«Η συζήτηση είναι πάντα καλύτερη από τον πόλεμο».
Τα λόγια αυτά του πρώην Βρετανού πρωθυπουργού Χάρολντ Μακμίλαν (τα οποία εσφαλμένα αποδίδονται στον Ουίνστον Τσόρτσιλ) είναι η σωστή απάντηση για την «πρώτη φάση» της εμπορικής συμφωνίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα.
H συμφωνία έχει τεράστια σφάλματα, ηθελημένα και αθέλητα. Η σύγκρουση απέχει πολύ από το να επιλυθεί. Οι στόχοι των ΗΠΑ συνεχίζουν να είναι ασαφείς και συγκεχυμένοι. Αλλά οι δύο υπερδυνάμεις κατέληξαν τουλάχιστον σε συμφωνία. Στον πρόλογο της συμφωνίας αναφέρεται μέχρι και ότι «είναι προς το συμφέρον και των δύο χωρών να αναπτυχθεί το εμπόριο». Πρόκειται για ανακωχή, όχι για ειρήνη. Αφήνει άθικτο ένα μεγάλο βαθμό εμπορικής προστασίας. Αλλά και πάλι μια ανακωχή είναι ευπρόσδεκτη.
H συμφωνία καλύπτει τα πεδία της πνευματικής ιδιοκτησίας, της «αναγκαστικής» μεταφοράς τεχνολογίας, της γεωργίας, της πρόσβασης στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και της χειραγώγησης του νομίσματος. Περιλαμβάνει επίσης τη δέσμευση του Πεκίνου να «εισάγει διάφορα αμερικανικά αγαθά και υπηρεσίες τα δύο επόμενα χρόνια, με το συνολικό ποσό να υπερβαίνει τις ετήσιες εισαγωγές αυτών των αγαθών και υπηρεσιών από την Κίνα το 2017 κατά τουλάχιστον $200 δισ.». Τούτο σημαίνει διπλασιασμό των εισαγωγών. Η συμφωνία περιλαμβάνει επίσης και ένα αυστηρό διμερές σύστημα επίλυσης διαφωνιών. Τέλος, η συμφωνία αφήνει άθικτο το μεγαλύτερο μέρος των δασμών που επέβαλαν οι ΗΠΑ, ενώ δεν επιβάλλει -ή ίσως απλά αναστέλλει- επιπρόσθετους δασμούς.
Σημειώστε ότι οι περισσότερες κινεζικές πολιτικές που επιβάλλει η συμφωνία έχουν τεθεί ήδη σε ισχύ. Όπως σημειώνει στο Foreign Affairs ο Γουεϊτζάν Σαν, ένας καλά πληροφορημένος επενδυτής, η Κίνα είχε αρχίσει να άρει τους περιορισμούς στην ξένη ιδιοκτησία, συμπεριλαμβανομένων και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Έχει ενισχύσει νόμους που προστατεύουν την πνευματική ιδιοκτησία. Και η Κίνα έχει επίσης εδώ και καιρό σταματήσει να χειραγωγεί το νόμισμά της. Στα πεδία αυτά, οι ΗΠΑ απλώς σπρώχνουν μια ήδη ανοικτή πόρτα ή τουλάχιστον μία που θέλει να ανοίξει και η ίδια η Κίνα, για το δικό της συμφέρον. Τα αποτελέσματα θα είναι καλά για την οικονομία της Κίνας.
H συμφωνία δεν καλύπτει τα μεγαλύτερα αγκάθια στις σχέσεις των δύο χωρών, συγκεκριμένα την κλοπή εμπορικών μυστικών στον κυβερνοχώρο, τις επιδοτήσεις στη βιομηχανία και γενικότερα το πρόγραμμα Made in China 2025, το οποίο έχει σαν στόχο να αναβαθμίσει τεχνολογικά την κινεζική οικονομία. Εκτός συμφωνίας βρίσκονται και οι διαφωνίες που αφορούν την τεχνολογική αλληλεξάρτηση, ιδίως για τη Huawei, και τις εφοδιαστικές αλυσίδες που περιλαμβάνουν κινεζική παραγωγή σε τομείς που θεωρούνται ευαίσθητοι για την ασφάλεια των ΗΠΑ.
Πρόκειται συνεπώς για μερική συμφωνία. Είναι επίσης ελλιπής. Το πιο σημαντικό μειονέκτημα βρίσκεται στην καρδιά της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ: τoν πόθο της για ποσοτική διαχείριση του εμπορίου.
H βασική κατεύθυνση της συμφωνίας αυτής είναι προς το άνοιγμα την αγορών και την ελεύθερη λειτουργία τους, συμπεριλαμβανομένων και των νομισματικών αγορών. Κάποιος μπορεί να διαφωνεί (εγώ θα διαφωνούσα) με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται, ιδίως με τους διμερείς δασμούς που η νομιμότητά τους με βάση τους κανονισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου δεν είναι καθόλου βέβαιη. Αλλά τουλάχιστον οι στόχοι ευθυγραμμίζονται με τη μακροχρόνια πολιτική των ΗΠΑ.
Αλλά στη συνέχεια βλέπουμε μια απίστευτη δέσμευση για αγορές αμερικανικών αγαθών και υπηρεσιών από την Κίνα σε συγκεκριμένες ποσότητες. Αυτό είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσει τον ρόλο του κράτους στην οικονομία της Κίνας. Είναι βέβαιο επίσης ότι θα αναγκάσει το Πεκίνο να μειώσει το συνολικό εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ μειώνοντας τα διμερή του ελλείμματα. Αυτό εκτός από αστείο είναι και επικίνδυνο.
Επιπλέον, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης, το συνολικό αμερικανικό έλλειμμα είναι μεγαλύτερο, σε σχέση με το ΑΕΠ, από όταν ορκίστηκε πρόεδρος ο κ. Τραμπ. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη: το εμπορικό ισοζύγιο δεν καθορίζεται από την εμπορική πολιτική. Eίναι μεγάλο λάθος να πιστεύει κανείς το αντίθετο.
Oύτε είναι το μόνο μεγάλο ελάττωμα. Ένα άλλο είναι πως η συμφωνία αυτή δεν μπορεί να βάλει τέλος στην αβεβαιότητα. Ως εκ τούτου, αν κατά την εκτίμηση των ΗΠΑ η Κίνα δεν τηρήσει τις υποχρεώσεις της, θα λάβουν δράση κατά του Πεκίνου και στην έσχατη περίπτωση, αυτό μπορεί να βάλει τέλος στη συμφωνία.
Αλλά υπάρχει μια πιο βασική ανησυχία. Οι ΗΠΑ δεν γνωρίζουν τι είναι αυτό που θέλουν να επιτύχουν όσον αφορά την Κίνα. Τούτη η εμπορική συμφωνία αφορά κυρίως το άνοιγμα της ασιατικής χώρας και τη μετατροπή της σε μια πιο φυσιολογική οικονομία της αγοράς. Αυτό θα ενίσχυε την κινεζική ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία, ενώ θα καθιστούσε την παγκόσμια οικονομία πιο ανταγωνιστική. Αλλά η συμφωνία αποσκοπεί και στη διαχείριση του εμπορίου, το οποίο είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσει τον ρόλο του κινεζικού κράτους. Σε άλλους τομείς -κυρίως στην τεχνολογία και στις επενδύσεις στις ΗΠΑ-, ο στόχος είναι ξεκάθαρα η οικονομική αποσύνδεση από την Κίνα. Σύνδεση; Διαχείριση; Αποσύνδεση; Η αναστάτωση αυτή αντανακλά τη μόνιμη αμερικανική σύγχυση.
Δεν είναι βέβαια αυτός ο μόνος λόγος που θα συνεχιστεί η αβεβαιότητα για το εμπόριο, αν και μπορεί να είναι ο πιο σημαντικός. Όπως αναμένεται, το επόμενο στάδιο στους εμπορικούς πολέμους της κυβέρνησης Τραμπ θα είναι μια επίθεση στις εμπορικές πρακτικές της Ε.Ε. Οι ΗΠΑ κατέληξαν πρόσφατα σε συμφωνία με την Ε.Ε. και την Ιαπωνία για την ανάγκη πιο αυστηρών κανονισμών στις επιδοτήσεις, στοχεύοντας κατά της Κίνας. Aυτό δεν θα έχει ιδιαίτερο νόημα, χωρίς έναν μηχανισμό επιβολής. Αλλά οι ΗΠΑ έχουν συνάμα εξουδετερώσει τη διαδικασία επίλυσης διαφωνιών του Π.Ο.Ε., κάτι που μπορεί μόνο να αυξήσει την αβεβαιότητα και να υπονομεύσει τις προσπάθειες αναβάθμισης των κανονισμών του Π.Ο.Ε.
Είναι πραγματικά κρίμα που οι ΗΠΑ έχουν ουσιαστικά βγάλει το ζήτημα της Κίνας εκτός Π.Ο.Ε. Όπως επισημαίνει ο Πολ Μπλουστάιν στο έξοχο βιβλίο του «Σχίσμα», υπήρχαν βιώσιμες εναλλακτικές. Εντούτοις, η συνέχιση της κόντρας ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις φαίνεται πλέον αναπόφευκτη. Η συμφωνία σε εφαρμόσιμους εμπορικούς κανόνες μπορεί είναι εφικτή, αν και δύσκολη, σε κάποιους τομείς. Αλλά η Κίνα δεν θα αποδεχτεί ποτέ να συμφωνήσει σε μόνιμη οικονομική και τεχνολογική κατωτερότητα. Αν το τελευταίο αποτελεί τον κύριο στόχο των ΗΠΑ, τότε πρόκειται για το πρώτο στάδιο μιας πολύ μακράς σύγκρουσης.
Ίσως να μπορούμε να καλωσορίσουμε μια μερική ανακωχή σαν αυτήν. Αλλά ο πόλεμος αναμένεται να συνεχιστεί επ’ αόριστον.
© The Financial Times Limited 2020. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation