Ο πλανήτης δεν πρέπει να ξανακάνει το λάθος του 2008

Καθώς μπαίνει τέλος στα lockdown και οι οικονομίες ανακάμπτουν, θα είναι ουσιαστικής σημασίας να χαραχτούν οι σωστές οικονομικές πολιτικές. Πώς διαμορφώνεται το αύριο, ποιες είναι οι αβεβαιότητες και ποιο το μεγάλο κέρδος.

Ο πλανήτης δεν πρέπει να ξανακάνει το λάθος του 2008
  • του Martin Wolf

Η επικαιροποιημένη παγκόσμια οικονομική πρόβλεψη του ΔΝΤ για τον Ιούνιο δεν είναι ένα «χαρούμενο» έγγραφο. Ωστόσο, περιλαμβάνει ένα «χαρούμενο» σημείο: το β’ τρίμηνο του 2020 θα πρέπει να είναι το ναδίρ της οικονομικής κρίσης της Covid-19. Αν συμβεί αυτό, τότε η πρόκληση θα είναι το πώς θα έχουμε την καλύτερη δυνατή ανάκαμψη.

Η υποβάθμιση των προβλέψεων του ΔΝΤ από τον Απρίλιο είναι μεγάλη, με την παγκόσμια ανάπτυξη να προβλέπεται στο -4,9% φέτος, έναντι του -3% τον Απρίλιο. Η ανάπτυξη του επόμενου έτους προβλέπεται πως θα είναι στο 5,4%. Η παγκόσμια παραγωγή, ως αποτέλεσμα, αναμένεται το 2021 να ξεπεράσει λίγο τα επίπεδα του 2019. Ωστόσο, το δ’ τρίμηνο του 2021, το ΑΕΠ των χωρών με υψηλό εισόδημα θα συνεχίσει να είναι κάτω από τα επίπεδα του α’ τριμήνου του 2019. Η παραγωγή θα είναι επίσης περίπου 5% χαμηλότερα των επιπέδων που υποδήλωναν οι προ Covid-19 τάσεις ανάπτυξης.

Βιώνουμε αυτό που η Παγκόσμια Τράπεζα Διακανονισμών (BIS) στην τελευταία ετήσια έκθεσή της χαρακτηρίζει ένα «παγκόσμιο ξαφνικό στοπ». Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO) δηλώνει πως, παγκοσμίως, η μείωση στις ώρες εργασίες το β’ τρίμηνο πιθανότατα θα ισοδυναμεί με την απώλεια περισσοτέρων από 300 εκατ. θέσεων πλήρους απασχόλησης.

Το ΔΝΤ ορθά τονίζει τις αβεβαιότητες: τη διάρκεια της πανδημίας και τα επιπλέον εθνικά ή τοπικά lockdown, την έκταση της εθελοντικής τήρησης κοινωνικών αποστάσεων, τη σοβαρότητα των νέων κανονισμών ασφαλείας, την ικανότητα των εκτοπισμένων εργαζόμενων να εξασφαλίσουν απασχόληση, την πιο μακροπρόθεσμη επίπτωση του κλεισίματος επιχειρήσεων και της ανεργίας, την έκταση του επανυπολογισμού των αλυσίδων προμήθειας, την πιθανή βλάβη στη χρηματοπιστωτική μεσολάβηση και την έκταση των περαιτέρω ανωμαλιών στις χρηματοοικονομικές αγορές.



Η αντίδραση σε επίπεδο πολιτικής ορθώς ήταν πρωτοφανούς κλίμακας για καιρό ειρήνης. Το ΔΝΤ προβλέπει πως το κρατικό χρέος θα αυξηθεί κατά 19 ποσοστιαίες μονάδες, σε σχέση με το ΑΕΠ, φέτος. Οι πολιτικές της κεντρικής τράπεζες δεν ήταν λιγότερο εκπληκτικές.

Η στήριξη από τις δημοσιονομικές και νομισματικές αρχές είναι επίσης στη φύση τους επαναστατικές. Οι κυβερνήσεις εμφανίζονται ως ύστατοι ασφαλιστές. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν υπερβεί κατά πολύ την ευθύνη για την τραπεζική. Όπου χρειάστηκε, ανέλαβαν την ευθύνη για ολόκληρο το χρηματοοικονομικό σύστημα. Πράγματι, με τις παρεμβάσεις της, περιλαμβανομένων των διακανονισμών swap με άλλες κεντρικές τράπεζες, η Federal Reserve των ΗΠΑ έχει αναλάβει την ευθύνη για μεγάλο μέρος του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος.

Οι δύσκολοι καιροί απαιτούν ακραία μέτρα. Υπό τη διοίκηση του Agustín Carstens, του πρώην επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας του Μεξικό, η BIS ορθά επικυρώνει τις ενέργειες των κεντρικών τραπεζών. Η έκθεσή της εξηγεί πως οι κεντρικές τράπεζες έχουν δύο στόχους: «Να αποτρέψουν τη μακροχρόνια βλάβη στην οικονομία διασφαλίζοντας πως το χρηματοοικονομικό σύστημα συνεχίζει να λειτουργεί» και «να αποκαθιστούν την εμπιστοσύνη και να ενισχύουν τις ιδιωτικές δαπάνες».



Αυτό δεν είναι το τέλος των τεράστιων παρεμβάσεων. Μπορεί να μην είναι καν το τέλος της αρχής τους. Τεράστιες αβεβαιότητες βρίσκονται μπροστά μας. Όμως, όπως σημείωσε πρόσφατα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Christine Lagarde, κάνοντας αναφορά στον Abraham Lincoln, «ο καλύτερος τρόπος για να προβλέψεις το μέλλον σου είναι να το δημιουργήσεις».

Πώς, λοιπόν, να δημιουργήσουμε το μέλλον που θα πρέπει να θέλουμε, ένα μέλλον στο οποίο υπάρχει η λιγότερη δυνατή ζημιά και η ισχυρότερη εφικτή ανάκαμψη σε ένα οικονομικά βιώσιμο μέλλον; Αυτό είναι το έργο που θα πρέπει τώρα να προσεγγίσουν οι ηγέτες.

Για το άμεσο μέλλον, η σημαντική πρόκληση παραμένει η ελαχιστοποίηση της ζημιάς στην υγεία και την οικονομία από την Covid-19. Για να επιτευχθεί αυτό, παραμένει ουσιώδης η ισχυρή συνεργασία.



Αυτό θα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες, που εξακολουθούν να χρειάζονται ουσιαστική βοήθεια. Το ΔΝΤ έχει ήδη συμφωνήσει σε προγράμματα για παροχή βοήθειας σε 72 χώρες μέσα σε δύο μήνες. Ωστόσο, παρά τη βελτίωση στις χρηματαγορές, τους επόμενους μήνες ή και χρόνια, θα απαιτηθούν ελάφρυνση χρέους και επιπλέον επίσημη στήριξη.

Καθώς μπαίνει τέλος στα lockdown και οι οικονομίες ανακάμπτουν, θα είναι ουσιαστικής σημασίας επίσης οι πολιτικές να στραφούν προς την προώθηση της ανάκαμψης και ζωτικής σημασίας να αποφευχθεί το λάθος της περιόδου μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όταν στράφηκαν υπερβολικά γρήγορα από τη στήριξη στη δημοσιονομική προσαρμογή και τη νομισματική σύσφιξη. Θα χρειαστεί συνεχιζόμενη επιθετική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική για να αρχίσουν και πάλι να χρησιμοποιούνται αδρανείς πόροι και να στραφούν οι οικονομίες προς νέες δραστηριότητες.

Η νέα οικονομία που θα προκύψει, θα είναι -και θα πρέπει να είναι- διαφορετική από την παλιά. Θα χρειαστεί να εκμεταλλευτεί τη σημερινή τεχνολογική εξέλιξη προς τον ψηφιακό κόσμο και την απομάκρυνση από τη συνεχή φυσική αλληλεπίδραση. Θα χρειαστεί επίσης να παράσχει στον κόσμο που επλήγη περισσότερο, ένα καλύτερο μέλλον. Θα χρειαστεί να επιταχύνει τη στροφή προς μια πιο βιώσιμη οικονομία.



Συντηρώντας τη ζήτηση, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να κάνουν αυτού του είδους τις αλλαγές πολύ πιο εύκολες. Ναι, υπάρχουν κάποια ρίσκα. Όμως είναι πολύ μικρότερα από το πολιτικό και οικονομικό αποτέλεσμα που θα είχε ένας ακόμα γύρος λιτότητας στους ωφελημένους των δημόσιων δαπανών. Αυτή η φορά πρέπει να είναι διαφορετική.

Πάνω απ' όλα έχουμε την επιστροφή του «κράτους» και την επιθυμία για ικανή διακυβέρνηση. Οι αντικρατιστές πολιτικοί προσπαθούν να πλασάρουν τις αποτυχίες τους ως «επιχείρημα»: Γιατί να εμπιστευτείς ένα κράτος που λειτουργεί έτσι; Ωστόσο όσοι έχουν μάτια, βλέπουν ότι δεν είναι απαραίτητο να λειτουργεί έτσι. Οι συγκρίσεις ανάμεσα στη Γερμανία της Μέρκελ και στις ΗΠΑ του Τραμπ ή τη Μεγάλη Βρετανία του Johnson είναι πολύ μεγάλες για να περάσουν απαρατήρητες.

Ίσως αυτή η καταστροφή θα έχει ένα όφελος: όχι μόνο θα δούμε πως το κράτος επέστρεψε, αλλά πως επέστρεψε και η απαίτηση για λογικές κυβερνήσεις των οποίων θα ηγούνται ικανοί άνθρωποι. Αυτό δεν θα πει πως άξιζε η καταστροφή. Αλλά δεν θα πρέπει ποτέ να αφήνουμε μια κρίση να πηγαίνει χαμένη.

Οι άνθρωποι μπορούν να μαθαίνουν από επώδυνες εμπειρίες. Ας το κάνουμε.

© The Financial Times Limited 2020. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v