Οι αντιδράσεις κατά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε βασικές οικονομίες της ευρωζώνης που τρέχουν πλεονάσματα -πάνω απ’ όλες η Γερμανία- δεν δείχνουν να καλμάρουν. Η τελευταία φάση άρχισε με μια ασυνήθιστη λεκτική αντίθεση στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στην επανέναρξη των αγορών ομολόγων και συνεχίστηκε με ένα καταιγισμό κριτικής από γνωστούς συνταξιούχους κεντρικούς τραπεζίτες που είχαν την ευθύνη όταν δημιουργήθηκε το ευρώ.
Στη Γερμανία η συζήτηση δείχνει να φτάνει σε… σημείο βρασμού ακόμα και μεταξύ ακαδημαϊκών και αναλυτών. Η Handelsblatt μετέδωσε για μια «περίεργη» διάσκεψη στην οποία η κριτική στην ΕΚΤ έφτασε τόσο εκτός ελέγχου ώστε να αναγκαστεί να επέμβει ο οικοδεσπότης (ο τελευταίος, σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα, ήταν ο Volker Wieland, μέλος του Γερμανικού «Council of Economic Experts», του οποίου η ετήσια έκθεση για την οικονομία της χώρας μόλις εκδόθηκε, με ενδιαφέρουσες διαφωνίες για την κυκλική πολιτική και την ανισότητα).
Η κριτική κατά της ΕΚΤ έρχεται από δυο εντελώς διαφορετικές κατηγορίες. Από τη μια πλευρά, από μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που διαφωνούν με την επανέναρξη του προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης», παρότι συμφωνούν ότι ένα νέο πακέτο τόνωσης ήταν δικαιολογημένο. Αυτή είναι μια λογική διαφωνία, παρότι η δημόσια φύση της κριτικής ήταν αιχμηρή για την παράδοση της ΕΚΤ. Αυτές είναι, παρά τον θόρυβο, διαφωνίες για το εύρος (έγγραψα τον Σεπτέμβριο γιατί πιστεύω ότι ακόμα και τα «γεράκια» θα έπρεπε να υποστηρίξουν ένα στιβαρό πακέτο στήριξης).
Από την άλλη πλευρά, η κριτική από έξω, ειδικά από τη Γερμανία, ρίχνει τα πυρά της στην συνολική κατεύθυνση που έχει πάρει η ΕΚΤ, απορρίπτοντας την βασική άποψη περί νομισματικής πολιτικής που την υποστηρίζει και οι αντιρρήσεις είναι πολιτικές, τουλάχιστον όσο και οικονομικές.
Η σελίδα του editorial των Financial Times έχει δυο φορές σε ένα μήνα προειδοποιήσει γι’ αυτή την ακραία επιθετικότητα, πρώτα με ένα άρθρο που υπερασπίζεται την ΕΚΤ έναντι της ασυνήθιστης επίθεσης από την προηγούμενη γενιά κεντρικών τραπεζιτών, και εν συνεχεία καλώντας τους υπεύθυνους Γερμανούς πολιτικούς να αποφύγουν την βρετανική ασθένεια του ψεύτικου ευρωσκεπτικισμού.
Από εδώ θέλω να απαντήσω σε κάποιες από τις ευρύτερες επιθέσεις κατά της χαλαρής νομισματικής πολιτικής, εν μέρει διότι ακούγονται επίσης στις ΗΠΑ και σε άλλες οικονομίες. Η Handelsblatt μετέδωσε ότι ένα ευρύτερο πεδίο συμφωνίας μεταξύ των επικριτών ήταν ότι τα διαρκή χαμηλά επιτόκια δημιουργούν «εταιρείες ζόμπι» με τόσο χρέος σε σχέση με τα κέρδη, που σε ένα πιο «κανονικό» χρηματοπιστωτικό περιβάλλον θα είχαν βγει εκτός αγοράς και θα είχαν απελευθερώσει το εργατικό και οικονομικό τους κεφάλαιο σε περισσότερο παραγωγικούς επιχειρηματίες. Με αυτό τον τρόπο, για την αδύναμη αύξηση της παραγωγικότητας κατηγορούνται τα χαμηλά, πόσο μάλλον τα αρνητικά, επιτόκια που καθυστερούν την φυσική διαδικασία της δημιουργικής καταστροφής.
Η «οικονομία ζόμπι» δεν είναι μια αφελής ανησυχία, είναι ένα πραγματικό πρόβλημα και έχει καταγραφεί από τον ΟΟΣΑ και την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών. Η αντίληψη, όμως, ότι για να ξεφορτωθούμε τα ζόμπι θα πρέπει να αυξηθούν τα επιτόκια δεν είναι λογική. Σίγουρα, με τα υψηλότερα κόστη εξυπηρέτησης χρέους θα μπορούσαμε να ξεφορτωθούμε τα ζόμπι, αλλά θα ξεφορτωθούμε και καλές (αλλά με υψηλό χρέος) εταιρείες, αλλά και θα καταστήσουμε δυσκολότερο το ξεκίνημα νέων επιχειρηματιών.
Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι θα πρέπει να φορολογηθούν περισσότερο οι επιχειρήσεις, ώστε να είναι δυσκολότερο να επιβιώσουν τα «ζόμπι». Μια καλύτερη οπτική είναι να σκεφτούμε πως τα χαμηλά επιτόκια και οι χαμηλοί φόροι είναι σημαντικά για να αναπτυχθούν νέες παραγωγικές επιχειρήσεις και ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα «ζόμπι» όχι κάνοντας την ζωή των επιχειρήσεων δυσκολότερη για άλλους αλλά αναγκάζοντας τις τράπεζες να δείξουν λιγότερη ανεκτικότητα στα δάνεια που στηρίζουν τα «ζόμπι». Αυτό με τη σειρά του απαιτεί οι ρυθμιστικές αρχές να είναι πιο σκληρές με τις τράπεζες που «σέρνουν τα βήματά τους» σε ότι αφορά την αναγνώριση ζημιών για κακά δάνεια, και γι’ αυτό η ΕΚΤ σε μεγάλο βαθμό υπήρξε μέρος της λύσης, όχι του προβλήματος.
Ένα άλλο μεγάλο παράπονο φαίνεται πως είναι η στόχευση της ΕΚΤ σε πληθωρισμό που θα είναι κάτω αλλά κοντά στο 2%, κάτι που οι προηγούμενοι κεντρικοί τραπεζίτες υποστηρίζουν ότι συνιστά πρόσφατη de facto αλλαγή στον ορισμό. Προσθέτουν ότι υιοθετώντας ένα συμμετρικό στόχο 2%, κάτι που τώρα συζητείται, εγκαταλείπεται η πολιτική εστίασης στη σταθερότητα των τιμών. Η ένσταση συνάδει με την άποψη ότι προσπαθώντας να αυξήσει τον πληθωρισμό προς το 2% αντί να τον αφήσει να παρασυρθεί αρκετά χαμηλότερα, η ΕΚΤ παραβιάζει την νομική εντολή της, αντί να την εκπληρώνει.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο γνώμης αυτός η παραπάνω ένσταση για την εντολή της ΕΚΤ και πως επιχειρήθηκε να καλυφθεί αντικρούστηκε διεξοδικά από τον Jean-Claude Trichet, τον επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας από το 2003 έως το 2011.
Αυτές οι κατηγορίες (και άλλες ακόμα λιγότερο λογικές) έχουν πλήρως απαξιωθεί στα μάτια των περισσότερο ενημερωμένων παρατηρητών. Γιατί απλά συνεχίζουν να επανεμφανίζονται και να γίνονται ακόμα ποιο επιθετικές;
Μια εξήγηση μπορεί να βρεθεί σε μια έρευνα από τους οικονομολόγους Ethan Ilzetzki, Carmen Reinhart και Kenneth Rogoff. Βρήκαν ότι από την δημιουργία του ευρώ έως περίπου το 2011 ή λίγο αργότερα η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ ήταν πιο κοντά σε αυτό που θα περίμενε κάποιος από μια κεντρική τράπεζα με στόχο την σταθεροποίηση του γερμανικού πληθωρισμού αντί (όπως στη νομική εντολή της) αυτού της ευρωζώνης.
Μόνο πιο πρόσφατα τα επιτόκια της ΕΚΤ κινήθηκαν για να ευθυγραμμιστούν με μια πολιτική που στοχεύει συνολικά στην ευρωζώνη, αντί στην σταθερότητα τιμών στη Γερμανία. Αυτή η στροφή, φυσικά, συμπίπτει με την αύξηση των επικρίσεων, ειδικά στη Γερμανία.
Είναι δύσκολο να αποφύγεις το συμπέρασμα ότι η κριτική αντανακλά αυτούς που ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν με την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, αλλά έμειναν σιωπηλοί όσο ο βασικός θεσμός της Ενωσης λειτουργούσε για το συμφέρον της Γερμανίας αντί το συλλογικό.
© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation