Δυσκολεύομαι πολύ να ενθουσιαστώ με την κούρσα διαδοχής της Angela Merkel στην καγκελαρία της Γερμανίας. Από τους τρεις πιθανότερους υποψήφιους διαδόχους της, ο ένας το θεωρεί αστείο που οι βιαιότερες καταιγίδες του φετινού έτους είχαν γυναικεία ονόματα. Ο άλλος είναι κρυφός αρνητής της κλιματικής αλλαγής. Και ο τρίτος απεχθάνεται να ακούει κόσμο να μιλά αγγλικά σε εστιατόρια του Βερολίνου.
Ο πρώτος, ο Friedrich Merz, άφησε την πολιτική της πρώτης γραμμής όταν ηττήθηκε από την κα Merkel στην εσωτερική μάχη εξουσίας του 2002. Επέστρεψε πριν από περίπου ένα έτος, και ηττήθηκε από μια άλλη γυναίκα, την Annegret Kramp-Karrenbauer, στη μάχη για την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών.
Ο Armin Laschet, πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, είπε κατά τη διάρκεια talk show πως δεν μπορεί να καταλάβει γιατί η κλιματική αλλαγή έχει καταφέρει να φτάσει στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας. Ο ίδιος μόλις παρήγγειλε τη δημιουργία μιας νέας λιγνιτικής μονάδας ενέργειας.
Ο Jens Spahn, υπουργός Υγείας, είναι ένας υπερσυντηρητικός, η ελκυστικότητα του οποίου περιορίζεται ως επί το πλείστον στα δεξιά του πολιτικού φάσματος -το κοινό στο οποίο απευθύνονται οι εκκλήσεις του να μιλούν μόνο γερμανικά στις καφετέριες της πρωτεύουσας.
Θεωρώ πιο διδακτικό να κοιτάξουμε το μέλλον της γερμανικής πολιτικής με όρους των ζητημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα και των πολιτικών συνδυασμών που μπορεί να σχηματιστούν για να τα αντιμετωπίσουν. Η κα Merkel δεν ήταν οικονομική μεταρρυθμίστρια. Αναμόρφωσε τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων από την πλευρά της προμήθειας, τις οποίες είχε κάνει ο προκάτοχός της.
Οι μελλοντικές γενιές μπορεί να θυμούνται τα χρόνια της Merkel ως μια χρυσή εποχή. Ή μπορεί να δουν τη βασιλεία της ως τη στιγμή που η Γερμανία έχασε το τεχνολογικό της προβάδισμα μέσω μιας λανθασμένης επικέντρωσης των δημοσιονομικών πλεονασμάτων και μιας έλλειψης καινοτομίας. Οι δύο διαφορετικές απόψεις δεν είναι καν ασύμβατες. Οι αυτοκρατορίες αρχίζουν να φθίνουν μόλις φτάσουν στο αποκορύφωμά τους.
Καθώς εισερχόμαστε στην τρίτη δεκαετία του νέου αιώνα, οι μεσαίες βιομηχανικές επιχειρήσεις της Γερμανίας, η «ραχοκοκαλιά» της οικονομίας, εξακολουθούν να παλεύουν με την ψηφιοποίηση. Η χώρα δεν έχει κάνει τις απαραίτητες επενδύσεις στις κινητές τηλεπικοινωνίες. Η Deutsche Telekom, η μεγαλύτερη εταιρεία κινητής τηλεφωνίας της χώρας, τώρα εξαρτάται από τη Huawei για την επόμενη γενιά εξοπλισμού. Η αυτοκινητοβιομηχανία ήταν απροετοίμαστη για τη στροφή στα ηλεκτρικά οχήματα.
Οι αυθόρμητες αποφάσεις της κας Merkel να κλείσει τα πυρηνικά εργοστάσια έχει καταστήσει τη Γερμανία περισσότερο εξαρτώμενη από τα ορυκτά καύσιμα, φέρνοντας τη χώρα σε τροχιά μη επίτευξης των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα. Η Bundeswehr, δηλαδή οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, βρίσκονται σε τέτοια σαραβαλιαμένη κατάσταση, που δεν είναι πλέον κατάλληλες για την προβλεπόμενη χρήση, σύμφωνα με έκθεση του αρμόδιου επιτρόπου της Βουλής για τις ένοπλες δυνάμεις.
Οι αναγνώστες μπορεί να θεωρούν την κα Merkel ως την ηγέτιδα του δυτικού κόσμου. Όμως μέσα στη Γερμανία βλέπουν αλλιώς τα πράγματα. Έρευνα του Ινστιτούτου Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία μάς δίνει μια άλλη άποψη για το ίδιο φαινόμενο. Μεταξύ του 1950 και του 2017, οι ετήσιες αποδόσεις της Γερμανίας από ξένα assets ήταν 2-5 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερες από αυτές των συγκρίσιμων χωρών.
Το ζήτημα δεν είναι μόνο οι χαμηλές αποδόσεις των επενδύσεων, αλλά η έλλειψη διαφοροποίησης που παρέχουν οι επενδύσεις αυτές. Η Γερμανία έχει υπερεπενδύσει στις αναλογικές ή υβριδικές τεχνολογίες του παρελθόντος και οι επενδύσεις της στο εξωτερικό ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό το ίδιο μοτίβο. Η υπερεξειδίκευση έχει καταστήσει τη Γερμανία ευάλωτη στα τεχνολογικά σοκ.
Πάρτε για παράδειγμα την αυτοκινητοβιομηχανία: οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν επενδύσεις σε προηγμένο λογισμικό για να «κλέψουν» στα τεστ εκπομπών ρύπων. Αλλά απέτυχαν να διαφοροποιηθούν και να εισέλθουν την κατάλληλη στιγμή στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και στις τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που οι Γερμανοί απέρριπταν την Tesla ως μια υποκριτική, τυχάρπαστη εταιρεία. Ο Herbert Diess, πρόεδρος της Volkswagen, τώρα λέει πως θέλει να μετατρέψει την VW σε εταιρεία λογισμικού. Αυτό μπορεί μελλοντικά να πετύχει. Αλλά ακόμα και στο καλύτερο σενάριο, οι Γερμανοί αυτοκινητοβιομήχανοι δεν θα ελέγχουν πλέον τις παγκόσμιες αλυσίδες προμηθειών, όπως κάνουν τώρα.
Ο καλύτερος τρόπος για να συνεχίσουν οι πολιτικοί του Βερολίνου θα ήταν ένας ιστορικός συμβιβασμός που θα ενθαρρύνει τις «πράσινες», υψηλής τεχνολογίας επενδύσεις, περιλαμβανομένων αυτών στην αμυντική τεχνολογία, και ο τερματισμός της εμμονής με τα δημοσιονομικά πλεονάσματα. Ο σύνδεσμος μεταξύ της υψηλής τεχνολογίας στρατιωτικής καινοτομίας και των πολιτικών εφαρμογών είναι ένας πόρος που δεν έχει αναπτυχθεί στη Γερμανία.
Ένας συνασπισμός μεταξύ του CDU, του CSU και των Πρασίνων θα μπορούσε να φέρει κάποιες από αυτές τις αλλαγές. Όμως θα απαιτούσε μια επανεξέταση και μια ρήξη με τις τρέχουσες επικρατούσες απόψεις.
Το έργο της διαχείρισης ενός πρώτης τάξεως τεχνολογικού σοκ που δεν έχει αντιμετωπιστεί για πολύ καιρό, είναι σαν να προσπαθείς να βγεις από έναν λαβύρινθο. Συνήθως υπάρχει μία μόνο έξοδος και πολλοί τρόποι για να κολλήσεις.
Αυτοί που νομίζουν πως η κα Merkel δεν έχει προετοιμάσει τη Γερμανία για το μέλλον, πιθανότατα έχουν δίκιο. Αλλά θυμηθείτε πως τα πράγματα θα μπορούσαν επίσης να γίνουν χειρότερα.
© The Financial Times Limited 2020. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation