Το εμβόλιο της Morderna κατά του κορωνοϊού μπορεί να προσφέρει πιο μακρά προστασία έναντι αυτού της Pfizer, σύμφωνα με νέα έρευνα, καθώς οι κυβερνήσεις και οι επιστήμονες συζητούν ποιοι χρειάζονται τρίτη δόση και πότε.
Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι το σκεύασμα της Moderna προκαλεί ισχυρότερη ανοσοποιητική αντίδραση από το άλλο εμβόλιο τεχνολογίας mRNA των Biontech/Pfizer, και ότι η δράση του εξασθενεί με πιο αργό ρυθμό.
Ο Πολ Μπάρτον, επικεφαλής ιατρικός σύμβουλος της Moderna, δήλωσε ότι μια σειρά «εξαιρετικά καθησυχαστικών» μελετών τις τελευταίες εβδομάδες έδειξαν ότι το εμβόλιο της Modena έχει «μακροχρόνια» αποτελεσματικότητα, αντιμετωπίζει την μετάλλαξης Δέλτα και μπορεί να βοηθήσει ακόμα και ανθρώπους με αδύναμο ανοσοποιητικό.
Έρευνα που δημοσιεύτηκε αυτή την εβδομάδα στην Επιθεώρηση της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης διαπίστωσε ότι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας στο Βέλγιο που είχαν κάνει το εμβόλιο της Moderna είχαν υπερδιπλάσιο αριθμό αντισωμάτων δύο μήνες μετά τη δεύτερη δόση από όσους είχαν κάνει αυτό της Pfizer.
Τα υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων λίγο μετά τον εμβολιασμό οδηγούν σε πιο μακρά προστασία και μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στις μεταλλάξεις του κορωνοϊού, σύμφωνα με την Ντέμπορα Στίνσελς, μία από τους επιστήμονες που συμμετείχαν στην έρευνα. Αν και οι επιστήμονες δεν κατόρθωσαν να μετρήσουν τον αριθμό των εξουδετερωτικών αντισωμάτων, αλλά μόνο τον συνολικό αριθμό των αντισωμάτων γενικά, η ίδια τόνισε ότι η συσχέτιση ήταν αρκετά ισχυρή για να επιβεβαιώσει τη θεωρία.
«Η αποτελεσματικότητα όσον αφορά την προστασία από σοβαρή νόσηση και από θάνατο είναι υψηλή για όλα τα εμβόλια και αυτός είναι ο κύριος στόχος των εμβολίων» σημείωσε. «Αλλά η υπόθεση μας είναι ότι για να διαρκέσει περισσότερο η προστασία έναντι ήπιας νόησης, χρειάζονται υψηλότεροι τίτλοι αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό».
Μια άλλη μελέτη αυτή την εβδομάδα από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια βρήκε ότι όσοι έκαναν το εμβόλιο της Moderna είχαν περισσότερα αντισώματα από όσους έκαναν αυτό της Pfizer, με τη διαφορά να είναι πιο εμφανής στις μεγαλύτερες ηλικίες. Τα αποτελέσματα ευθυγραμμίζονται με αυτά αδημοσίευτης μελέτης ερευνητών του Πανεπιστημίου του Τορόντο που αξιολογούσε την ανοσοποιητική αντίδραση σε δομές φροντίδας.
Κάποιοι επιστήμονες εκτιμούν ότι το εμβόλιο της Moderna μπορεί να έχει μεγαλύτερη διάρκεια επειδή η δόση του mRNA – του γενετικού κώδικα που διδάσκει το ανοσοποιητικό σύστημα πώς να αναγνωρίζει την πρωτεϊνη ακίδα του κορωνοϊού – είναι τρεις φορές μεγαλύτερη από αυτήν της Pfizer. Ένας άλλος παράγοντας μπορεί να είναι η χρονική απόσταση μεταξύ των δύο δόσεων, η οποία για το εμβόλιο της Moderna είναι τέσσερις εβδομάδες και της Pfizer τρεις.
O Έρικ Τόπολ, επικεφαλής του Ερευνητικού Ινστιτούτου Σκριπς, δήλωσε ότι τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματικά σε χώρες όπου το κενό μεταξύ των δύο δόσεων είναι μεγαλύτερο – όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο και τον Καναδά – από ό,τι στις ΗΠΑ και το Ισραήλ, οι οποίες ακολούθησαν τη δοσολογία της τρίτης φάσης των κλινικών δοκιμών του εμβολίου. «Πιστεύω ότι η βιασύνη να ολοκληρωθούν οι κλινικές δοκιμές είχε σαν αποτέλεσμα να περιοριστεί η διάρκεια της προστασίας του εμβολίου» σημείωσε.
Η Pfizer τόνισε ότι το εμβόλιο της συνεχίζει να είναι «εξαιρετικά αποτελεσματικό», ακόμα και ενάντια σε μεταλλάξεις, αλλά και στην προστασία από σοβαρή νόσηση και νοσηλεία.
Οι μελέτες για τα επίπεδα των αντισωμάτων προσδίδουν μεγαλύτερη βαρύτητα σε άλλα μη δημοσιευμένα ακόμα επιστημονικά άρθρα τα οποία δείχνουν περισσότερα περιστατικά λοιμώξεων μεταξύ ανθρώπων που έχουν εμβολιαστεί με το σκεύασμα της Pfizer από ό,τι σε αυτούς που έκαναν αυτό της Moderna.
Έρευνα της Mayo Clinic στις ΗΠΑ και το Κατάρ έδειξε μεγαλύτερο ποσοστό αποτελεσματικότητας για το εμβόλιο της Moderna, αν και τα αποτελέσματα περιπλέκονται από το γεγονός ότι το εμβόλιο της Pfizer είχε διανεμηθεί νωρίτερα, οπότε μπορεί να είχε περισσότερο χρόνο για να εξασθενήσει ή να δόθηκε στους πιο ευάλωτους.
Oι μελέτες αυτές δείχνουν μεγαλύτερη πτώση της αποτελεσματικότητας μετά την εμφάνιση της μετάλλαξης Δέλτα. Αλλά προγενέστερες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν μετά την τρίτη φάση των κλινικών δοκιμών δείχνουν ένα παρόμοιο μοτίβο: η αποτελεσματικότητα του εμβολίου της Pfizer υποχώρησε προς το 80% όσον αφορά την ασυμπτωματική μόλυνση μετά από τέσσερις με έξι μήνες, έναντι 93% της Moderna μετά από πέντε με έξι μήνες.
Είναι πιθανό ότι και άλλα εμβόλια παρέχουν πιο μακροχρόνια προστασία από αυτό της Pfizer, με δύο μελέτες να καταδεικνύουν ότι η αποτελεσματικότητα του σκευάσματος της AstraZeneca και του πανεπιστημίου της Οξφόρδης φθίνει με πιο αργό ρυθμό από αυτό της Pfizer, αλλά με το αρχικό ποσοστό προστασίας να είναι χαμηλότερο.
Ερευνητές του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, οι οποίοι δεν σχετίζονται με την ομάδα που ανέπτυξε το εμβόλιο και οι οποίοι χρησιμοποίησαν στοιχεία της βρετανικής στατιστικής υπηρεσίας, διαπίστωσαν ότι η προστασία του εμβολίου της Pfizer από μόλυνση σχεδόν μειώθηκε στο μισό μετά από τέσσερις μήνες, ενώ η προστασία του εμβολίου της AstraZeneca διολίσθησε με πολύ πιο αργό ρυθμό.
Το μοτίβο επιβεβαιώνουν και δεδομένα που δημοσιεύτηκαν την περασμένη εβδομάδα από την εφαρμογή Zoe. Η αποτελεσματικότητα του σκευάσματος της Pfizer υποχώρησε κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες στο 74% μετά από πέντε με έξι μήνες, ενώ της AstraZeneca κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες στο 67% μετά από τέσσερις με πέντε μήνες.
Οι επιστήμονες λένε ότι αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι ο αδενοϊός που μεταφέρει το εμβόλιο της AstraZeneca επιβιώνει στο σώμα περισσότερο χρονικό διάστημα από το mRNA, δίνοντας στο ανοσοποιητικό σύστημα μεγαλύτερο χρόνο να αντιδράσει.
Η Johnson & Johnson, η οποία χρησιμοποιεί επίσης έναν αδενοϊό, ανέφερε ότι τα εξουδετερωτικά αντισώματα σε ανθρώπους που έκαναν το μονοδοσικό εμβόλιο της ήταν υψηλότερα οκτώ μήνες μετά τον εμβολιασμό από ότι ήταν μετά από 29 ημέρες.
«Θεωρούσαμε ότι το εμβόλιο της Pfizer ήταν ότι καλύτερο κυκλοφορούσε αλλά τελικά μπορεί η προστασία που προσφέρει να φθίνει κάπως γρηγορότερα» σημείωσε ο Τιμ Σπέκτορ, συνιδρυτής της Zoe και καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου. Αλλά προειδοποίησε ότι ακόμα δεν έχουμε ισχυρά στοιχεία για να κρίνουμε τα εμβόλια, με τα κρίσιμα στοιχεία να είναι διαθέσιμα τους επόμενους έξι μήνες.
O Πολ Χάντερ, ειδικός στις μολυσματικές ασθένειες στο Πανεπιστήμιο Ιστ Άνγκλια, τόνισε ότι δεν πρέπει να βασιζόμαστε υπερβολικά σε μελέτες οι οποίες μπορεί να είναι απλά «τυχαία ευρήματα». «Αυτού του είδους τα μη αναμενόμενα πορίσματα εμφανίζονται συχνά στην επιδημιολογία» πρόσθεσε.
Όλες οι μελέτες χρησιμοποιούν δεδομένα σε πραγματικές συνθήκες, τα οποία συλλέχθηκαν στο πλαίσιο κλινικών ερευνών. Ο Τζον Μουρ, ιολόγος στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, τόνισε ότι το κρίσιμο ζήτημα ήταν κατά πόσον οι πληθυσμοί που λαμβάνουν το κάθε εμβόλιο ήταν συγκρίσιμοι, επειδή τοπικοί παράγοντες όπως το ποιοι έχουν προτεραιότητα για κάθε εμβόλιο μπορεί να αλλάξουν τα αποτελέσματα.
«Είναι μια πραγματική σύγκριση μήλων με μήλα ή υπάρχουν και κάποια πορτοκάλια εκεί μέσα» σημείωσε. «Τίποτα από όσα έχουμε δει ως τώρα δεν σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει διαφορετική πολιτική για την τρίτη δόση όσον αφορά τα δύο εμβόλια mRNA».
Οι επενδυτές δεν λαμβάνουν ακόμα υπόψη τις διαφορές μεταξύ των εμβολίων σε μια ιδιαίτερη αγορά όπου οι πολιτικοί έχουν τον οικονομικό έλεγχο και οι δόσεις είναι ακόμα περιορισμένες.
Τα σχέδια της Moderna και της Pfizer για ενισχυτικές δόσεις κινούνται σε παράλληλη πορεία, με τις δύο εταιρείες να εξελίσσουν εμβόλια προσαρμοσμένα ειδικά στην παραλλαγή Δέλτα, σε περίπτωση που γίνουν αναγκαία, και υποβάλλοντας τις τελευταίες εβδομάδες δεδομένα για μια τρίτη δόση στην Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων.
H τρίτη δόση ενισχύει τα επίπεδα των αντισωμάτων. Η Pfizer ανακοίνωσε ότι οι άνθρωποι που έλαβαν ενισχυτική δόση τουλάχιστον έξι μήνες μετά τη δεύτερη δόση είχαν 5 με 10 φορές περισσότερα αντισώματα από ότι μετά τις δύο αρχικές δόσεις. Η Moderna υπέβαλε τα δεδομένα για το δικό της εμβόλιο την Τετάρτη, λέγοντας ότι μια επιπλέον μισή δόση από το σκεύασμά της, η οποία έχει και πάλι περισσότερο mRNA από μια δόση της Pfizer, οδήγησε σε επίπεδα αντισωμάτων «σημαντικά υψηλότερα» από αυτά που εντοπίστηκαν στις αρχικές κλινικές δοκιμές και απέδιδε έναντι των μεταλλάξεων, συμπεριλαμβανομένης και της Δέλτα.
Ένα εμβόλιο το οποίο πρέπει να χορηγηθεί εκ νέου μπορεί να είναι μεγάλο δώρο για τους επενδυτές, παρέχοντας μια σταθερή ροή εσόδων – μια πιθανή σύγκρουση συμφερόντων που έκανε κάποιους επιστήμονες να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική για την αρχική εκστρατεία για ενισχυτικές δόσεις.
Ο Τόπολ του Ερευνητικού Ινστιτούτου Σκριπς, υποστήριξε ότι βρήκε την αρχική εκστρατεία της Pfizer για ενισχυτικές δόσεις «πραγματικά γκροτέσκα», καθώς δεν φαινόταν να υπάρχουν στοιχεία για την ανάγκη περαιτέρω δόσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να αποφέρουν στην εταιρεία «δισεκατομμύρια δολάρια». Αλλά τώρα, με τα νέα δεδομένα από το Ισραήλ, πιστεύει ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον για όσους είναι άνω των 60.
Η Τζο Γουάλτον, αναλυτής στη Credit Suisse, ανέφερε ότι είναι πολύ νωρίς να υπάρξουν συμπεράσματα για την ύπαρξη ουσιαστικών διαφορών στην αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά του κορωνοϊού και οπωσδήποτε πολύ νωρίς για να υπάρξουν επιπτώσεις στην αγορά.
Πιστεύει ότι οι κυβερνήσεις προσπαθούν να εξασφαλίσουν άμεσα όσες περισσότερες δόσεις μπορούν για να είναι προετοιμασμένες για τη χορήγηση τρίτων δόσεων, τον εμβολιασμό των παιδιών και την απειλή των μεταλλάξεων. «Οι κυβερνήσεις είχαν μηδενικό περιθώριο επιλογών: έπρεπε να πάρουν ότι περισσότερο μπορούσαν» σημείωσε.
Ο Τζον Μίλερ, αναλυτής στην Evercore, εκτίμησε ότι οι διαφορές μεταξύ των εμβολίων δεν έχουν «καταδειχθεί με πειστικό τρόπο» και ότι η «κούρσα» ανάμεσα στη Moderna, τη Pfizer και την Astrazeneca δεν επηρεάζει την πορεία της μετοχής τους.
Αντίθετα, είπε, οι επενδυτές ανησυχούν για το κατά πόσον η μείωση της αποτελεσματικότητας μπορεί αν επαναφέρει σε εκκλήσεις για lockdown καθώς η Δέλτα εξαπλώνεται και ο αριθμός των κρουσμάτων αυξάνεται. «Οι άνθρωποι ανησυχούν περισσότερο για τη συνολική διάρκεια των εμβολίων».
© The Financial Times Limited 2021. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation