Η μετάβαση από έναν εμπορικό πόλεμο σε έναν νομισματικό πόλεμο είναι ένα επικίνδυνα απλό βήμα. Καθώς η επιβολή δασμών μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας κλιμακώνεται και το ρενμίνμπι βουτάει έναντι του δολαρίου, υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερος κίνδυνος ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ να κάνει το βήμα.
Αυτό που ανησυχεί ειδικότερα τις αγορές είναι το ενδεχόμενο η αμερικανική κυβέρνηση να παρέμβει για να αποδυναμώσει το δολάριο. Ενώ το γεν, το ευρώ και η στερλίνα αποτελούν και αυτά δυνητικούς στόχους, η παγκόσμια χρηματοοικονομική ισορροπία καθορίζεται εντέλει από τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα.
Σε μια εξαιρετικά εύστοχη παρατήρηση ο Πολ Βόλκερ, πρώην πρόεδρος της Fed, αναφέρθηκε κάποτε στις στενούς οικονομικούς δεσμούς μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας ως έναν δυνητικά «θανατηφόρο εναγκαλισμό». Στους δεσμούς αυτούς περιλαμβάνεται και το γεγονός ότι η Κίνα έχει αγοράσει πάνω από $1 τρισ. αμερικανικά χρεόγραφα.
Σε αυτό το περιβάλλον των εμπορικών συγκρούσεων μεταξύ των δύο χωρών, το προφανές εφιαλτικό σενάριο θα ήταν να χρησιμοποιηθούν ως όπλο τα κινεζικά συναλλαγματικά αποθέματα ενάντια στις ΗΠΑ.
Υπάρχουν πολλοί οιωνοί. Το τρίμηνο που ολοκληρώθηκε τον Μάιο, τα αμερικανικά χρεόγραφα που έχει στην κατοχή της η Κίνα μειώθηκαν κατά $20,7 δισ. στο $1,1 τρισ. Συνεχίζει να είναι το μεγαλύτερο μερίδιο στην ξένη αγορά αμερικανικών ομολόγων, αν και έχει συρρικνωθεί κατά $81 δισ. από τον περασμένο Ιούνιο. Αλλά μακροπρόθεσμα το κινεζικό μερίδιο έχει υποχωρήσει από το υψηλό του 14% το 2011 στο 7% το περασμένο τρίμηνο.
Όπως είναι ξεκάθαρο, η πρόθεση του Πεκίνου να χρηματοδοτήσει το διογκούμενο δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ εξασθενεί. To ερώτημα είναι πόσο επικίνδυνη πρέπει να θεωρηθεί αυτή η εκκένωση από τη μεγαλύτερη αγορά κρατικού χρέους και κατά πόσον είναι όλοι πολλοί εφησυχασμένοι για αυτή την απειλή «οπλοποίησης».
Ο φόβος ότι η Κίνα θα χρησιμοποιήσει το οικονομικό της εκτόπισμα για να επηρεάσει την αμερικανική πολιτική δεν είναι εντελώς αστήρικτος. Το 2011 ο Ντίνγκ Ντανγκ, αρχισυντάκτης στην κινεζική εφημερίδα People’s Daily, υποστήριζε ότι το Πεκίνο πρέπει να χρησιμοποιήσει την οικονομική επιρροή του για να δώσει στις ΗΠΑ ένα μάθημα ως απάντηση στην πώληση όπλων στην Ταϊβάν. Ωστόσο, η απειλή αυτή δεν απασχόλησε το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ. Σε έκθεση του 2012 υποστήριξε ότι η απειλή δεν ήταν αξιόπιστη επειδή η χρήση των αμερικανικών χρεογράφων ως όπλο θα είχε περιορισμένο αντίκτυπο και θα έπληττε περισσότερο την Κίνα από τις ΗΠΑ.
Το Πεντάγωνο είχε ένα δίκιο στο ότι η Κίνα δεν θα μπορούσε να ξεφορτωθεί αμερικανικά ομόλογα χωρίς να ανεβάσει τις αποδόσεις (και άρα μειώνοντας την αξία του κεφαλαίου), οδηγώντας σε μεγάλη μείωση της αξίας των αποθεμάτων της. Αν τα έσοδα επαναπατρίζονταν, οι απώλειες θα συνοδεύοντας από άνοδο του ρενμίνμπι και πτώση του δολαρίου.
Αλλά τώρα οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων ουσιαστικά κινούνται χαμηλότερα για όσο διάστημα πουλάει το Πεκίνο. Αυτό δείχνει ότι η δεξαμενή των εγχώριων και ξένων αποταμιεύσεων που στηρίζει την πιο ασφαλή συλλογή ενεργητικού είναι τόσο μεγάλη που η κινεζική αποεπένδυση δεν είναι τίποτα άλλο από μια ενόχληση.
Εν τω μεταξύ, τα εναλλακτικά επενδυτικά καταφύγια για τα κινεζικά αποθέματα είναι λιγότερο ελκυστικά. Υπάρχει ένα όριο στο πόσο μπορεί να απορροφήσει η αγορά χρυσού, ενώ η αγορά κρατικού χρέους της ευρωζώνης είναι κατακερματισμένη και δεν έχει πολλή ρευστότητα. Επιπλέον, ένα ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο κρατικού χρέους της ευρωζώνης εμφανίζει αρνητικές αποδόσεις, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ.
Υπάρχει, ωστόσο, ένα γκρίζο σημείο σε οποιαδήποτε ανάλυση των κινεζικών κεφαλαιακών ροών. Τα διεθνή στοιχεία για τα αμερικανικά ομόλογα δεν αποτυπώνουν όλες τις μεταβολές στα επίσημα αποθέματα της Κίνας. Χρεόγραφα μπορούν να μετακινηθούν σε λογαριασμούς στο Λουξεμβούργο ή το Βέλγιο. Είναι επίσης πιθανό το Πεκίνο να προσπαθεί να ενισχύσει την απόδοση των αποθεμάτων της στρεφόμενο σε άλλα πιο κερδοφόρα στοιχεία ενεργητικού σε δολάριο.
To πραγματικό ερώτημα είναι πως αντιλαμβάνεται η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος στο Πεκίνο τα συμφέροντά της, ειδικά σε αυτό τη δύσκολη καμπή των εμπορικών διαπραγματεύσεων με τον κ. Τραμπ; Η μόνη βεβαιότητα είναι πως οποιαδήποτε ξαφνική απόφαση να πουληθούν τα αμερικανικά ομόλογα της Κίνας θα προκαλούσε μεγάλη μεταβλητότητα στις παγκόσμιες αγορές. Οπότε είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι οι Κινέζοι ηγέτες φοβούνται πάνω από όλα την αστάθεια.
Στο τέλος, η πραγματική δύναμη της παρατήρησης του κ. Βόλκερ για τον θανατηφόρο εναγκαλισμό έγκειται στην ακούσια συνέπεια της αλληλεξάρτησης.
Πριν την παγκόσμια οικονομική κρίση, οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις της Κίνας, οι οποίες αποτυπώνονταν στην αύξηση των επίσημων αποθεμάτων της, συνέβαλαν στην πιστωτική φούσκα στις ΗΠΑ, η κατάρρευση της οποίας το 2007-2008 παραλίγο να προκαλέσει μια κρίση παρόμοια με αυτήν της δεκαετίας του 1930.
Αλλά για να είμαστε δίκαιοι με τους Κινέζους, η τεράστια δημοσιονομική και νομισματική τόνωση το 2009-2019, την οποία πραγματοποίησαν καθαρά για το δικό τους συμφέρον, βοήθησε να ανακάμψει η παγκόσμια οικονομία.
Εκείνο που μας διδάσκει η ιστορία αυτή, με τον κίνδυνο να κατηγορηθώ ότι κομίζω γλαύκα εις Αθήνας, είναι πως η οικονομική αλληλεξάρτηση σημαίνει πως κάθε κίνηση είναι δίκοπο μαχαίρι.
© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation