Όσοι προσπαθούν να περιορίσουν την ισχύ των τεχνολογικών κολοσσών, πρέπει να εξετάσουν τη θεωρία για το σχοινί του Λένιν. «Όταν έλθει η ώρα να κρεμάσουν τους καπιταλιστές, θα ανταγωνιστούν ο ένας τον άλλον ποιος θα πουλήσει το σχοινί», υποτίθεται ότι είπε ο Λένιν (αν και υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι το είπε ποτέ).
Όπως έχουν διαπιστώσει τελευταία οι ρυθμιστικές αρχές, είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί η κυριαρχία των τεχνολογικών κολοσσών. Την περασμένη εβδομάδα, ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ απέρριψε δύο υποθέσεις-ορόσημο κατά του Facebook, υποστηρίζοντας ότι η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου δεν είχε καταφέρει να αποδείξει ότι το κοινωνικό δίκτυο είχε ασκήσει «μονοπωλιακή εξουσία».
Αλλά συνεχίζει να υπάρχει το επιχείρημα ότι ενισχύοντας τους μελλοντικούς τους ανταγωνιστές με νέα εργαλεία και τεχνολογίες, οι κυρίαρχοι καπιταλιστές μπορεί, χωρίς να το καταλαβαίνουν, να πουλάνε το σχοινί με το οποίο θα τους κρεμάσουν στο τέλος. Με τον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος, η επόμενη γενιά τεχνολογίας συχνά λύνει προβλήματα που δημιούργησε η προηγούμενη. Kαινοτόμοι άνθρωποι επινοούν νέους τρόπους να κάνουμε πράγματα που καθιστούν τους παλιούς ξεπερασμένους. Ποιος νοιάζεται πλέον για την κυριαρχία του VHS στην αγορά της βιντεοκασέτας;
Από μια οπτική γωνία, ορθώς ανησυχούμε και δρούμε ενάντια στη συγκέντρωση εταιρικής οικονομικής δύναμης. Οι κυρίαρχες τεχνολογικές εταιρείες απολαμβάνουν τεράστιες επιδράσεις δικτύου, ασυναγώνιστη πληροφόρηση για τη συμπεριφορά των καταναλωτών και απίστευτες ταμειακές ροές, που μπορούν να δαπανηθούν για την πρόσληψη των πιο έξυπνων υπαλλήλων, των πιο ισχυρών υπολογιστών και την εξαγορά όποιας νέας επιχείρησης δύναται να απειλήσει την πρωτοκαθεδρία τους.
Αλλά από μια διαφορετική οπτική, οι ίδιες αυτές οι πλατφόρμες, όπως η Amazon, η Google, το Facebook, η Apple και η Microsoft, καθιστούν ευκολότερο και φθηνότερο το λανσάρισμα και την ανάπτυξη νέων ψηφιακών επιχειρήσεων, το οποίο μπορεί να πυροδοτήσει το επόμενο κύμα δημιουργικής καταστροφής. Η τεχνολογία συγκεντρώνει περισσότερη οικονομική εξουσία και ταυτόχρονα την εκδημοκρατίζει.
Πάρτε το παράδειγμα του Μπρετ Τέιλορ, ενός κατά συρροή entrepreneur, ο οποίος είναι πλέον ο CIO της Salesforce. Όταν ο Τέιλορ λάνσαρε την πρώτη του εταιρεία κοινωνικής δικτύωσης FriendFeed το 2007, κατασκεύασε τον δικό του σέρβερ, γιατί ήταν το φθηνότερο που μπορούσε να κάνει. Όταν ίδρυσε τη δεύτερη, μια εταιρεία λογισμικού για την αύξηση της παραγωγικότητας ονόματι Quip το 2012, την έβαλε όλη στο cloud της Amazon Web Services, το οποίο έκανε την όλη διαδικασία πολύ πιο γρήγορη και φθηνή. «Η ευκαιρία να δημιουργήσει κανείς μια ψηφιακή επιχείρηση είναι πολύ πιο εύκολη από ποτέ. Η επόμενη Silicon Valley είναι το cloud», μου είπε.
Παρόμοια είναι και η ιστορία των εταιρειών ανάπτυξης λογισμικού. Μέχρι πρόσφατα, ήταν κατά κανόνα οι μεγαλύτερες εταιρείες εκείνες που προσλάμβαναν τους πιο υψηλά αμειβόμενους προγραμματιστές που έγραφαν το πιο προηγμένο λογισμικό. Αλλά το λογισμικό ανοιχτού κώδικα, το οποίο είναι διαθέσιμο δωρεάν στην πλατφόρμα GitHub που έχει ανοίξει η Microsoft, και τα εύκολα προγράμματα επιτρέπουν σε κάθε εταιρεία να γίνει τεχνολογική εταιρεία. Οποιοσδήποτε με μια σύνδεση στο ίντερνετ μπορεί να έχει πλέον πρόσβαση σε μια από αυτές τις βιβλιοθήκες λογισμικού για να δημιουργήσει τις δικές του υπηρεσίες, σαν να κολλάει τουβλάκια Lego, λέει η Νάντια Έγκμπαλ, συγγραφέας του Working in Public, ένα βιβλίο για το λογισμικό ανοιχτού κώδικα. «Φανταζόμαστε συχνά τις πλατφόρμες και τους δημιουργούς ως αντίπαλους. Αλλά βρίσκονται σε μια συμβιωτική σχέση. Οι δημιουργοί έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι έχουν μεγάλη δύναμη» λέει.
Οι τεχνολογικές εταιρείες προσφέρουν στους πελάτες τους ισχυρές υπηρεσίες μηχανικής μάθησης, όπως την TensorFlow της Google και την PyTorch του Facebook. Αυτή την εβδομάδα, η Microsoft ανακοίνωσε την κυκλοφορία ενός νέου εργαλείου τεχνητής νοημοσύνης ονόματι GitHub Copilot, για να βοηθήσει τους προγραμματιστές να γράψουν κώδικα. Αυτού του είδους οι πλατφόρμες έχουν επιτρέψει σε εταιρείες να αναπτύξουν δικές τους υπηρεσίες με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης, όπως τα chatbots, τα οποία γίνονται ολοένα και πιο διαδεδομένα.
Ωστόσο, το αφήγημα αυτό για την αποκέντρωση του τεχνολογικού τομέα δεν λέει όλη την αλήθεια, υποστηρίζει ο Ρίτσαρντ Κράμερ, ιδρυτής της Arete, ανεξάρτητης εταιρείας ερευνών. Οποιοδήποτε παιδί μπορεί να λανσάρει μια νέα επιχείρηση χρησιμοποιώντας τα τελευταία τεχνολογικά εργαλεία, αλλά και πάλι θα εξαρτάται από τη μη ανταγωνιστική δομή στην οποία κυριαρχούν οι τεχνολογικοί κολοσσοί, όπως τα καταστήματα εφαρμογών των Apple και Google. «Αυτή η ιστορία περί εκδημοκρατισμού της τεχνολογίας είναι πολύ γοητευτική μέχρι να αναρωτηθεί κανείς ποιος είναι ο ιδιοκτήτης των εργαλείων και των πλατφορμών στις οποίες βασίζονται όλοι», επισημαίνει.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμα έχουμε ανάγκη τις ρυθμιστικές αρχές για τον έλεγχο των τεχνολογικών κολοσσών με αυστηρή εφαρμογή των αντιμονοπωλιακών κανόνων και την αναθεώρηση της υφιστάμενης νομοθεσίας, ώστε να είναι συμβατή με την ψηφιακή εποχή. Αλλά θα πάρει χρόνο, πόρους και πολιτική βούληση για να περιοριστεί η ισχύς τους.
Στο ενδιάμεσο, πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατό για να στηρίξουμε την άνοδο νέων εταιρειών και να ενθαρρύνουμε τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις τεχνολογικές εταιρείες για να πουλήσουν περισσότερο σχοινί.
© The Financial Times Limited 2021. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation