Όταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ συμφώνησε στην μεταγραφή του Χάρι Μαγκουάιρ από την Λέστερ έναντι 80 εκατομμυρίων λιρών πολλοί οπαδοί και σχολιαστές προβληματίστηκαν με το τεράστιο κόστος, πρόκειται για παγκόσμιο ρεκόρ σε μεταγραφή αμυντικού.
Η υπογραφή ξεκίνησε ένα ξέφρενο σερί συμφωνιών μεταξύ των ομάδων της Πρέμιερ Λιγκ τις τελευταίες ημέρες της μεταγραφικής περιόδου, ένα διάστημα τριών μηνών κατά το οποίο οι ομάδες μπορούν να αγοράσουν παίκτες, το οποίο ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα, καθώς το πρωτάθλημα ξεκινά αυτό το Σαββατοκύριακο.
Οι συνολικές δαπάνες των είκοσι ομάδων που απαρτίζουν το πλουσιότερο πρωτάθλημα έφτασαν το 1,41 δισ. στερλίνες τις τελευταίες δώδεκα εβδομάδες, οριακά λιγότερα από το 1,43 δισ. που ήταν το ρεκόρ του 2017, σύμφωνα με την συμβουλευτική εταιρεία Deloitte. Είναι το τέταρτο συνεχόμενο καλοκαίρι που οι ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ διέθεσαν αθροιστικά πάνω από 1 δισ. στερλίνες σε μεταγραφές. Πάνω από τις μισές ομάδες έσπασαν τα δικά τους ρεκόρ σε ότι αφορά τη μεταγραφή ενός παίκτη.
Η διάθεση για επενδύσεις ήταν εμφανής σε όλη τη λίγκα: η πρωταθλήτρια Μάντσεστερ Σίτι και η Αστον Βίλα που ανέβηκε στην κατηγορία διέθεσαν πάνω από 100 εκατομμύρια στερλίνες.
«Οπου και να κοιτάξεις στην Πρέμιερ Λιγκ, υπάρχει καλός λόγος για να ξοδέψουν οι ομάδες», δηλώνει ο Dan Jones, εταίρος στο αθλητικό τμήμα της Deloitte. «Είτε είναι για να μείνεις στην κατηγορία, είτε για να βγεις Ευρώπη, είτε για να κερδίσεις το πρωτάθλημα, υπάρχει πάντα λόγος να συνεχίσεις να επενδύεις».
Ενώ αυτό μπορεί να μοιάζει με ανεξέλεγκτες δαπάνες, η ανάλυση των συμφωνιών δείχνει ότι οι στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι ομάδες είναι περισσότερο λογικές, απ’ όσο φαίνονται αρχικά. Τα κλαμπ είχαν ρεκόρ εσόδων την περασμένη σεζόν, εξαιτίας των αυξανόμενων τηλεοπτικών δικαιωμάτων, κάτι που εξασφάλισε το να υπάρχουν περισσότερα χρήματα για την συγκρότηση των ομάδων.
Το κόστος των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της Πρέμιερ Λιγκ στην Μεγάλη Βρετανία μειώθηκε, αλλά υπήρξε ισχυρή ανάπτυξη στο εξωτερικό, κάτι που σημαίνει ότι η συνολική αξία των συμφωνιών θα φτάσει τα 9,2 δισεκατομμύρια στερλίνες τα επόμενα τρία χρόνια, αύξηση περίπου 1,2 δισ. στερλίνες.
Και ενώ το μεικτό κόστος των μεταγραφών είναι τεράστιο, οι αγγλικές ομάδες φαίνεται να έχουν γίνει περισσότερο έξυπνες στο να εξασφαλίζουν καλές τιμές για τους παίκτες που φεύγουν. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ξόδεψε 145 εκατομμύρια στερλίνες σε μεταγραφές αυτό το καλοκαίρι, αλλά εν μέρει αντιστάθμισε το κόστος πουλώντας τον Βέλγο επιθετικό Ρ. Λουκάκου στην Μίλαν έναντι 80 εκατομμυρίων στερλίνων, λίγες ώρες πριν τελειώσει η μεταγραφική περίοδος.
Σύμφωνα με τη Deloitte οι «καθαρές» δαπάνες των ομάδων της Πρέμιερ Λιγκ (αγορές μείον πωλήσεις) ήταν 12% των συνολικών εσόδων, ελαφρά μειωμένες έναντι της περσυνής χρονιάς, στα 625 εκατ. στερλίνες. Αυτό ήταν το χαμηλότερο ποσό καλοκαιρινών μεταγραφών από το 2015.
Ενώ οι ομάδες εξοικονομούν χρήματα από τις μεταγραφές, η Deloitte προβλέπει ότι οι μισθοί, το μεγαλύτερο έξοδο για τα κλαμπ, θα αυξηθούν με ταχύτερο ρυθμό από τα έσοδα, αντιστοιχώντας σε πάνω από 60% του συνόλου.
Οι σχετικά «νηφάλιες» δαπάνες στις μεταγραφές από τις ομάδες μπορούν να εξηγηθούν από κανονιστικούς παράγοντες, όπως το λεγόμενο «Financial Fair Play», που σχεδιάστηκε για να αποτρέψει τις ομάδες από το να ξοδεύουν περισσότερο απ’ όσο μπορούν να αντέξουν. Επιπρόσθετα, η Τσέλσι, που παραδοσιακά διέθετε μεγάλα ποσά έχει τιμωρηθεί από τη Fifa με απαγόρευση μεταγραφών για ένα χρόνο, για παλαιότερες παραβιάσεις των κανόνων στις μεταγραφές. Αυτό δεν επέτρεψε στην ομάδα του Λονδίνου να υπογράψει με κάποιον παίκτη σε αυτή τη σεζόν.
Παρά ταύτα, παραμένει μια ζωντανή αγορά για τους παίκτες, καθώς οι ομάδες κινητοποιούνται για χτίσουν το ρόστερ τους, αντί να συσσωρεύσουν μετρητό και να πετύχουν ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έχει καθαρές δαπάνες πολύ πάνω από τα 600 εκατ. στερλίνες τις τελευταίες έξι σεζόν. Αν και το κλαμπ μπορεί άνετα να αντέξει το ποσό, καθώς είναι στην τρίτη θέση παγκοσμίως σε ότι αφορά τα έσοδα, και στην πρώτη στην Πρέμιερ Λιγκ, παλεύει να μεταφέρει αυτή την οικονομική κυριαρχία εντός του αγωνιστικού χώρου, τερματίζοντας μόλις έκτο στο περασμένο πρωτάθλημα και αποτυγχάνοντας να προκριθεί στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Ως απάντηση, η ομάδα υιοθέτησε μια νέα στρατηγική στις μεταγραφές, καθώς επιδιώκει να επιστρέψει σε φόρμα. Ο Ομάρ Τσαντχούρι, επικεφαλής του ποδοσφαιρικού τμήματος στην συμβουλευτική 21st Club, περιγράφει το σχέδιο ως «αναζήτηση παικτών που είναι στα πάνω τους, πεινασμένοι και πρόθυμοι να βελτιωθούν». Αυτό σε αντίθεση από το να αναζητά να αγοράσει σούπερσταρ όπως ο Γάλλος Πολ Πογκμπά, ο οποίος αγοράστηκε από τη Γιουβέντους το 2016 έναντι αμοιβής έως 110 εκατ. ευρώ, ποσό που τότε αποτέλεσε ρεκόρ.
Ο προπονητής της Γιουνάιτεντ Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ δήλωσε νωρίτερα αυτό το καλοκαίρι ότι η ομάδα σκοπεύει να διορθώσει με τον καιρό το ρόστερ αποκτώντας νεότερους παίκτες. «Πρέπει να έχουμε υπομονή, γιατί είναι μακρύ ταξίδι και είναι πολύ σημαντικό να έχουμε τους κατάλληλους. Δεν μπορούμε να πηδάμε σε διαφορετικό μονοπάτι κάθε όταν βρίσκουμε ένα εμπόδιο», είπε.
Αυτή η αναμορφωμένη προσέγγιση ακολουθεί αυτή της Λίβερπουλ, η οποία τα τελευταία χρόνια προσπάθησε να αναγνωρίσει τους καλύτερους παίκτες από μικρότερες ομάδες, όπως ο Αντι Ρόμπερτσον, της Χαλ Σίτι και ο Τζορτζίνιο Βαϊνάλντουμ της Νιούκαστλ.
Η τακτική φαίνεται να αποδίδει: Η Λίβερπουλ κέρδισε το προηγούμενο Τσάμπιονς Λιγκ, το πιο διάσημο τρόπαιο στην Ευρώπη. Αντί να «πειράξει» μια ομάδα που κερδίζει, το κλαμπ απέφυγε κάθε αλλαγή της πρώτης ομάδας και πραγματοποίησε καθαρό κέρδος σχεδόν 30 εκατ. στερλίνων σε αυτή τη μεταγραφική περίοδο.
«Τσεκάραμε επιλογές, τις σκεφτήκαμε και παίρνουμε αποφάσεις», δήλωσε σε δημοσιογράφους ο προπονητής Γιούργκεν Κλοπ. «Αν δεν γίνει κάτι, είναι επειδή αυτή ήταν η σωστή επιλογή για εμάς».
Σε αντίθεση με την Λίβερπουλ, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έως τώρα δείχνει πρόθυμη να υπογράψει παίκτες και να πληρώσει υψηλές αμοιβές. «Η Γιουνάιτεντ προσπάθησε να τραβήξει τους καλύτερους παίκτες από μικρότερες ομάδες», δηλώνει ο κος Τσαντχούρι. «Ο Χάρι Μαγκουάιρ είναι ο παίκτης που ξεχώρισε στη Λέστερ, ο Ααρον Βαν Βισάκα [που υπέγραψε για 49,5 εκατ. στερλίνες] στην Κρίσταλ Πάλας. Ξεκάθαρα [η ομάδα] υπέφερε αμυντικά τον τελευταίο χρόνο. Αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους».
Εχοντας, όμως περισσότερα χρήματα από ποτέ, οι ομάδες έχουν την άνεση να ξοδέψουν πολλά. Υπήρξαν μεγάλες επενδύσεις από κλαμπ που θέλουν να πλασαριστούν στις τέσσερις πρώτες θέσεις οι οποίες προσφέρουν το εισιτήριο για το Τσάμπιονς Λιγκ, το οποίο θα μοιράσει πάνω από δυο δισεκατομμύρια ευρώ στις ομάδες που θα συμμετάσχουν φέτος.
Η ομάδα που ξόδεψε τα περισσότερα ήταν η Αρσεναλ. Πλήρωσε 155 εκατ. στερλίνες για έξι παίκτες σε μια προσπάθεια να αναζωογονήσει το ρόστερ μετά από αρκετές απογοητευτικές σεζόν στις οποίες απέτυχε να προκριθεί στο Τσάμπιονς Λιγκ, κάτι που έχει να γίνει από το 2016. Ομάδες με φιλόδοξους ιδιοκτήτες, όπως η Εβερτον (ηγείται ο βρετανοιρανός δισεκατομμυριούχος Φ. Μοσχίρι) και η Γουλβερχάμπτον Γουόντερερς, την οποία στηρίζει ο κινέζικός όμιλος Fosun, ξοδεύτηκαν, πληρώνοντας 110 εκατ. και 80 εκατ. στερλίνες αντίστοιχα.
Ομάδες χαμηλότερα στην κατηγορία έχουν επίσης λόγους να ανοίξουν το πορτοφόλι τους. Η Αστον Βίλα ξόδεψε σχεδόν 125 εκατ. στερλίνες σε μεταγραφές, καθώς επιδιώκει να κρατήσει τη θέση της στην μεγάλη κατηγορία στην οποία ανέβηκε πέρυσι. Το κλαμπ, το οποίο απέκτησε τον Ιούλιο του 2018 ο Αιγύπτιος δισεκατομμυριούχος Ν. Σαουίρις και ο W. Εντενς, συνιδρυτής της επενδυτικής Fortress, εξασφάλισε 170 εκατ. στερλίνες για την επόμενη τριετία από το γεγονός ότι επέστρεψε στην Πρέμιερ Λιγκ μετά από απουσία τριών ετών.
Οι μεταγραφές, ωστόσο, δεν εγγυόνται την επιτυχία: Η Φούλαμ ξόδεψε πάνω από 100 εκατ. στερλίνες σε μεταγραφές πριν από την έναρξη της περσινής σεζόν αλλά υποβιβάστηκε, ένα μόνο χρόνο αφότου ανέβηκε στην Πρέμιερ Λιγκ.
Οι μεγάλες επενδύσεις μεταξύ ομάδων που προβιβάστηκαν είναι επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Αυτές που ανέβηκαν στην κατηγορία ξόδεψαν περίπου το 30% των εσόδων τους για το σκοπό αυτό μεταξύ 2012 και 2017, έναντι μόλις 19% για τις πρώτες έξι ομάδες, σύμφωνα με το 21st Club.
Εν τω μεταξύ πυρετώδης δραστηριότητα καταγράφεται από τις ομάδες στα υπόλοιπα τέσσερα από τα «μεγάλα πέντε» πρωταθλήματα της Ευρώπης: Ισπανικό, ιταλικό, γαλλικό και γερμανικό.
Οι αμοιβές που πληρώθηκαν στη Λα Λίγκα, την πρώτη κατηγορία της Ισπανίας, ξεπέρασαν το ένα δισεκατομμύριο στερλίνες, για πρώτη φορά, αυτό το καλοκαίρι. Τρεις ομάδες (Ρεάλ Μαδρίτης, Μπαρτσελόνα και Ατλέτικο Μαδρίτης) διέθεσαν τα 2/3 του ποσού αυτού. Αυτό μάλιστα μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω καθώς, σε αντίθεση με την Αγγλία, η μεταγραφική περίοδος στην Ευρώπη συνεχίζεται μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου.
Ο κος Τζόουνς της Deloitte υποστηρίζει ότι η «μανία» στην Ισπανία οφείλεται εν μέρει στο νέο τριετές συμβόλαιο για τα εγχώρια τηλεοπτικά δικαιώματα, αξίας 3,66 δισ. ευρώ, ποσό σχεδόν 20% αυξημένο έναντι του προηγούμενου, καθώς και στην αποφασιστικότητα των κορυφαίων ομάδων της χώρας να επιστρέψουν στην κορυφή των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων στα οποία πέρυσι κυριάρχησαν αγγλικές ομάδες.
«Τα ισπανικά κλαμπ είχαν μεγάλες πορείες στο Τσάμπιονς Λιγκ αλλά δέχτηκαν ένα ελαφρύ, για τα δικά τους στάνταρντ, χτύπημα πέρυσι», υποστηρίζει ο Τζόουνς. «Είμαι σίγουρος ότι θέλουν να επιστρέψουν στην κορυφή της Ευρώπης, καθώς και να δώσουν τις μεταξύ τους μάχες εγχώρια».
© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation