Για αιώνες, η Μέση Ανατολή κυριαρχείται από ξένες δυνάμεις. Mετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ακολούθησε ένας αιώνας στον οποίο τα δυτικά έθνη – πρώτα η Βρετανία και η Γαλλία, στη συνέχεια οι ΗΠΑ – ήταν οι πιο ισχυροί εξωτερικοί παράγοντες.
Αλλά αυτή η εποχή της αμερικανικής κυριαρχίας φτάνει πλέον στο τέλος της.
Ένα «τιτίβισμα» του Ντόναλντ Τραμπ την επομένη των Χριστουγέννων φανερώνει την συρρίκνωση της επιρροής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή: «Η Ρωσία, η Συρία και το Ιράν θανατώνουν ή ετοιμάζονται να θανατώσουν, χιλιάδες αθώους αμάχους στην Επαρχία Ιντλίμπ. Μην το κάνετε!». Πίσω από τη μοιρολατρία του προέδρου για τη Συρία βρίσκεται η ραγδαία υποχώρηση της ικανότητας και της προθυμίας των ΗΠΑ να διαμορφώσουν τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή – αφήνοντας ένα κενό το οποίο καλύπτεται από άλλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Τουρκία.
Φυσικά, αν οι Αμερικανοί δεχθούν πρόκληση μπορούν και θα απαντήσουν δυναμικά. Οι βομβιστικές επιθέσεις των ΗΠΑ σε πολιτοφυλακές στηριζόμενες από το Ιράν στα σύνορα του Ιράκ με τη Συρία αυτό το Σαββατοκύριακο είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Αλλά από τον Λευκό Οίκο φαίνεται να έχει εξαφανιστεί κάθε διάθεση για ευρύτερες στρατηγικές κινήσεις στη Μέση Ανατολή.
Μόλις το 2011, οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία οργάνωσαν στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη η οποία οδήγησε στην ανατροπή του καθεστώτος του Καντάφι, ενώ η Ρωσία έμεινε άπραγη στο περιθώριο. Ωστόσο, η απροθυμία της Δύσης να διαχειριστεί τα μεθεόρτια στη Λιβύη – ή να εμπλακεί σοβαρά στη Συρία – άφησε ένα άνοιγμα στη Μόσχα για να παρέμβει. Η αναπάντεχη επέμβαση της Ρωσίας στη Συρία το 2015 αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό στη Δύση. Αλλά οι ρωσικές δυνάμεις με μια δυναμική εκστρατεία έχουν βοηθήσει το καθεστώς του Άσσαντ να ανακτήσει τον έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας – με την επίθεση στην Ιλντίμπ να ανοίγει τον δρόμο για ουσιαστική νίκη.
Δύο γεγονότα τους τελευταίους μήνες φαίνεται να έχουν επιταχύνει ραγδαία την εξασθένιση της ισχύος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Τον Σεπτέμβριο, ιρανικοί πύραυλοι χτύπησαν τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Saudi Aramco. Από τη στιγμή που η Σαουδική Αραβία είναι ένας από τους πιο στενούς συμμάχους των ΗΠΑ, οι περισσότεροι ανέμεναν ότι οι ΗΠΑ θα απαντούσαν σε στρατιωτικό επίπεδο. Αλλά η κυβέρνηση Τραμπ δεν έκανε τίποτα.
Τον επόμενο μήνα, ο κ. Τραμπ ανακοίνωσε την απομάκρυνση των Αμερικανών στρατιωτών από τη Συρία. Σε μια συμβολική κίνηση, ρωσικές δυνάμεις προχώρησαν άμεσα στην κατάληψη εγκαταλελειμμένων αμερικανικών βάσεων, με τηλεοπτικούς ρεπόρτερ να στέλνουν απίστευτα βίντεο, περικυκλωμένοι από κατεστραμμένο αμερικανικό εξοπλισμό. Oι ΗΠΑ δεν εγκατέλειψαν μόνο τις βάσεις τους, αλλά και τους Κούρδους συμμάχους τους, αφήνοντας τους στο έλεος μιας τουρκικής στρατιωτικής επιχείρησης.
H αμερικανική αποχώρηση έχει ενισχύσει περαιτέρω τη Ρωσία και το Ιράν, ενώ έχει αναγκάσει τους συμμάχους των ΗΠΑ να ξανασκεφτούν τη σχέση τους με την Ουάσιγκτον. Η Ρωσία, το Ιράν και η Κίνα μόλις πραγματοποίησαν τις πρώτες κοινές ναυτικές ασκήσεις στον Κόλπο του Ομάν, μια θαλάσσια περιοχή όπου κυριαρχεί παραδοσιακά ο πέμπτος αμερικανικός στόλος και είναι κρίσιμη για την παγκόσμια ροή πετρελαίου.
Ρώσοι «μισθοφόροι», με διασυνδέσεις με το Κρεμλίνο, έχουν παρέμβει επίσης στη Λιβύη για να στηρίξουν τις δυνάμεις ανταρτών του στρατηγού, Χαλίφα Χαφτάρ, αυξάνοντας δυνητικά την επιρροή της Μόσχας στο πετρέλαιο της χώρας και στις μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη.
Στη Λιβύη, όπως και στη Συρία, φαίνεται πλέον πως τουρκικές δυνάμεις θα επέμβουν στο πλευρό της αντίθετης πλευράς από αυτή την οποία στηρίζουν οι Ρώσοι. Ωστόσο, αυτή η σύγκρουση μέσω αντιπροσώπων δεν έχει εμποδίσει την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας.
Οι Τούρκοι δεν είναι η μοναδική περιφερειακή δύναμη που κοιτάει με αυξημένο ενδιαφέρον προς τη Μόσχα. Στον απόηχο της αδράνειας της κυβέρνησης Τραμπ για την Αramco και τη Συρία, ο κ. Πούτιν πραγματοποίησε επιτυχημένη επίσκεψη στη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, παρακινώντας τον πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Ζαγιέντ, τον de facto ηγέτη των Η.Α.Ε., να ανακοινώσει ότι θεωρεί τη Ρωσία το δεύτερο σπίτι του.
Ο κ. Τραμπ και οι υποστηρικτές τους επιδεικνύουν αδιαφορία για αυτόν τον περιορισμό της επιρροής των ΗΠΑ. Μετά τις πανωλεθρίες στους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, οι Αμερικανοί είναι εύλογα επιφυλακτικοί απέναντι στο ενδεχόμενο νέας στρατιωτικής εμπλοκής στην περιοχή.
Σε ένα ακόμα πρόσφατο «τιτίβισμα», ο Αμερικανός πρόεδρος ανέφερε ότι όλοι είναι ευπρόσδεκτοι να βοηθήσουν τους Κούρδους, ακόμα και ο «Ναπολέων Βοναπάρτης», προσθέτοντας ότι «είμαστε 7.000 μίλια μακριά».
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι οποίες είναι πολύ πιο κοντά στη Μέση Ανατολή, δεν έχουν την πολυτέλεια να είναι τόσο άνετες. Αλλά η πολιτική τους στην περιοχή είναι ακόμα πιο παθητική και εσωστρεφής από αυτή των ΗΠΑ. Όταν ο κ. Τραμπ ανακοίνωσε την αποχώρηση από τη Συρία, η Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ, η υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, άφησε να εννοηθεί ότι οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να εξετάσουν το ενδεχόμενο να αναπτύξουν στρατιωτική δύναμη. Η ιδέα δεν βρήκε, πάντως, ανταπόκριση.
Αντίθετα, οι χώρες της Ε.Ε. παρακολουθούν την προώθηση των ρωσικών και συριακών δυνάμεων με ένα μείγμα φρίκης για τις ανθρωπιστικές επιπτώσεις και τρόμου για τη νέα ροή προσφύγων οι οποίοι θα κατευθύνονται σύντομα προς την Ευρώπη. Ήδη 235.000 περίπου άτομα έχουν διαφύγει από την περιοχή του Ιντλίμπ, πέρα από τα εκατομμύρια που έχουν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της Συρίας και τα 4 εκατομμύρια προσφύγων στην Τουρκία. Οι Ευρωπαίοι είναι επίσης θορυβημένοι ότι οι ισλαμιστές μαχητές μπορεί πολύ σύντομα να επιστρέψουν πίσω στη Δυτική Ευρώπη.
Μακροπρόθεσμα, ακόμα και οι ΗΠΑ μπορεί να πληρώσουν τίμημα που σπατάλησαν με τόση ευκολία την περιφερειακή τους επιρροή. Όπως μας έχει δείξει ο περασμένος αιώνας, η αναταραχή στη Μέση Ανατολή και στην Ευρώπη έχει πάντα τον τρόπο να διασχίζει τελικά τον Ατλαντικό Ωκεανό.
© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation