Η εξαγορά της Monsanto από τη Bayer το 2016 έχει μετατραπεί σε μια από τις πιο επώδυνες περιπτώσεις απογοήτευσης με ένα ντιλ. Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας φαρμακευτικών και αγροχημικών προϊόντων έχασε ψήφο εμπιστοσύνης στην ετήσια γενική συνέλευση, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά στη γερμανική εταιρική ιστορία. Η συνολική αξία της Bayer ανέρχεται πλέον μόνο σε $63 δισ., όσα κατέβαλε για τη Monsanto.
Οι δυσκολίες έχουν οδηγήσει σε συγκρίσεις ανάμεσα στην αποτυχημένη συγχώνευση της Daimler και της Chrysler το 1998, η οποία άντεξε μόλις για εννιά χρόνια. Αλλά σε αντίθεση με τη σύγκρουση μεταξύ πολιτισμών και προϊόντων που ταλαιπώρησαν τη DaimlerChrysler και άλλες συγχωνεύσεις, το πρόβλημα στη Bayer είναι απλό. Είναι αντιμέτωπη με υποχρεώσεις δισεκατομμυρίων λόγω κατηγοριών ότι τα ζιζανιοκτόνα Roundup και Ranger Pro μπορεί να προκαλούν καρκίνο.
Ένορκοι στις ΗΠΑ επιδίκασαν μεγάλες αποζημιώσεις στους ενάγοντες – σε μια υπόθεση ανήλθαν στα $289 εκατ. – για την αποτυχία της Monsanto να προειδοποιήσει αγρότες σχετικά με τις, σύμφωνα με τις καταγγελίες, καρκινογόνες ιδιότητες της γλυφοσάτης, της δραστικής τους ουσίας.
Έχοντας απορροφήσει τη Monsanto, η Bayer είναι αντιμέτωπη με επιπλέον 13.400 νομικές υποθέσεις που σχετίζονται με τη γλυφοσάτη, παρά την επιμονή της ότι η χημική ουσία είναι ασφαλής.
H γλυφοσάτη δεν είναι μια ουσία που δεν έχει δοκιμαστεί, αναπτύχθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1970 και χρησιμοποιείται στην καλλιέργεια του αμερικανικού καλαμποκιού, της σόγιας και του βαμβακιού. Oι ετήσιες πωλήσεις του Roundup ανέρχονται σε $5 δισ. και έχει χρησιμοποιηθεί με πιο εντατικό τρόπο από τότε που η Monsanto εξέλιξε γενετικά τροποποιημένες ποικιλίες σιτηρών οι οποίες είναι πιο ανθεκτικές σε αυτό.
Αλλά η αποτυχία της Bayer να προβλέψει τις υποχρεώσεις προκαλεί αρνητική εντύπωση για το due diligence που διενέργησε.
Oι συγχωνεύσεις καταλήγουν συχνά σε απογοήτευση όταν οι αγοραστές πληρώνουν πολλά για τους στόχους τους και δεν μπορούν να τους ενσωματώσουν όπως ήλπιζαν. Τη στιγμή του ντιλ, η Bayer είχε αποκομίσει πολλά από την απορρόφηση άλλων οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένου και του τμήματος επιστήμης φυτοπαραγωγής της Aventis και την εξαγορά στόχων. Ήταν ένας «έμπειρος αγοραστής, ο οποίος είχε ενσωματώσει με επιτυχία διάφορα αποκτήματα δισεκατομμυρίων».
Αλλά οι εταιρείες είναι ενίοτε υπερβολικά αισιόδοξες για τα προϊόντα που αγοράζουν, ιδίως όσον αφορά νέες τεχνολογίες. H Microsoft διέγραψε τα περισσότερα από τα $5,4 δισ. που έδωσε to 2014 για τη μονάδα κινητής τηλεφωνίας της Νokia την επόμενη χρονιά, ενώ η Hewlett-Packard μηνύει τον Μάικ Λιντς, ιδρυτή της Autonomy, κατηγορώντας τον για απάτη σχετικά με την εξαγορά της εταιρείας του το 2011 έναντι $11 δισ.
H γνώση δεν εγγυάται την επιτυχία. Η Kraft Heinz υπέστη απομείωση $15,4 δισ. φέτος μετά τη συγχώνευση των δύο εταιρειών το 2015. Οι μάρκες της Kraft, μεταξύ των οποίων η Kraft Macaroni & Cheese και η Velveeta, έχουν δεχτεί πλήγμα από τη στροφή σε πιο υγιεινά προϊόντα και στην ιδιωτική ετικέτα. Η Hein πλήρωσε υπερβολικά γιατί υπέθεσε ότι θα άντεχε η ισχύς του εμπορικού σήματος της Kraft.
Yπάρχουν ομοιότητες στο πρόβλημα της Bayer με τη γλυφοσάτη: είναι ένα καθιερωμένο προϊόν και οι μάρκες έχουν διατηρήσει πωλήσεις παρά τη λήξη της πατέντας. Η Bayer μπορεί να έδωσε μεγαλύτερη προσοχή στη μονάδα βιοτεχνολογίας της Monsanto στις ΗΠΑ, όπου τα μεταλλαγμένα προϊόντα είναι πιο αποδεκτά από ότι στην Ευρώπη, και να μην κατάφερε να αναγνωρίσει το ρίσκο από αυτό που θεωρούσε τετριμμένο.
Υπήρχε και ένα ακόμα προειδοποιητικό σημάδι στη συγχώνευση. Συνέβη τη στιγμή που συγχωνεύονταν και άλλες αγροχημικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων οι Dow Chemical και DuPont και η Syngenta και ChemChina.
Είναι συνηθισμένο όταν πραγματοποιούνται παράλληλες συγχωνεύσεις σε μια βιομηχανία να οδηγούν τουλάχιστον σε μια γκάφα, καθώς οι εταιρείες διακατέχονται από το φόβο ότι θα βγουν εκτός παιχνιδιού.
Η Bayer αμφισβητεί τις κατηγορίες για τη γλυφοσάτη και επιμένει ότι η θέση της είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη. H συγχώνευση θα μπορούσε και πάλι να στεφθεί από επιτυχία αν οι υποχρεώσεις για αποζημιώσεις περιοριστούν στα $5 δισ. που προβλέπουν ορισμένοι αναλυτές. Αλλά η υπόθεση επιβεβαιώνει το δίδαγμα ότι οι μεγάλες συγχωνεύσεις, ιδίως όσες περιλαμβάνουν εταιρείες από διαφορετικές οικονομικές ζώνες και τομείς, ενέχουν ρίσκο.
Οι παγίδες δεν αφορούν αποκλειστικά τα νέα προϊόντα, αλλά και αυτά που είναι γνωστά.
© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation