Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen, δήλωσε πως θέλει να ηγηθεί μιας «γεωπολιτικής επιτροπής». Αλλά η κα Von der Leyen ολοκλήρωσε το 2020 στέλνοντας ένα πραγματικά φοβερό γεωπολιτικό μήνυμα, καθώς η επιτροπή της υπέγραψε επενδυτική συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και της Κίνας.
Τον τελευταίο χρόνο, η Κίνα έχει συντρίψει την ελευθερία του Χονγκ Κονγκ, έχει εντείνει την καταδυνάστευση στην Xinjiang, έχει σκοτώσει Ινδούς στρατιώτες, έχει απειλήσει την Ταϊβάν και έχει επιβάλει κυρώσεις κατά της Αυστραλίας. Εν τούτοις, με την υπογραφή της συμφωνίας με την Κίνα, η ΕΕ έδωσε σήμα πως δεν νοιάζεται καθόλου για όλα αυτά. Όπως το έθεσε η Janka Oertel, διευθύντρια του προγράμματος Ασία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, «πρόκειται για μια τεράστια διπλωματική νίκη για την Κίνα».
Αποτελεί επίσης ένα σημαντικό πλήγμα για τον Joe Biden. Ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ έχει τονίσει πως, μετά τον Donald Trump, θέλει να κάνει μια νέα αρχή με την Ευρώπη. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση Biden θέλει να κινηθεί επί των κινεζικών ζητημάτων μαζί με άλλες δημοκρατίες. Ο Jake Sullivan, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του κ. Biden, έκανε μια τελευταία έκκληση στους Ευρωπαίους να καθυστερήσουν την υπογραφή της συμφωνίας, τουλάχιστον μέχρι να έχουν την ευκαιρία να τη συζητήσουν με τη νέα κυβέρνηση. Τον αγνόησαν.
Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι δίνουν διάφορες δικαιολογίες για την απόφασή τους. Λένε πως πολλές από τις παραχωρήσεις που έκανε η Κίνα προς την ΕΕ, τις είχε ήδη κάνει και στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της «φάσης ένα» της αμερικανικής εμπορικής συμφωνίας. (Στις παραχωρήσεις αυτές περιλαμβάνονται το άνοιγμα τομέων σε διάφορους κλάδους καθώς και οι αλλαγές στις απαιτήσεις για τις κοινοπραξίες). Αξιωματούχοι των Βρυξελλών σημειώνουν πως οι ΗΠΑ δεν ζήτησαν την άδεια της Ευρώπης για να υπογράψουν τη δική τους συμφωνία με την Κίνα. Δικαιολογούν την απόφαση της ΕΕ ως επίδειξη «στρατηγικής αυτονομίας».
Αυτά τα επιχειρήματα της ΕΕ ακούγονται ισχυρά. Αλλά στην πραγματικότητα είναι αφελή. Είναι αφελές να πιστεύεις πως η Κίνα θα σεβαστεί τη συμφωνία που έχει υπογράψει. Είναι αφελές να αγνοείς τις γεωπολιτικές επιπτώσεις της υπογραφής συμφωνίας με την Κίνα αυτή τη στιγμή. Και είναι αφελές να νομίζεις πως το πολιτικό κλίμα στο Πεκίνο, που σκοτεινιάζει, δεν θα επηρεάσει ποτέ τη ζωή στις Βρυξέλλες ή στο Βερολίνο.
Η ΕΕ λέει πως αυτή η συμφωνία θα «πειθαρχήσει τη συμπεριφορά» των κρατικών επιχειρήσεων της Κίνας, που τώρα θα απαιτείται «να ενεργούν σύμφωνα με εμπορικές προϋποθέσεις». Αλλά η Κίνα έκανε παρόμοιες δεσμεύσεις όταν εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Δεσμεύσεις για περιορισμό των κρατικών επιδοτήσεων που δόθηκαν πριν από 20 χρόνια και τώρα ξαναπροσφέρονται ως νέες παραχωρήσεις.
Η υπόσχεση του Πεκίνου να «εργαστεί προς» την επιβολή διεθνών συνθηκών σε ότι αφορά τα εργασιακά πρότυπα είναι επίσης γελοία αδύναμη. Όπως σημείωνε ο επιφανής Κινέζος ακαδημαϊκός Shi Yinhong, «στα εργασιακά, είναι απίθανο να συμφωνήσει η Κίνα. Μπορείτε να φανταστείτε την Κίνα με ενώσεις ελεύθερου εμπορίου;»
Τον τελευταίο χρόνο η Κίνα έχει επανειλημμένως δείξει την προθυμία της να αγνοήσει τις δεσμεύσεις των συμφωνιών. Ο νέος νόμος της για την εθνική ασφάλεια παραβιάζει συμφωνία που είχε υπογραφεί με τη Βρετανία, η οποία εγγυόταν την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ. Η Κίνα έχει επίσης επιβάλλει δασμούς σε αγαθά της Αυστραλίας παραβιάζοντας τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου Κίνας-Αυστραλίας.
Ο χρονισμός της συμφωνίας αυτής είναι εξαίσιος για το Πεκίνο, αφού φέρνει την ομάδα Biden προ τετελεσμένων. Ο πρόεδρος της αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου για την Κίνα, Reinhard Bütikofer, δήλωσε πως «επιτρέψαμε στην Κίνα να βάλει μια τεράστια σφήνα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης».
Για τη συμφωνία ΕΕ-Κίνας πίεσε πολύ η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel, και ολοκληρώθηκε ακριβώς στο τέλος της Γερμανικής προεδρίας της ΕΕ. Η κα Merkel θεωρείται ως υπέρμαχος των φιλελεύθερων αξιών. Αλλά η προσέγγισή της προς την Κίνα καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από το εμπόριο. Γνωρίζει πως η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία πέρασε μερικά δύσκολα χρόνια, και η Κίνα είναι η μεγαλύτερη αγορά της.
Η αποφασιστικότητα της κα Merkel να προχωρήσει το θέμα μπορεί επίσης να αντανακλά και τον σκεπτικισμό της για το μέλλον των ΗΠΑ. Σε ομιλία της το 2017 είπε πως η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στην Αμερική. Η εκλογή του κ. Biden πιθανότατα δεν άλλαξε αυτή την άποψη. Πολλοί Ευρωπαίοι επίσης πιστεύουν πως οι ΗΠΑ βρίσκονται στο χείλος ενός νέου ψυχρού πολέμου με την Κίνα, και δεν θέλουν να εμπλακούν.
Ορισμένα από αυτά τα επιχειρήματα είναι λογικά. Είναι δύσκολο να κοιτάξει κανείς τα τρέχοντα γεγονότα στην Ουάσινγκτον και να νοιώσει απόλυτα πεπεισμένος για τη σταθερότητα των ΗΠΑ ή της Ατλαντικής Συμμαχίας. Η ευρωπαϊκή επιθυμία να αποφύγει τη στρατιωτική αντιπαράθεση στον Ειρηνικό είναι επίσης λογική.
Αλλά το να βασίζονται στην αμερικανική εγγύηση της ασφάλειας στην Ευρώπη, την ώρα που υπονομεύουν την αμερικανική πολιτική ασφάλειας στον Ειρηνικό, δεν μοιάζει με συνετή ή βιώσιμη πολιτική μακροπρόθεσμα.
Οι Ευρωπαίοι γελιόνται επίσης αν νομίζουν πως μπορούν να εθελοτυφλούν απέναντι στην αυξανόμενη αυταρχική και επιθετική φύση της Κίνας του Xi Jinping. Τα τελευταία 70 χρόνια, οι Ευρωπαίοι έχουν επωφεληθεί του γεγονότος πως το ισχυρότερο έθνος του κόσμου είναι μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Αν ένα αυταρχικό έθνος, όπως η Κίνα, εκτοπίσει την Αμερικανική ως κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη, τότε τις επιπτώσεις θα τις νοιώσουν όλες οι δημοκρατίες του κόσμου.
Ακόμα και με την τρέχουσα γεωπολιτική τάξη, η Κίνα έχει επανειλημμένως δείξει την προθυμία της να χρησιμοποιήσει την οικονομική της δύναμη ως στρατηγικό όπλο. Με την εμβάθυνση της οικονομικής τους εξάρτησης από την Κίνα –χωρίς να συντονίζουν την πολιτική τους με τις άλλες δημοκρατίες- οι ευρωπαϊκές χώρες γίνονται όλο και πιο ευάλωτες έναντι των πιέσεων του Πεκίνου.
Αυτή είναι μια αξιοσημείωτα κοντόφθαλμη απόφαση, για μια «γεωπολιτική επιτροπή».
© The Financial Times Limited 2021. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation