H άνοδος των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων δείχνει ότι οι αγορές φοβούνται πως το δημοσιονομικό πακέτο του $1,9 τρισ. μπορεί να προσφέρει υπερβολική τόνωση στην αμερικανική οικονομία και να οδηγήσει σε ανεπιθύμητο πληθωρισμό.
Αλλά θα το κάνει; Δεν το νομίζω.
Αν και το πακέτο τόνωσης του Αμερικανού προέδρου φαίνεται τεράστιο, αποτελείται από διάφορα μέρη, το καθένα με διαφορετικό οικονομικό αντίκτυπο. Σχεδόν το 40% του πακέτου ή $750 δισ. θα χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση των μαζικών εμβολιασμών και των τοπικών και πολιτειακών κυβερνήσεων. Αυτό δεν θα δώσει τόσο μεγάλη ώθηση στο ΑΕΠ, αν και η επιπρόσθετη χρηματοδότηση για τις τοπικές κυβερνήσεις θα μπορούσε να μειώσει περαιτέρω απολύσεις, κάτι το οποίο είναι θετικό.
Εν τω μεταξύ, περίπου $1 τρισ. θα χρησιμοποιηθεί για στήριξη των νοικοκυριών με τη μορφή επιταγών, φοροαπαλλαγών λόγω τέκνου και υψηλότερων επιδομάτων ανεργίας. Υπάρχουν επίσης $150 δισ. οικονομικής βοήθειας για ευάλωτες επιχειρήσεις. Συνολικά, οι επιδοτήσεις για νοικοκυριά και επιχειρήσεις ανέρχονται σε $1,15 τρισ., αν και το μέγεθος του τελικού πακέτου μπορεί να μειωθεί κάπως, λόγω της αντίστασης των Ρεπουμπλικανών της Γερουσίας.
Oι επιδοτήσεις αυτές είναι κάπως διαφορετικές από τις επενδύσεις σε υποδομές. Οι πρώτες δεν διαφέρουν σε τίποτα από τις φοροαπαλλαγές. Οι τελευταίες προστίθενται απευθείας στο ΑΕΠ. Έχουν επίσης πολύ διαφορετικούς οικονομικούς πολλαπλασιαστές. Η πρόσφατη εμπειρία, για παράδειγμα αυτή της Αυστραλίας μετά την κρίση του 2008, δείχνει ότι ο αντίκτυπος των εισοδηματικών ενισχύσεων στην ανάπτυξη είναι συχνά αμελητέος. Τούτο οφείλεται στο ότι οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές συμπεριφέρονται με ορθολογικό τρόπο. Αν μια φοροαπαλλαγή είναι έκτακτη ή παροδική, το όφελος καταλήγει συνήθως να αποταμιεύεται αντί να δαπανάται.
Ένα παράδειγμα είναι οι ενέσεις περίπου $3 τρισ. που πέρασαν από τον Μάρτιο μέχρι τον Μάιο του 2020. Είχαν περιορισμένο αντίκτυπο στην ενίσχυση της ανάπτυξης, καθώς οι καταναλωτές όχι μόνο αποταμίευσαν τις ενισχύσεις που έλαβαν, αλλά αποταμίευσαν και μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου εισοδήματός τους. Το διαθέσιμο προσωπικό εισόδημα στις ΗΠΑ εκτοξεύτηκε κατά $2,4 τρισ. από τον Μάρτιο και τον Μάιο πέρυσι. Αλλά οι προσωπικές αποταμιεύσεις εκτινάχτηκαν πάνω από $5 τρισ.
Ομοίως, δεν είναι καθόλου βέβαιο πόσα από το $1,15 τρισ. των καταναλωτικών και επιχειρηματικών ενισχύσεων του πακέτου Μπάιντεν θα δαπανηθούν. Αναμφίβολα, με την πανδημία να φαίνεται να βρίσκεται υπό έλεγχο και την οικονομία να ανοίγει εκ νέου, κάποια από τα κεφάλαια θα μεταφραστούν σε κατανάλωση. Εν τω μεταξύ, τα εμπόδια στην προσφορά έχουν οδηγήσει σε αυξήσεις τιμών σε κάποια αγαθά. Από κοινού, αυτά μπορεί να προκαλέσουν μια παροδική άνοδο του πληθωρισμού.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι οι καταναλωτές αποταμιεύουν τη μισή ποσότητα που λαμβάνουν από την κυβέρνηση. Αυτό θα αντιστοιχούσε σε $500 δισ. επιπρόσθετες καταναλωτικές δαπάνες. Αυτό δεν θα ήταν αρκετό για να αντισταθμιστεί ένα αρνητικό κενό στην παραγωγή ή η διαφορά ανάμεσα στην τρέχουσα και τη δυνητική οικονομική δραστηριότητα, η οποία υπολογίζεται στο $1 τρισ.
Είναι πρώιμο να υποστηρίξει κανείς ότι το πακέτο του Μπάιντεν θα τονώσει υπερβολικά την οικονομία και θα ανεβάζει διαρκώς υψηλότερα τα επίπεδα των τιμών.
Συγκριτικά, οι φοροαπαλλαγές του Ντόναλντ Τραμπ το 2017 είχαν αξία περίπου $1,5 τρισ., παρόμοια περίπου με το μέγεθος των προτεινόμενων εισοδηματικών ενισχύσεων του Μπάιντεν. Μολονότι οι φοροαπαλλαγές αυτές ήταν «μόνιμες» και στόχευαν στην τόνωση των εταιρικών επενδύσεων και των καταναλωτικών δαπανών, δεν έκαναν πολλά για να οδηγήσουν υψηλότερα το ΑΕΠ ή τον πληθωρισμό.
Aύξησαν τα εταιρικά κέρδη και τις επαναγορές μετοχών και βοήθησαν να πυροδοτηθεί ράλι στις αγορές. Αλλά δεν έδωσαν ώθηση στις κεφαλαιακές δαπάνες.
Όσον αφορά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, ανέβηκε καθώς μειώθηκε η φορολόγηση των εισοδημάτων. Υψηλότερα κινήθηκαν και οι αποταμιεύσεις των καταναλωτών κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες στο 9% του διαθέσιμου εισοδήματος. Αλλά ο ρυθμός αύξησης των καταναλωτικών δαπανών παρέμεινε σχεδόν σταθερός. Οι φοροαπαλλαγές του Τραμπ καταδεικνύουν ότι δεν είναι πιθανό οι ενισχύσεις των εισοδημάτων του Μπάιντεν να δώσουν μεγάλη ώθηση στη ζήτηση ή να είναι πληθωριστικές, ιδίως αν ο Μπάιντεν αναγκαστεί από τη Γερουσία να μειώσει το πακέτο.
Γενικότερα, οι ενισχύσεις στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος είναι αναγκαίες σε εποχές οικονομικών δυσκολιών. Αλλά η κυβέρνηση πρέπει να κατευθύνει περισσότερους πόρους στις επενδύσεις στον δημόσιο τομέα. Αυτό αυξάνει την παραγωγική ικανότητα, τονώνει την ανάπτυξη και είναι καλύτερος τρόπος για να δοθεί ώθηση στη ζήτηση και να καταπολεμηθεί μια οικονομική κρίση.
*Ο αρθρογράφος είναι υπεύθυνος επενδυτικής στρατηγικής της Alpine Macro
© The Financial Times Limited 2021. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation