Θέλει η Κίνα να γίνει μια υπερδύναμη; Στον Λευκό Οίκο, τουλάχιστον, φαίνεται να μην αμφιβάλλουν γι’ αυτό. Ο Rush Doshi, διευθυντής για θέματα Κίνας στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Joe Biden, μόλις εξέδωσε ένα βιβλίο στο οποίο υποστηρίζει πως το Πεκίνο επιδιώκει μια «μεγαλεπήβολη στρατηγική» για να «εκτοπίσει την αμερικανική τάξη» και να γίνει το ισχυρότερο έθνος του κόσμου.
Το status της υπερδύναμης αποτελεί πηγή εθνικής υπερηφάνειας και φέρνει σημαντικά οικονομικά και πολιτικά οφέλη. Αλλά επίσης περιλαμβάνει κόστη, ρίσκα και βάρη. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, εννέα Κινέζοι σκοτώθηκαν σε τρομοκρατική επίθεση στο Πακιστάν, μια χώρα που τώρα βρίσκεται σταθερά στη σφαίρα επιρροής του Πεκίνου. Το αίτημα για αντίποινα στους εθνικιστικούς κύκλους της Κίνας απηχεί την αμερικανική αντίδραση, όποτε τρομοκράτες στόχευσαν Αμερικανούς πολίτες.
Οι Κινέζοι, όπως και οι Αμερικανοί, είναι αναστατωμένοι και μπερδεμένοι που στις προσπάθειές τους να φέρουν ειρήνη και ανάπτυξη, όπως τη βλέπουν οι ίδιοι, η απάντηση είναι βία. Όλα αυτά θυμίζουν αμυδρά τον θρήνο του Rudyard Kipling, του ποιητή που πανηγύριζε τον βρετανικό ιμπερεαλισμό, αλλά προειδοποιούσε για την «κατάρα όσων σπλαχνίζεσαι/το μίσος εκείνων που βοηθάς».
Το να γίνεις υπερδύναμη είναι μια περίπλοκη υπόθεση. Ενέχει μια σειρά από ερωτήματα που συνδέονται μεταξύ τους, αναφορικά με τις ικανότητες, τις προθέσεις και τη βούληση. Για να χρησιμοποιήσουμε μια αθλητική αναλογία, μπορείς να είσαι ένας εξαιρετικά χαρισματικός παίκτης του τένις και να θέλεις πραγματικά να γίνεις παγκόσμιος πρωταθλητής, αλλά να είσαι απρόθυμος να κάνεις τις θυσίες που απαιτούνται για να κάνεις το όνειρο πραγματικότητα.
Εκεί που η διαφορά μεταξύ ικανοτήτων, φιλοδοξιών και βούλησης είναι σημαντικότερη, είναι στον στρατιωτικό τομέα. Τα πρόσφατα χρόνια, η Κίνα έχει μεταμορφώσει τις πολεμικές της δυνατότητες. Το κινεζικό ναυτικό διαθέτει τώρα περισσότερα πλοία απ’ ό,τι το ναυτικό των ΗΠΑ. Ορισμένοι ανώτεροι Αμερικανοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι αμφισβητούν ανοιχτά αν οι ΗΠΑ θα επικρατούσαν σε μια μάχη για την Ταϊβάν.
Στην κυβέρνηση του προέδρου Xi Jinping αρέσει να επιδεικνύει στρατιωτική δύναμη σε παρελάσεις στο Πεκίνο και υπάρχει αρκετή πολεμική και εθνικιστική ρητορική στο διαδίκτυο και στον Τύπο. Κινέζοι στρατιώτες ενεπλάκησαν σε θανατηφόρες αψιμαχίες με Ινδούς στρατιώτες στα Ιμαλάια πέρυσι. Ωστόσο, ο Evan Medeiros, διευθυντής για την περιοχή της Ασίας στον Λευκό Οίκο του πρώην προέδρου Barack Obama, υποστηρίζει πως δεν είναι σαφές ότι η Κίνα είναι πρόθυμη ή ικανή να αναλάβει το βάρος του να είναι μια παγκόσμια στρατιωτική δύναμη όπως οι ΗΠΑ.
Η Κίνα δεν έχει πολεμήσει σε πόλεμο από τότε που συγκρούστηκε με το Βιετνάμ το 1979 και καυχιέται για την «ειρηνική άνοδό» της. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, το Πεκίνο υπήρξε επίσης ιστορικά πολύ απρόθυμο να υποσχεθεί πως θα υπερασπιστεί τους φίλους και τους συμμάχους του. Η Κίνα έχει μόνο μία στρατιωτική βάση στο εξωτερικό, στο Τζιμπουτί της ανατολικής Αφρικής, έναντι των εκατοντάδων στρατιωτικών εγκαταστάσεων που έχουν οι ΗΠΑ στο εξωτερικό.
Αν η κινεζική κυβέρνηση ή ο κινεζικός λαός είναι απρόθυμοι να πάνε σε πόλεμο, αυτό αναμφίβολα είναι προς τιμήν τους. Αλλά οι πόλεμοι τείνουν να είναι τα μέσα με τα οποία αναδύονται οι νέες υπερδυνάμεις και ξαναφτιάχουν την παγκόσμια τάξη, από τη Βρετανία κατά τον 19ο αιώνα μέχρι τη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ κατά τον 20ό αιώνα.
Το οικονομικό βάρος της Κίνας, ως της μεγαλύτερης εμπορικής δύναμης και του μεγαλύτερου κατασκευαστή του κόσμου, της δίνει σημαντικό πολιτικό πλεονέκτημα διεθνώς. Χώρες που εξαρτώνται από το κινεζικό εμπόριο ή τις επενδύσεις συχνά είναι απρόθυμες να συγκρουστούν με το Πεκίνο -κάτι που εν μέρει εξηγεί την περιορισμένη παγκόσμια αντίδραση στις πολιτικές της Κίνας για μαζικές φυλακίσεις στην Xinjiang.
Αλλά η οικονομική δύναμη του Πεκίνου δεν είναι πάντα πολιτικά αποφασιστική. Αν και η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και της Αυστραλίας, οι χώρες αυτές έχουν κατά καιρούς αψηφήσει το Πεκίνο. Οι Νοτιοκορεάτες επέτρεψαν στις ΗΠΑ να αναπτύξουν πυραυλικό αμυντικό σύστημα στο έδαφός τους, η Ιαπωνία αρνήθηκε να υποκύψει στις εδαφικές αμφισβητήσεις και η Αυστραλία εξόργισε το Πεκίνο όταν ζήτησε τη διενέργεια έρευνας για την προέλευση της Covid-19.
Οι Ιάπωνες, οι Νοτιοκορεάτες και οι Αυστραλοί έχουν δημοκρατίες που προσέχουν να μην παρασυρθούν στην πολιτική σφαίρα ενός αυταρχικού, μονοκομματικού κράτους. Είναι επίσης σύμμαχοι βάσει Συνθηκών με τις ΗΠΑ και έχουν αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις στα εδάφη τους -κάτι που μπορεί να τους δίνει την αυτοπεποίθηση να αποκρούουν την Κίνα.
Η Κίνα κάποιες φορές αφήνει να εννοηθεί πως οι εγγυήσεις ασφάλειας της Αμερικής δεν είναι αξιόπιστες. Αλλά η αξιοπιστία του αμερικανικού συμμαχικού συστήματος θα κατέρρεε μόνο εάν η Ουάσινγκτον δεν κατάφερνε να παρέμβει, όταν η Κίνα επιτέθηκε σε έναν σύμμαχο των ΗΠΑ. Ευτυχώς, δεν υπάρχουν πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία πως η Κίνα είναι ακόμα έτοιμη να πάρει αυτό το ρίσκο -ακόμα και με την Ταϊβάν, που δεν έχει μια αδιαμφισβήτητη εγγύηση υπεράσπισης από τις ΗΠΑ.
Αντί να προσπαθήσει να υπονομεύσει το παγκόσμιο δίκτυο συμμαχιών και βάσεων της Αμερικής, η Κίνα θα μπορούσε να προσπαθήσει να χτίσει το δικό της εναλλακτικό σύστημα. Ο Doshi του Λευκού Οίκου υποστηρίζει πως η Κίνα κάνει προετοιμασίες για να επεκτείνει το παγκόσμιο στρατιωτικό της αποτύπωμα -ενδεχομένως προσθέτοντας ένα στρατιωτικό στοιχείο, μαζί με τις πολιτικές λιμενικές εγκαταστάσεις που αγοράζει ή αναπτύσσει σε όλο τον κόσμο.
Αλλά η επέκταση αυτή, αν και ευλογοφανής, δεν έχει συμβεί ακόμα. Ακόμα και αν η Κίνα αναπτύξει μια ναυτική παρουσία σε λιμάνια όπως το Gwadar του Πακιστάν ή το Hambantota της Σρι Λάνκα, φαίνεται απίθανο το Πεκίνο να της προσφέρει εγγυήσεις ασφάλειας που έχουν κάνει τόσες χώρες πρόθυμες να υποδεχθούν τους Αμερικανούς στρατιώτες και τις αμερικανικές βάσεις. Οι ΗΠΑ έχουν δεσμευτεί να υπερασπιστούν τους 29 συμμάχους στο ΝΑΤΟ και έχουν επίσης προσφέρει στρατιωτική προστασία σε περίπου 30 άλλες χώρες, περιλαμβανομένων της Ιαπωνίας, της Αυστραλίας, της Νότιας Κορέας και μεγάλου μέρους της Λατινικής Αμερικής.
Αν η Κίνα είναι απρόθυμη ή δεν έχει τη δυνατότητα να πετύχει μια παγκόσμια στρατιωτική παρουσία που να ανταγωνίζεται αυτή των ΗΠΑ, τότε μπορεί να χρειαστεί να βρει ένα νέο τρόπο να γίνει υπερδύναμη -ή να εγκαταλείψει τη φιλοδοξία αυτή.
© The Financial Times Limited 2021. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation