Όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποκαλύψει σήμερα τα επόμενα βήματά της, η πρόεδρός της Christine Lagarde αναμένεται πως θα ανακοινώσει μια νέα ενίσχυση των προσπαθειών τόνωσης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές και χρηματοπιστωτικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι είναι πεπεισμένοι πως η ΕΚΤ θα επεκτείνει το ύψους 750 δισ. ευρώ πρόγραμμα έκτακτων αγορών λόγω πανδημίας (PEPP), του προγράμματος επιπλέον αγοράς ομολόγων που ξεκίνησε τον Μάρτιο. Έχοντας ήδη δαπανήσει περισσότερα από 234 δισ. ευρώ, το πρόγραμμα βρίσκεται σε τροχιά να «ξεμείνει από πυρομαχικά» μέχρι τον Οκτώβριο.
«Έχει γίνει ξεκάθαρο πως το ύψους 750 δισ. ευρώ PEPP δεν θα είναι αρκετό», ανέφερε ο επικεφαλής οικονομολόγος της UniCredit, Erik Nielsen.
Αρκετά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ έχουν ήδη σηματοδοτήσει πως αναμένουν επέκταση του προγράμματος αυτή την εβδομάδα. Ο Francois Villeroy de Galhau, διοικητής της Banque de France, δήλωσε πρόσφατα πως «πολύ πιθανόν θα χρειαστεί να πάμε ακόμα πιο πέρα». Η ίδια η κα Lagarde υποστήριξε πως «δεν θα διστάσουμε να προσαρμόσουμε το μέγεθος, τη διάρκεια και τη σύνθεση του PEPP όσο είναι απαραίτητο».
Τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν την Τρίτη έδειξαν ότι το νέο πρόγραμμα έχει επικεντρωθεί στην άμβλυνση των πιέσεων στη χρηματαγορά της Ιταλίας, η οποία επλήγη σκληρότερα από την πανδημία απ’ ό,τι οι περισσότερες χώρες.
Η κατανομή των αγορών κρατικών ομολόγων από την κεντρική τράπεζα υποτίθεται πως αντανακλά την οικονομική βαρύτητα της κάθε χώρας, όμως τους πρώτους μήνες στο πλαίσιο του PEPP αγοράστηκαν 37,4 δισ. ευρώ ιταλικού κρατικού χρέους -8,1 δισ. ευρώ περισσότερα απ’ όσο θα υποδήλωνε το μερίδιο της χώρας στην οικονομία της ευρωζώνης- και 23,6 δισ. ευρώ γαλλικού χρέους -χαμηλότερο κατά 11,7 δισ. ευρώ σε σχέση με το μερίδιο της χώρας.
Η ΕΚΤ αγόρασε επίσης ελληνικά κρατικά ομόλογα για πρώτη φορά από το 2012, σπάζοντας για πρώτη φορά τον κανόνα της, κατά της αγοράς ομολόγων που αξιολογούνται χαμηλότερα της επενδυτικής βαθμίδας, με αγορές ύψους 4,7 δισ. ευρώ.
Ορισμένοι επενδυτές ανησυχούν πως η πρόσφατη εκρηκτική απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας κατά του προηγούμενου προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στην ικανότητα της ΕΚΤ για νομισματική χαλάρωση. Ωστόσο, η κα Lagarde επιμένει πως η τράπεζα θα προχωρήσει «ακάθεκτη».
Ένας τρόπος για να το δείξει αυτό, θα είναι η ΕΚΤ όχι μόνο να επεκτείνει το πρόγραμμα PEPP αλλά επίσης να δεσμευτεί ότι θα επανεπενδύσει τις προσόδους από το πρόγραμμα για πολλά χρόνια. Η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε επίσης να παρατείνει τη διάρκεια του προγράμματος και το επόμενο έτος και να το διευρύνει, ώστε να περιλαμβάνει την αγορά ενός μεγαλύτερου εύρους τίτλων, περιλαμβανομένων των ομολόγων των λεγόμενων «έκπτωτων αγγέλων», δηλαδή επιχειρήσεων που πρόσφατα υποβαθμίστηκαν στην κατηγορία junk.
Όλα αυτά θα βοηθούσαν την ΕΚΤ να συμβαδίσει με την ύφεση της οικονομίας της ευρωζώνης.
Καθώς χαλαρώνουν πολλά από τα μέτρα περιορισμού που εφαρμόστηκαν τον Μάρτιο, προκειμένου να περιοριστεί η πανδημία, οι επιχειρηματικές έρευνες και οι δείκτες σε πραγματικό χρόνο, όπως η χρήση ηλεκτρισμού, ο όγκος της κίνησης και τα επίπεδα ταξιδίων, έχουν αρχίσει να ανακάμπτουν. Ωστόσο, η οικονομική δραστηριότητα παραμένει σημαντικά χαμηλότερα των προ-πανδημίας επιπέδων και οι περισσότεροι οικονομολόγοι αναμένουν μια απότομη πτώση, την οποία θα ακολουθήσει ανάκαμψη σε διάστημα δύο με τριών ετών, αντί για μια γρήγορη ανάκαμψη.
Η ΕΚΤ αναμένεται να επικαιροποιήσει σήμερα τις δικές της προβλέψεις και η κα Lagarde την τελευταία εβδομάδα έχει αφήσει να εννοηθεί πως πιθανότατα θα υπάρξει υποβάθμισή τους, λέγοντας πως αναμένει η οικονομία της ευρωζώνης να συρρικνωθεί μεταξύ 8% και 12% φέτος -καταγράφοντας τη μεγαλύτερη συρρίκνωση από πριν τη δημιουργία της ευρωζώνης προ δύο δεκαετιών.
Η Isabel Schnabel, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, είχε δηλώσει στους Financial Times την περασμένη εβδομάδα πως η προοπτική για τον μεσοπρόθεσμο πληθωρισμό θα είναι «ιδιαίτερου ενδιαφέροντος» και πως η κεντρική τράπεζα είναι έτοιμη να «επεκτείνει οποιαδήποτε εργαλεία της», εάν η κατάσταση «επιδεινωθεί».
Ο ρυθμός ανάπτυξης των τιμών στην ευρωζώνη υποχώρησε στο 0,1% σε ετήσια βάση τον Μάιο, λόγω της «βουτιάς» στις τιμές ενέργειας. Αυτό απομάκρυνε ακόμα περισσότερο την ΕΚΤ από τον στόχο της για πληθωρισμό (κάτω από, αλλά κοντά στο 2%), με αποτέλεσμα να είναι πιθανότερο η κεντρική τράπεζα να αναθεωρήσει προς τα κάτω την πρόβλεψη του Μαρτίου για πληθωρισμό 1,6% μέχρι το 2022.
Η επίπτωση των lockdown λόγω της πανδημίας στον πληθωρισμό είναι ένα «καυτό» θέμα για τους οικονομολόγους, καθώς θα μπορούσε να κινηθεί προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Μια μείωση της καταναλωτικής ζήτησης θα κρατούσε χαμηλά τις τιμές, αλλά το κλείσιμο των επιχειρήσεων και οι διαταραχές στο εμπόριο θα μπορούσαν να περιορίσουν την προμήθεια, πιέζοντας ανοδικά τις τιμές.
«Οι προβλέψεις για τον υποκείμενο πληθωρισμό πιθανότατα θα αναθεωρηθούν προς τα κάτω, αφού το σοκ στη ζήτηση θα πιέσει πτωτικά τις τιμές, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, περισσότερο από όσο θα είναι το οποιοδήποτε αντιστάθμισμα από την επίπτωση που θα έχει στην πλευρά της προσφοράς η Covid-19», σύμφωνα με τον στρατηγικό αναλυτή της Pictet Wealth Management, Frederik Ducrozet.
Για να αντιμετωπιστεί η οικονομική κατάσταση, η ΕΚΤ αναμένει οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης να αυξήσουν τις εκδόσεις χρέους τους κατά 1 τρισ. ευρώ σε 1,5 τρισ. ευρώ φέτος, με μέσο έλλειμμα προϋπολογισμού 8%. Επιπλέον, η ΕΕ σχεδιάζει να δανειστεί 750 δισ. ευρώ μέσω του νέου ταμείου ανάκαμψής της.
Τα νούμερα αυτά θα μπορούσαν να αυξηθούν περισσότερο, εάν η οικονομική ανάκαμψη είναι υποτονική, προσφέροντας έναν ακόμα λόγο για τον οποίον η ΕΚΤ ίσως θελήσει να αυξήσει την κλίμακα του προγράμματος αγοράς ομολόγων της, σύμφωνα με αναλυτές.
«Εκτιμούμε πως η ΕΚΤ αυτή τη στιγμή αγοράζει χοντρικά τα ίδια ποσά, όσο είναι τα προβλεπόμενα ελλείμματα για πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όμως νομίζουμε πως πολλά από αυτά τα ελλείμματα θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να είναι πολύ υψηλότερα, κάτι που θα απαιτήσει η ΕΚΤ να αυξήσει το μέγεθος των τρεχουσών αγορών της», σύμφωνα με τον Praveen Korapaty, επικεφαλής στρατηγικό αναλυτή επιτοκίων της Goldman Sachs.
Αλλά ακόμα και αν αυξήσει το PEPP, η ΕΚΤ αναμένεται να επαναλάβει το μήνυμά της πως δεν μπορεί να προσφέρει οικονομική ανάκαμψη από μόνη της. Αν και η κα Lagarde αναμένεται να χαιρετίσει το ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ ως ένα σημαντικό βήμα για να μοιραστεί το βάρος της αντιμετώπισης της πανδημίας, ωστόσο έχει επανειλημμένως απευθύνει έκκληση στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να κάνουν περισσότερα για τη δημοσιονομική τόνωση της οικονομίας της περιοχής.
Το νέο ταμείο ανάκαμψης αμβλύνει οριακά μόνο την πίεση στην ΕΚΤ να συνεχίσει να ενεργεί ως το βασικό «ανάχωμα» για την αποτροπή μιας ακόμα χρηματοοικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές.
«Το ταμείο ανάκαμψης φυσικά θα βοηθήσει -αλλά στην πραγματικότητα θα ξεκινήσει μόλις το 2021 και η επίπτωσή του είναι απίθανο να είναι άμεση, καθώς θα φανεί κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών», σύμφωνα με την οικονομολόγο της Allianz, Katharina Utermöhl, που σημειώνει πως η ΕΚΤ θα παραμείνει υπεύθυνη.
© The Financial Times Limited 2020. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation