Αν είναι αλήθεια πως ο Μάριο Ντράγκι έσωσε την ευρωζώνη, τότε θα πρέπει να είναι αλήθεια και πως η ευρωζώνη θα εξαρτάται από τους μελλοντικούς προέδρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να κάνουν το σωστό, τη σωστή στιγμή. Από τότε που ξέσπασε η κρίση, τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης έχουν προσθέσει μερικά εργαλεία πολιτικής. Όμως η ΕΚΤ παραμένει κρίσιμης σημασίας για τη συνοχή, αν όχι την επιβίωση, της ευρωζώνης.
Η Κριστίν Λαγκάρντ, η διάδοχος του κ. Ντράγκι, λανσάρισε την περασμένη εβδομάδα μια επανεξέταση στρατηγικής. Κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, η ΕΚΤ θα βάλει στο τραπέζι ολόκληρη τη στρατηγική της στη νομισματική πολιτική και, δυστυχώς, πολλά περισσότερα.
Προσωπικά δεν με απασχολεί αν οι ψήφοι του διοικητικού συμβουλίου θα πρέπει να δημοσιοποιηθούν ή το ποιος γράφει τις εισαγωγικές σημειώσεις της προέδρου. Δεν βλέπω αποδεικτικά στοιχεία πως αν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες αναλάβουν ισχυρότερο ρόλο, αυτό θα οδηγήσει σε καλύτερη πολιτική. Πολλή συζήτηση γίνεται επίσης για την επικοινωνία. Όταν δεν αρέσει στους Γερμανούς η πολιτική, αυτό δεν οφείλεται στο ότι η ΕΚΤ δεν κατάφερε να τους την εξηγήσει.
Η ΕΚΤ θα πρέπει αντιθέτως να επικεντρωθεί σε αυτό που έχει σημασία: στον στόχο της πολιτικής και στα εργαλεία που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξή του.
Υπό την ευρωπαϊκή νομοθεσία, ο πρωταρχικός στόχος της ΕΚΤ είναι να τηρεί τη σταθερότητα τιμών. Η έλλειψη ακρίβειας στη διατύπωση αυτή ήταν εσκεμμένη. Υποτίθεται πως θα έδινε στους κεντρικούς τραπεζίτες περιθώριο ερμηνείας και ελιγμού -ενός περιθωρίου που η ΕΚΤ επέλεξε να μην αξιοποιήσει. Στα τέλη του 1998, η ΕΚΤ υιοθέτησε το πρώτο της καθεστώς ως προς τον στόχο για τον πληθωρισμό. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον τροποποίησε σε ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού κοντά στο 2%, αλλά χαμηλότερο αυτού.
Η ιδέα του στόχου για τον πληθωρισμό ήταν σχετικά καινούρια την περίοδο εκείνη. Βασιζόταν σε ένα αναλυτικό πλαίσιο και έγινε δημοφιλής στη μακροοικονομική τη δεκαετία του 1980. Υπέθετε πως ο κόσμος δρα λογικά και πως οι χρηματαγορές έχουν καλή συμπεριφορά. Υποψιάζομαι πως οι περισσότεροι αναγνώστες έχουν σχηματίσει δική τους γνώμη για τις υποθέσεις αυτές. Όμως μπορεί να εκπλαγείτε αν μάθετε πως πολιτικές που βασίζονται στις υποθέσεις αυτές εξακολουθούν να ισχύουν. Μια από αυτές είναι και η στόχευση για τον πληθωρισμό.
Η ερευνητική ομάδα της ΕΚΤ εξέδωσε πρόσφατα ένα συναρπαστικό έγγραφο εργασίας 300 σελίδων, το οποίο αφορά άμεσα τη συζήτηση αυτή. Στόχος του ήταν να ρίξει κάποιο φως στις επιτυχίες και αποτυχίες των πολιτικών της ΕΚΤ τα τελευταία 20 χρόνια. Το έγγραφο επιχειρεί να διαπιστώσει το πώς έχουν επηρεάσει την οικονομία οι πολιτικές της ΕΚΤ. Το αποτέλεσμα-έκπληξη ήταν πως η επίπτωση στον πληθωρισμό ήταν μικρότερη απ’ όσο πιστευόταν προηγουμένως, όμως η επίπτωση στην οικονομική ανάπτυξη ήταν μεγαλύτερη.
Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν πως μια πολιτική που βασίζεται μόνο στη στόχευση για τον πληθωρισμό δεν είναι και πολύ αποτελεσματική σε τέτοιες εποχές. Ο στόχος που θα προτιμούσα εγώ θα βασιζόταν στο ονομαστικό ΑΕΠ, την οικονομική δραστηριότητα που μετράται σε πραγματικές τιμές ευρώ. Σκεφτείτε το σαν μια μετρική τόσο της οικονομικής δραστηριότητας όσο και του πληθωρισμού.
Ξέρω πως υπάρχουν προβλήματα με τη διαθεσιμότητα των δεδομένων για το ονομαστικό ΑΕΠ. Αν όμως λυθούν, το πλαίσιο θα μπορούσε να δώσει περισσότερη ευελιξία στην ΕΚΤ. Δεν θα ήταν μια πολιτική κατά το δοκούν ή, όπως την αποκαλούν οι οικονομολόγοι, μια πολιτική που θα βρίσκεται στην ευχέρεια του καθενός. Είναι λιγότερο αυστηρή απ’ όσο η άμεση στόχευση του πληθωρισμού, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί ένα επίσημο πλαίσιο.
Από πολλές απόψεις, τώρα είναι μια καλή στιγμή για να εγκαταλειφθεί ο στόχος του πληθωρισμού. Κατ’ αρχάς, ούτε οι εργοδότες ούτε οι εργαζόμενοι πιστεύουν πια σ’ αυτόν. Κανένας δεν χρησιμοποιεί τον στόχο του 2% στις διαπραγματεύσεις για τους μισθούς.
Η στόχευση για τον πληθωρισμό θα περιόριζε τις επιλογές πολιτικής της ΕΚΤ με δυνητικά καταστροφικούς τρόπους -για παράδειγμα, αν αυξανόταν ο πληθωρισμός, αλλά η οικονομία παρέμενε αδύναμη. Έτσι, η κα Λαγκάρντ θα δεχόταν πιέσεις για να βάλει τέλος στην ποσοτική χαλάρωση και να αύξανε τα επιτόκια πρόωρα. Η στόχευση του πληθωρισμού ήταν αποτελεσματική για τον κ. Ντράγκι, εν μέρει διότι ο ίδιος στάθηκε τυχερός. Χωρίς μια ξαφνική κατάρρευση του πληθωρισμού, δεν θα υπήρχε το QE.
Ένας πιο ευέλικτος στόχος πολιτικής θα αντιμετώπιζε επίσης την ανησυχία πως μπορεί η κεντρική τράπεζα να «ξεμένει από πυρομαχικά». Η έρευνα της EKT δείχνει πως η πολιτική επηρεάζει την ανάπτυξη. Η τράπεζα, εάν ήθελε, θα μπορούσε να τονώσει τις πράσινες επενδύσεις, κάτι που βρίσκεται στην ατζέντα της επανεξέτασης. Πιθανότατα η λιγότερο αμφιλεγόμενη απόφαση θα ήταν να αγοραστούν «πράσινα» ομόλογα από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Η ΕΚΤ θα μπορούσε επίσης να αγοράσει «πράσινα» ομόλογα από τον ιδιωτικό τομέα, ή να δώσει κίνητρα στις τράπεζες να δανείζουν σε «πράσινα» projects. Αυτό θα ήταν το εύκολο. Αλλά θα μπορούσαν να κάνουν πολλά περισσότερα, αν ήθελαν.
Θα απηύθυνα έκκληση στην ΕΚΤ να σκεφτεί σοβαρά το ζήτημα αυτό. Η τελευταία επανεξέταση πολιτικής έγινε το 2003. Η επόμενη επιλογή της θα καθορίσει την πολιτική της για μακρύ χρονικό διάστημα. Αν κάνει λάθος, δεν θα βοηθήσει καμία στρατηγική επικοινωνίας.
© The Financial Times Limited 2020. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation