H αναταραχή της περασμένης εβδομάδας για τον κορωνοϊό ήταν ένα καλό παράδειγμα μιας διελκυστίνδας που εξελίσσεται στις αγορές εδώ και κάποιο καιρό ανάμεσα στο θετικό επενδυτικό κλίμα και τις μακροπρόθεσμες οικονομικές αβεβαιότητες.
Μέχρι τώρα, τουλάχιστον, η κόντρα φαίνεται να λήγει υπέρ της συνέχισης του χρηματιστηριακού ράλι. Αλλά οι επενδυτές πρέπει να αποφασίσουν αν θέλουν μία από τα ίδια, εφαρμόζοντας μια επενδυτική στρατηγική που έχει ως τώρα αποδώσει ή αν θέλουν να αντιμετωπίσουν το ξέσπασμα του ιού ως αυτό που είναι πραγματικά – ένα μεγάλο οικονομικό σοκ το οποίο θα μπορούσε να εκτροχιάσει την παγκόσμια ανάπτυξη και να βγάλει τις αγορές από τη λογική του «αγόρασε στη βουτιά» (buy the dip).
Κατά την έναρξη του 2020, οι επενδυτές ήταν αντιμέτωποι με την πρόκληση της στάθμισης των θετικών βραχυπρόθεσμων τεχνικών στοιχείων με τα αδύναμα θεμελιώδη μεγέθη, τη στιγμή μάλιστα που τα κρατικά ομόλογα προσέφεραν ελάχιστη προστασία δεδομένων των πολύ χαμηλών – και σε κάποιες περιπτώσεις αρνητικών – αποδόσεων στις ανεπτυγμένες χώρες.
Το ξέσπασμα του κορωνοϊού διογκώνει δύο επισφάλειες: τη διαρθρωτικά αδύναμη παγκόσμια ανάπτυξη και τις λιγότερο αποτελεσματικές κεντρικές τράπεζες. Γίνεται όλο και πιο δύσκολο για τις αγορές να αντιμετωπίζουν τέτοιες ευπάθειες σαν να βρίσκονται κάπου μακριά στον ορίζοντα, ειδικά με μια σειρά αβεβαιοτήτων να μην είναι πολύ μακριά, συμπεριλαμβανομένης και της επανεμφάνισης των εμπορικών εντάσεων, της αυξανόμενης συνειδητοποίησης του αντίκτυπου της κλιματικής αλλαγής, των τεχνολογικών σοκ, της πολιτικής πόλωσης και των μεταβαλλόμενων δημογραφικών μεγεθών.
O κλάδος της λιανικής, το εμπόριο και οι μεταφορές καταδεικνύουν αυτό που συμβαίνει στην Κίνα. Τα καταστήματα αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες, με την κίνηση να έχει ουσιαστικά παγώσει, ενώ οι προμηθευτές δυσκολεύονται να μεταφέρουν το εμπόρευμά τους, τόσο εντός, όσο και εκτός της χώρας. Και υπάρχει τεράστια πτώση των μετακινήσεων προς την Κίνα, επιφέροντας ένα ακόμα πλήγμα στην οικονομική δραστηριότητα που έχει ήδη υπονομευτεί από τη μικρότερη εσωτερική μετακίνηση.
Η διακοπή, ουσιαστικά, της οικονομικής δραστηριότητας εξαπλώνεται στο σύνολο της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο, η οποία έχει αξιοσημείωτους τοπικούς και παγκόσμιους δεσμούς. Αποδυναμώνει ριζικά τον τομέα υπηρεσιών της χώρας, σε μια στιγμή μεγάλων προκλήσεων για τη μεταποίηση.
Και με τις δύο μηχανές της ανάπτυξης να έχουν ρετάρει, εσωτερικές και εξωτερικές, η Κίνα θα δυσκολευτεί να κατευθύνει τη μετάβαση της από μια οικονομία μεσαίου εισοδήματος. Η αυξανόμενη πιθανότητα «απότομης επιβράδυνσης» της οικονομίας της χώρας ενέχει τον κίνδυνο μετάστασης και σε άλλες αναδυόμενες ασιατικές οικονομίες με ισχυρούς οικονομικούς και χρηματοοικονομικούς δεσμούς με την Κίνα.
Μια αποδυναμωμένη Κίνα αποτελεί πρόβλημα και για την Ευρώπη, όπου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει στερέψει από πυρομαχικά και οι πολιτικοί δεν έχουν εφαρμόσει ακόμα έναν φιλοαναπτυξιακό πακέτο μέτρων. Και με τον ιό να επηρεάζει τη μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών, υπάρχει αυξημένο ρίσκο μιας πολυετούς διαδικασίας αποπαγκοσμιοποίησης για την οποία δεν είναι προετοιμασμένη ούτε η παγκόσμια οικονομία, ούτε οι αγορές.
Ο κορωνοϊός ενδέχεται επίσης να προκαλέσει διαρθρωτική ρήξη στις αγορές: ήτοι, ένα σοκ τόσο μεγάλο που θα μεταστρέψει ριζικά το κλίμα. Προηγουμένως, οι αγορές βασίζονταν στην πεποίθηση ότι οι κεντρικές τράπεζες ήταν πρόθυμες και ικανές να περιορίσουν τη μεταβλητότητα και να αυξήσουν τις τιμές των στοιχείων ενεργητικού. Αυτό τροφοδοτούσε τον φόβο των επενδυτών ότι θα μείνουν εκτός από ένα φαινομενικά ατελείωτο ράλι.
Μέχρι και την περασμένη Παρασκευή, όταν οι αμερικανικές μετοχές είχα υποχωρήσει περισσότερο από 2%, οι αγορές είχαν την τάση να απαντούν στα sell-off εφαρμόζοντας μια στρατηγική η οποία απέδωσε πολύ καλά το 2019 και τις αρχές του 2020, ακόμα και μετά την επίθεση στη Saudi Aramco και μετά το αμερικανικό χτύπημα που οδήγησε στον θάνατο του κορυφαίου Ιρανού στρατιωτικού. Κατά το προηγούμενο έτος, οι traders και οι επενδυτές αγόραζαν γρήγορα κάθε βουτιά με την πίστη ότι το σοκ θα αποδειχθεί προσωρινό, περιορισμένο και αναστρέψιμο.
Tώρα, το πολυετές χάσμα μεταξύ των ανεβασμένων τιμών των στοιχείων ενεργητικού και των πιο αδύναμων οικονομικών συνθηκών γίνεται διαρκώς λιγότερο βιώσιμο. Η παγκόσμια οικονομία και οι αγορές πλησιάζουν σε ένα σταυροδρόμι. Οι δύο πιθανές πορείες είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους και θα εξαρτηθούν από το πώς θα απαντήσουν οι φορείς άσκησης πολιτικής. Η μία περιλαμβάνει ύφεση, χρηματοπιστωτική αστάθεια και ακόμα μεγαλύτερη ασάφεια στο πολιτικό πεδίο. Η άλλη, μια αναπτυξιακή ώθηση η οποία δικαιολογεί τις ανεβασμένες τιμές των στοιχείων ενεργητικού και ανοίγει τον δρόμο για πιο εποικοδομητική πολιτική.
Αν οι επενδυτές συνεχίσουν να «αγοράζουν στη βουτιά», θα πρέπει να το κάνουν με τρόπο που να δείχνει προτίμηση σε εκδότες υψηλότερης ποιότητας με υγιείς ισολογισμούς. Θα έπρεπε επίσης να αποφύγουν να ανταλλάξουν αμερικανικά στοιχεία ενεργητικού για να αποκτήσουν πιο διεθνή έκθεση, η οποία – αν και προσφέρει υψηλότερες αποδόσεις – είναι λιγότερο ανθεκτική στην παγκόσμια οικονομική αδυναμία.
Οι υπόλοιποι, που πιθανότατα είναι και η πλειονότητα των επενδυτών, θα έπρεπε να αναλογιστούν ότι αυτό το τελευταίο σοκ στα θεμελιώδη μεγέθη μπορεί να αποδειχθεί αρκετά ισχυρό για να ταρακουνήσει για ένα διάστημα το θετικό κλίμα που έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτό το ιστορικό χρηματιστηριακό ράλι.
Δεδομένου ότι οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες του ιού δεν έχουν απορροφηθεί ακόμα από τις αγορές, οι επενδυτές πρέπει να είναι ακόμα πιο προσεκτικοί για πιθανές επισφάλειες στα χαρτοφυλάκια τους, με τη μορφή του κινδύνου μετοχών και ρευστότητας.
© The Financial Times Limited 2020. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation