Καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ετοιμάζεται να επανεκκινήσει το πρόγραμμα αγορών χρέους, ένα είναι το ερώτημα που απασχολεί τους επενδυτές: για πόσο καιρό μπορούν να συνεχιστούν οι αγορές, προτού η τράπεζα στερέψει από διαθέσιμα ομόλογα;
Η ΕΚΤ θα αρχίσει τον Νοέμβριο μηνιαίες αγορές ομολόγων $20 δισ., λίγες μόνο μέρες μετά τη σημερινή συνεδρίαση -την τελευταία με τον Μάριο Ντράγκι στη θέση του προέδρου, προτού αναλάβει η Κριστίν Λαγκάρντ.
Αναλυτές εκτιμούν ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μπορεί να συνεχιστεί ως το τέλος του έτους προτού σκοντάψει στα όρια που έχει θέσει η ίδια η κεντρική τράπεζα, με βάση τα οποία δεν μπορεί να έχει στην κατοχή της πάνω από το ένα τρίτο των ομολόγων μιας χώρας της ευρωζώνης.
Αλλά τα πράγματα μπορεί να περιπλακούν γρήγορα για τη διάδοχο του κ. Ντράγκι. Αν η τρέχουσα κάμψη επιδεινωθεί και η κεντρική τράπεζα θελήσει να αυξήσει την τόνωση, το ακανθώδες ερώτημα της αύξησης του συγκεκριμένου ορίου θα πρέπει να αντιμετωπιστεί πολύ νωρίτερα.
Για τους επενδυτές που έχουν στοιχηματίσει πολλά σε ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων το οποίο δεν φαίνεται να έχει ορατό τέλος, οποιαδήποτε αμφιβολία για το μέλλον του QE δημιουργεί ανασφάλεια.
«Αυτό είναι το θεμελιώδες ερώτημα το οποίο θα καθορίσει τους πρώτους μήνες της θητείας της Λαγκάρντ», ανέφερε ο Ρίτσαρντ Μπάργουελ, επικεφαλής μακροοικονομικής έρευνας στην BNP Paribas Asset Management. «Υπάρχουν νομικοί περιορισμοί που θα τους σταματήσουν να αγοράζουν ή είναι αυτό το αέναο QE;».
Τα μέτρα του κ. Ντράγκι, τα οποία αποκάλυψε τον περασμένο μήνα, έδειχναν αρχικά να ικανοποιούν τους πεινασμένους για νομισματική τόνωση επενδυτές -παρά το σχετικό μικρό μέγεθος-, χάρη στην υπόσχεση να παραμείνουν σε ισχύ μέχρι ο πληθωρισμός να κινηθεί προς τον στόχο του, λίγο κάτω από το 2%.
Έκτοτε, ωστόσο, το ισχυρό καλοκαιρινό ράλι των ομολόγων έχει αντιστραφεί εν μέσω αντιδράσεων κατά του πακέτου του QE από νυν και πρώην μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Καταφέροντας πλήγμα στους «ταύρους» των ομολόγων, τα πρακτικά από τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου έδειξαν ότι οι φορείς άσκησης πολιτικής δεν συζήτησαν καν την αύξηση του ορίου του 33%, επικαλούμενοι ανησυχίες ότι κάτι τέτοιο θα θόλωνε τα όρια ανάμεσα στη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική.
Αλλά μετά την αγορά χρέους $2,6 τρισ. στους προηγούμενους γύρους ποσοτικής χαλάρωσης, η ΕΚΤ είναι ήδη κοντά στο όριο του 33% για κάποιες χώρες. Είναι πολύπλοκο να μετρηθεί πόσο κοντά ακριβώς.
H αξία των στοιχείων ενεργητικού που έχει η ΕΚΤ στην κατοχή της πρέπει να μεταφραστεί από την αγοραία αξία στην ονομαστική τους αξία. Επιπλέον, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί το σύνολο του επιλέξιμου χρέους, δεδομένου ότι περιλαμβάνει ομόλογα που έχουν εκδοθεί από υπερεθνικές οντότητες, καθώς και από κυβερνήσεις.
O Φρέντερικ Nτουκροζέ, αναλυτής της Pitcet Wealth Management για την ευρωπαϊκή οικονομία, υπολογίζει ότι η ΕΚΤ είναι πιο κοντά στο όριο στην Ολλανδία και τη Γερμανία, όπου κατέχει το 31% και 30% των ομολόγων αντίστοιχα. Στην Ιταλία και στη Γαλλία το αντίστοιχο νούμερο είναι μόλις 21%. Tα επίπεδα είναι ανόμοια εξαιτίας ενός άλλου κανόνα της ΕΚΤ: πρέπει να κάνει αγορές ανάλογα με τη συνεισφορά κάθε χώρας στο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Αυτό σημαίνει ότι έχει μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας σε λιγότερο χρεωμένες οικονομίες.
Στην πράξη, ωστόσο, η κεντρική τράπεζα αναγκάστηκε να χαλαρώσει τον κανόνα αυτόν από την αρχή του προγράμματος QE το 2015, γιατί κάποιες χώρες όπως η Εσθονία δεν είχαν διαθέσιμα ομόλογα για αγορές, ενώ το χαμηλής αξιολόγησης ελληνικό χρέος δεν ήταν επιλέξιμο.
Mε περαιτέρω χαλάρωση των κανόνων ή με αγορές περισσότερων εταιρικών ομολόγων, ο κ. Ντουκροζέ πιστεύει ότι το τρέχον πρόγραμμα μπορεί να κρατήσει ως το τέλος του 2020. «Αλλά υπάρχει ένα πολιτικό όριο στο πόσο μακριά μπορούν να πάνε», ανέφερε ο κ. Ντουρκοζέ, σημειώνοντας ότι αν η ΕΚΤ μετέφερε αλλού το βάρος των αγορών, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει κατηγορίες ότι ευνοεί κάποια κράτη της ευρωζώνης έναντι κάποιων άλλων.
Η έκδοση νέου χρέους από το Βερολίνο θα οδηγούσε σε μια αποσυμπίεση, δημιουργώντας περισσότερα bund, αλλά λίγοι περιμένουν κάποια ουσιαστική δημοσιονομική σπατάλη από τη Γερμανία. Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης προβλέπεται να εκδώσουν χρέος €161 δισ. το 2020, σύμφωνα με τη Σίλβια Νταλάντζελο, επικεφαλής οικονομολόγο στην Hermes Investment Management, το οποίο σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα απορροφήσει όλες τις νέες εκδόσεις χρέους.
Η αύξηση του ορίου του 33%, το οποίο σχεδιάστηκε για να αποτρέψει την ΕΚΤ από το να έχει αρκετό χρέος μιας χώρας και να μπλοκάρει μια αναδιάρθρωση, μπορεί να είναι ακόμα πιο αμφιλεγόμενη. Θα δώσει επίσης νέα ώθηση στις αντιρρήσεις ότι η ΕΚΤ χρηματοδοτεί ουσιαστικά σπάταλες κυβερνήσεις με πλάγιο τρόπο μέσω του QE.
Για τους διαχειριστές κεφαλαίων που αναλογίζονται κατά πόσον μπορούν να ξεπεραστούν τέτοιες αντιρρήσεις, η αλλαγή στην ηγεσία της ΕΚΤ προσθέτει έναν νέο βαθμό πολυπλοκότητας. «Αν είχαμε για άλλα οκτώ χρόνια τον κ. Ντράγκι, ο οποίος σχεδόν πάντα πετύχαινε αυτό που ήθελε, πιστεύω ότι θα γνωρίζαμε πως θα εξελιχθεί όλο αυτό», ανέφερε ο κ. Μπάργουελ. «Δεν είναι αυτός που περιπλέκει τα πράγματα».
Ακόμα και έτσι, η κα Λαγκάρντ μπορεί να καταφέρει να συνεχίσει ό,τι έκανε ο Ιταλός, ειδικά αν η απειλή της ύφεσης βοηθήσει να πείσει τους συναδέλφους της ότι είναι αναγκαία περισσότερη τόνωση.
Tα τελευταία οικονομικά στοιχεία στην ευρωζώνη είναι απογοητευτικά, ενώ οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό είναι κοντά σε ιστορικό χαμηλό. Αν η απειλή του αποπληθωρισμού επιστρέψει, η ΕΚΤ είναι πιο πιθανό να αθετήσει τους δικούς της κανόνες, σύμφωνα με την κα Νταλάντζελο.
«Θυμηθείτε ότι σε κάποιο σημείο όλοι πίστευαν ότι το QE στην ευρωζώνη δεν θα συνέβαινε» σημείωσε. «Αλλά τα λίγα τελευταία χρόνια μάς έχουν διδάξει ότι αν η κατάσταση είναι αρκετά σοβαρή, τίποτα δεν είναι αδύνατο».
© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation