λόγω ενός συνδυασμού χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού.
Ξεκινώντας με το χρέος, ο Roubini αναφέρει: «κοιτάξτε το επίπεδο του χρέους, τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημόσιου, στην παγκόσμια οικονομία. Το 1999 ήταν 220% του ΑΕΠ. Σήμερα είναι 360% και αυξάνεται. Σε προηγμένες χώρες, 420% του ΑΕΠ και αυξάνεται. Στην Κίνα 330% του ΑΕΠ κα αυξάνεται. Στις αναδυόμενες αγορές 250% και αυξάνεται και το μεγαλύτερο μέρος από αυτό είναι σε ξένο νόμισμα».
Ο μόνος πιθανός τρόπος για να βγούμε από όλο αυτό το χρέος είναι να πιέσουμε τα πραγματικά επιτόκια, να τυπώσουμε χρήμα και να αυξηθεί ο πληθωρισμός. Οι άλλες επιλογές, όπως η μείωση των κρατικών δαπανών ή να φορολογηθούν οι πλούσιοι, απλά δεν είναι βιώσιμες:
«Δεν βλέπω μια κατάσταση στην οποία οι κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθούν. Μάλιστα, θα αυξηθούν. Υπάρχει τόση εισοδηματική ανισότητα και ανισότητα πλούτου που είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ, την Ευρώπη ή αλλού στον κόσμο, που δαπανάς περισσότερα για το δίκτυ κοινωνικής ασφάλειας, δεδομένης όλης της ζημιάς που έχει επιφέρει (στους εργάτες χαμηλού εισοδήματος) το εμπόριο, η μετανάστευση, η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογία…
«Η προθυμία και ικανότητα για σημαντική αύξηση φόρων στους πλούσιους περιορίζεται πολιτικά και φυσικά αν αυξήσεις τους φόρους αυτούς υπερβολικά, θα ζημιωθεί η οικονομική ανάπτυξη. Ο δρόμος με την μικρότερη αντίσταση είναι να εξαλειφθεί το βάρος του χρέους με σταθερά επιτόκια, με σταδιακά υψηλότερο και απρόσμενο πληθωρισμό».
Αλλά η μείωση του χρέους μέσω αύξησης του πληθωρισμού είναι δύσκολο να συμβεί χωρίς να προκληθεί μια κρίση, επειδή ο πληθωρισμός δεν αυξάνει μόνο τα ονομαστικά επιτόκια, αλλά και τα πραγματικά επιτόκια:
«Για να μειωθούν αυτά τα επίπεδα χρέους, δεν θα είναι αρκετό ο πληθωρισμός να πάει από το 2% στο 3%. Πρέπει να υπάρξει σημαντικός, απρόσμενος πληθωρισμός που θα εξαλείψει μέρος της πραγματικής αξίας του μακροπρόθεσμου χρέους σταθερού επιτοκίου. Και, ειρήσθω εν παρόδω, μεγάλο μέρος του χρέους είναι πιο βραχυπρόθεσμο και πρέπει να ανατιμολογηθεί, ή το χρέος είναι σε ξένο νόμισμα άρα για τις αναδυόμενες αγορές η επιλογή της εξάλειψης του μέσω πληθωρισμού δεν υπάρχει, και υπάρχουν ξεκάθαρες χρεοκοπίες.
… οι αγορές μελλοντικά θα προεξοφλήσουν τον ευμετάβλητο πληθωρισμό, άρα τα premia ρίσκου πληθωρισμού θα είναι υψηλότερα. Ως εκ τούτου, τα πραγματικά επιτόκια αυξάνονται και μελλοντικά το επίπεδο της εξυπηρέτησης χρέους θα γίνει μη βιώσιμο».
Κατά τον Roubini, τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα από την αντιστροφή αρκετών παραγόντων που κρατούσαν χαμηλά τον πληθωρισμό τις τελευταίες δεκαετίες. Οδεύουμε προς λιγότερη παγκοσμιοποίηση, μεγαλύτερη βαλκανοποίηση των αλυσίδων προμήθειας, λιγότερη μετανάστευση, αποσύνδεση των οικονομιών ΗΠΑ-Κίνας, ένα πιο ζεστό κλίμα, περιορισμούς στη ροή δεδομένων, ένα πετρελαϊκό σοκ λόγω της περιβαλλοντικής πολιτικής, γήρανση του πληθυσμού και άλλα. Όλα αυτά αναλογούν σε ένα κυλιόμενο σοκ στις προμήθειες, που θα μειώσει την ανάπτυξη που ήδη περιορίζεται από την κρίση χρέους, και θα αυξήσει τις τιμές.
Η εικόνα δεν είναι όμορφη:
«Είναι τα χειρότερα της δεκαετίας του ’70, όταν είχες στασιμοπληθωρισμό, και τα χειρότερα της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης, όταν τα επίπεδα χρέους ήταν μη βιώσιμα. Πρόκειται για ένα τροχαίο σε αργή κίνηση. Αυτό δεν είναι μια πρόβλεψη για το τι θα συμβεί στην αγορά τους επόμενους τρεις ή έξι μήνες. Αλλά, ας πούμε, τα επόμενα δυο-τρία χρόνια, αυτό βλέπω».
© The Financial Times Limited 2021. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation