Ένα γαλήνιο βράδυ πριν από δύο καλοκαίρια, μπήκα σε μια λονδρέζικη παμπ ελπίζοντας να πιω ήσυχα το ποτό μου. Ήταν Δευτέρα στις 9 μ.μ. αλλά oι Τρεις Πυξίδες ήταν ήδη πήχτρα. Θαμώνες γλεντούσαν κουνώντας τις μπύρες τους σαν μπαγκέτες μαέστρου. Ζευγάρια απολάμβαναν τρυφερά τετ-α-τετ. Σε κάποιο σημείο ένας άντρας σηκώθηκε, έδειξε με το χέρι του μια οθόνη και φώναξε: «Ηρεμήστε, ο Θίον!».
Όπως αποδείχτηκε, τα βράδια της Δευτέρας ήταν βράδια Game of Thrones.
Αν έχουν εκτυλιχτεί παρόμοιες σκηνές σε σπίτια και μπαρ σε όλο τον κόσμο τα τελευταία χρόνια, το Σαββατοκύριακο αυτό θα είναι ακόμα πιο τραβηγμένες. Καταφτάνει η τελευταία σεζόν της επικής σειράς φαντασίας του HBO με την προσμονή του κοινού να έχει φτάσει σε επίπεδα που δεν έχουν καταγραφεί από την εποχή του Χάρι Πότερ. Μέχρι τώρα, το τρέιλερ έχει πάνω από 50 εκατομμύρια προβολές στο Youtube.
Μετά από επτά καθηλωτικές σεζόν, το πιο φιλόδοξο τηλεοπτικό σόου της εποχής μας έχει γίνει ένα φαινόμενο στο οποίο παραπέμπουν συχνά πολιτικοί και συγγραφείς ως συνώνυμο του πιο βάναυσου και κυνικού τρόπου άσκησης εξουσίας.
Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα για το Game of Thrones: πρώτον, πως ένα τόσο παράξενο έργο μυθοπλασίας – το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων δράκους, εξωτικά αντικείμενα, ευνούχους πολεμιστές και ζωντανούς νεκρούς – απέκτησε τόσο μεγάλη απήχηση· και δεύτερον, πώς ακριβώς θα τελειώσει όλο αυτό. Γιατί καθώς η σειρά πλησιάζει προς το φινάλε της 19ης Μαίου, οδεύουμε προς ένα από αυτά τα γεγονότα που συμβαίνουν μια φορά τη δεκαετία για τα οποία είναι αδύνατο να μην δείξεις ενδιαφέρον.
«Σκοπεύω να είμαι πολύ μεθυσμένος» δήλωσε στο Entertainment Weekly τον περασμένο μήνα ο Nτέιβιντ Μπένιοφ, αναφερόμενος στη βραδιά της τελευταίας μετάδοσης, «και πολύ μακριά από το ίντερνετ».
Ανάλογα με την οπτική που υιοθετεί κανείς, το Game of Thrones είναι είτε μια πολύ καλή τηλεοπτική σειρά, είτε μια πολύ κακή. H βασική ιδέα, για όποιον έχει καταφέρει να μη δει τη σειρά, είναι πως η γη του Γουέστερος είναι διαιρεμένη σε επτά βασίλεια τα οποία κυβερνούν επτά δυσλειτουργικές οικογένειες οι οποίες για αιώνες βρίσκονται σε μια κατάσταση εμφύλιου πολέμου. Η σειρά επικεντρώνεται σε μια παρατεταμένη μάχη για την ολική επικράτηση και για έναν μάλλον κακόγουστο Σιδερένιο Θρόνο.
Βασισμένη σε μια ανολοκλήρωτη σειρά μυθιστορημάτων από τον Αμερικανό συγγραφέα φαντασίας Τζορτζ Ρ. Ρ. Μάρτιν και προσαρμοσμένη για την τηλεόραση από τον Μπένιοφ και τον Ντ. Μπ. Βάις, η σειρά εξάντλησε το αρχικό υλικό το 2016. Έκτοτε, οι Μπένιοφ και Βάις ακολουθούν ένα προσχέδιο που δίνει αποκλειστικά σε αυτούς ο συγγραφέας, οπότε ακόμα και οι πιο φανατικοί οπαδοί δεν ξέρουν ποια θα είναι η κατάληξη της ιστορίας.
Το επιχείρημα κατά της σειράς εστιάζει στην προσήλωση της σε μια χαμηλού επιπέδου ψυχαγωγία. Το πρώτο επεισόδιο περιλαμβάνει τρεις αποκεφαλισμούς, τέσσερις περιπτώσεις μη συναινετικού σεξ και έξι σκηνές με γυναικείο γυμνό. Υπάρχει επίσης μια σκηνή στην οποία ένας χαρακτήρας δέχεται χτύπημα από ξίφος και το πεπτικό του σύστημα πέφτει στο έδαφος· τότε ένας άλλος παρατηρεί: «Ένας γάμος των Ντοθράκι χωρίς τουλάχιστον τρεις φόνους είναι εντελώς βαρετός».
Ο τρόπος με τον οποίο η σειρά προβάλλει το σεξ και τη βία φαίνεται εξαιρετικά παράταιρος με την εποχή μας, η οποία επιδεικνύει υπερβολική ευαισθησία σε ζητήματα φύλου. Ορισμένες από τις πιο αμαρτωλές στιγμές της είναι βέβαιο πως δεν θα είχαν συμβεί ποτέ στην εποχή του #MeToo.
Η κάμερα κεντράρει συχνά στο γυναικείο σώμα – αξίζει να σημειωθεί πως κατά τις πρώτες επτά σεζόν του Game of Thrones, μόνο ένας από τους 19 σκηνοθέτες ήταν γυναίκα – ενώ οι βιασμοί συμβαίνουν με μια μάλλον παράλογη συχνότητα και πολλές φορές σε παράλογες περιστάσεις (σε μια στιγμή ένας πρωταγωνιστικός χαρακτήρας, ο Τζέιμι Λάνιστερ, βιάζει τη δίδυμη αδελφή του ενώ αυτή θρηνεί στον τάφο του νεκρού τους γιου).
«Σταμάτησα να παρακολουθώ κάπου στην τρίτη σεζόν, όταν ο 15χρονος βασιλιάς Τζόφρεϊ, παρότρυνε δύο ιερόδουλες να δείρουν η μια την άλλη μέχρι θανάτου» λέει ο συγγραφέας Γουίλ Σελφ, αναφερόμενος στον εξωφρενικά διαβολικό νεαρό βασιλιά, τον οποίο η σχεδόν εξίσου εκδικητική μητέρα του Σέρσεϊ (η οποία υπήρξε και αυτή θύμα βιασμού) τοποθετεί στον Σιδερένιο Θρόνο με την ελπίδα ότι θα κινεί τα νήματα στο παρασκήνιο. «Το παρακολουθούσα με τον έφηβο γιο μου και ξαφνικά σκέφτηκα: αλήθεια; αυτό θέλω να βιώνει σαν ψυχαγωγία;».
Αλλά όλα όσα καθιστούν το Γουέστερος τόσο άθλιο και ενοχλητικό είναι και αυτά που το καθιστούν ένα τόσο πλούσιο δραματουργικά κόσμο. Αντλώντας στοιχεία από τον Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν και τον Πόλεμο των Ρόδων, καθώς και από άλλα φανταστικά και ιστορικά σημεία αναφοράς, δημιουργεί έναν σύμπαν στο οποίο η πολιτική λειτουργεί κυρίως μέσω της ισχύος και της παραπλάνησης, ένα μοτίβο το οποίο φαίνεται επίκαιρο στη νέα εποχή των αυταρχικών ηγετών την οποία διανύουμε. Ένα δράμα χαρακτήρων – από τον τυραννικό Ράμσεϊ Μπόλτον, ο οποίος ταϊζει τα σκυλιά του με τους εχθρούς του, ως τον πνευματώδη Τίριον Λάνιστερ, τον χαρωπό δολοπλόκο που βρίσκεται πίσω από πολλές από τις πλεκτάνες της σειράς, τον οποίο υποδύεται ο καταξιωμένος για τον ρόλο ηθοποιός, Πίτερ Ντίνκλατζ – οι πρώτες σεζόν αποτελούσαν μια αργή αλλά συχνά βαθιά ικανοποιητική άσκηση πολιτικών ελιγμών.
Καθώς η σειρά προχωρούσε και αποκτούσε κοινό πολύ μεγαλύτερο από τον αρχικό πυρήνα των φανατικών οπαδών (τον πιλότο του 2011 παρακολούθησε ένα σχετικά μικρό κοινό 2,2 εκατ. στις ΗΠΑ, ενώ το φινάλε της τελευταίας σεζόν έφτασε τους 12,2 εκατ. θεατές στις ΗΠΑ και τη χρονιά εκείνη η σειρά είχε την αμφιλεγόμενη τιμή να σπάσει το ρεκόρ «πειρατείας») o χαρακτήρας της άλλαξε.
Ενώ ξεκίνησε ως ένα πολύπλοκο παιχνίδι για αφοσιωμένους οπαδούς, έχει πλέον απλοποιήσει το πολιτικό της σκεπτικό και έχει περιορίσει την οπτική της. Στην διάρκεια της τελευταίας σεζόν μετατοπίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά προς μια καθαρή μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό. «Με την άνοδο του προϋπολογισμού, το εύρος, το πανόραμα του δράματος έχει γίνει τεράστιο» αναφέρει η ιστορικός του Κέιμπριτζ, Χέλεν Κάστορ. «Αλλά την ίδια στιγμή, η ιστορία έχει γίνει λιγότερο ιστορική και περισσότερο μυθική».
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα γνωρίσματα της σειράς ήταν η τάση να βγάζει από τη μέση αγαπημένους χαρακτήρες εντελώς ξαφνικά, με πιο διχαστικό παράδειγμα τον αποκεφαλισμό του Νεντ Σταρκ που υποδυόταν ο Σον Μπιν, ο οποίος μέχρι τη στιγμή εκείνη ήταν η ηθική καρδιά της σειράς και θεωρούνταν αναντικατάστατος.
«Aν παρακολουθώ (την αμερικανική σειρά) 24» δήλωσε ο συνδημιουργός Ντ. Μπ. Βάις το 2014 στην Ένωση της Οξφόρδης, «δεν αναρωτιέμαι ποτέ αν ο Τζακ Μπάουερ θα ζήσει ή θα πεθάνει, το μόνο που αναρωτιέμαι είναι το πώς θα βγει από την κατάσταση αυτή».
Αλλά καθώς το Game of Thrones πλησιάζει στο τέλος, ενδιαφέρεται λιγότερο για την τύχη των μεμονωμένων χαρακτήρων από ότι αυτή του Γουέστερος συνολικά. Στο τέλος της προτελευταίας σεζόν, ένας μανιακός στρατός των απέθαντων «White Walkers» οι οποίοι απειλούν να κατέβουν στα επτά βασίλεια από το πρώτο ήδη επεισόδιο, βρίσκονταν μια ανάσα από το να κάνουν ακριβώς αυτό.
Περάσαμε τις τελευταίες μας στιγμές στο Γουέστερος βλέποντας έναν δράκο που πετούσε φλόγες να προσπαθεί να καταστρέψει ένα τείχος 200 μέτρα ύψος το οποίο κρατούσε μακριά τους Walkers – ένα επίτευγμα ψηφιακών εφέ που παρόμοιο του δεν έχουμε ξαναδεί στη σειρά.
Η εποχή της Peak TV
«Φαίνεται πως η εκτίμηση του Τίριον ήταν σωστή», λέει ο Τζον Σνόου, ο κεντρικός ήρωας της σειράς, στη νέα του σύμμαχο, Ντενέρις Ταργκάρυεν, αξιολογώντας τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το Γουέστερος. «Την έχουμε γαμ…».
Συχνά γίνεται παραλληλισμός μεταξύ του «Νέου Χόλιγουντ» της δεκαετίας του ’70, την χρυσή εποχή όπου σκηνοθέτες όπως ο Μάρτιν Σκορτσέζε και Ρόμπερτ Όλτμαν δημιούργησαν τα πιο διάσημα και απαιτητικά τους έργα, και της πρόσφατης «χρυσής εποχής» της τηλεόρασης. Σε αυτή την αναλογία, το Game of Thrones είναι ο Πόλεμος των Άστρων – η εμπορική επιτυχία που άλλαξε τα πάντα.
Με την άφιξή του το 2011 σε μια έντονα δημιουργική περίοδο, στην οποία ξεχωρίζουν απαιτητικά, εσωστρεφή ψυχοδράματα όπως το Mad Men, το Game of Thrones έδειξε στο κοινό πως μια τηλεοπτική παραγωγή μπορούσε όχι μόνο να προσφέρει πλούσιες δραματικές κορυφώσεις αλλά και θέαμα. Εισάγοντας ένα μοντέλο που είχε αποδειχθεί πολύ επιτυχημένο στον κινηματογράφο, αναμόρφωσε έναν υφιστάμενο φανταστικό κόσμο με αφοσιωμένη βάση οπαδών σε υψηλού προϋπολογισμού οπτική εμπειρία, ακολουθώντας τα χνάρια του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, του Χάρι Πότερ και των πρώτων ταινιών της Marvel στη δεκαετία του 2000.
Όμως από την πρώτη μετάδοση του Game of Thrones σημειώθηκαν τεράστιες μεταβολές στο τηλεοπτικό τοπίο. Η άφιξη του Netflix και της Amazon –και αργότερα του Facebook, του Snapchat και της Apple- σε συνδυασμό με την αξιοσημείωτη αύξηση στον όγκο του περιεχομένου που δημιουργούν το καθένα τους (το Netflix αναμένεται να ξοδέψει 15 δισ. δολάρια για το πρόγραμμά του φέτος), δημιούργησε ένα ποικιλόμορφο αλλά κατακερματισμένο τοπίο, ευρύτερα γνωστό ως «Peak TV» (σ.σ. κορύφωση της διαθέσιμης τηλεοπτικής παραγωγής). Σε αυτό το περιβάλλον τα δίκτυα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για διαρκώς μειούμενα τμήματα του διαθέσιμου κοινού. Κάθε δίκτυο αναζητά εναγωνίως μια παραγωγή με γρήγορη οικονομική απόδοση που θα το διαφοροποιήσει από τα υπόλοιπα.
«Υπάρχει τόσο περιεχόμενο σήμερα σε σχέση με τότε που είχαν κάνει πρεμιέρα οι Sopranos ή το Breaking Bad» λέει ο Άλαν Σέπινγουολ, συγγραφέας του “The Revolution Was Televised” («Η Επανάσταση μεταδόθηκε τηλεοπτικά»). «Βλέπουμε τηλεόραση σε διαφορετικό χρόνο και αυτό δυσκολεύει μια εκπομπή να γίνει θέμα συζήτησης στην εποχή της Peak TV. Το Game of Thrones ίσως είναι το τελευταίο του είδους αυτών των εκπομπών», προσθέτει.
Σε κάθε περίπτωση, τα δίκτυα προσπαθούν να επαναλάβουν την επιτυχία τους. Τον Νοέμβριο του 2017 η Amazon ανακοίνωσε πως αγόρασε τα δικαιώματα για την προσαρμογή του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών σε τηλεοπτική σειρά, με κόστος που εκτιμάται στο 1 δισ. δολάρια, ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής που περιλαμβάνει τη μετάβαση σε υψηλού προϋπολογισμού παραγωγές με «παγκόσμιο αντίκτυπο». «Η εντολή του [επικεφαλής της Amazon] Τζεφ Μπέζος είναι σαφής», έγραψε το περιοδικό Variety δύο μήνες πριν την ανακοίνωση της συμφωνίας. «Φέρτε μου το Game of Thrones».
Για τους Μπένιοφ και Βάις, η πορεία δεν ήταν πάντοτε χωρίς αναταράξεις. Τον Ιούλιο του 2017 ανακοίνωσαν τα σχέδιά τους για το επόμενο έπος τους, μια αμφιλεγόμενη παραγωγή εναλλακτικής ιστορίας ονόματι «Confederate» που φανταζόταν έναν κόσμο όπου ο Αμερικανικός εμφύλιος έληγε χωρίς νικητή και η δουλεία παρέμενε νόμιμη. «Το Confederate είναι η περίπτωση του προκλητικού πειράματος που μπορεί να λάβει χώρα όταν η πραγματικότητα που έχει ζήσει κάποιος σου μοιάζει με φαντασία» γράφει στο Atlantic ο Αμερικανός συγγραφέας Τα-Νεχίσι Κόουτς, σχολιάζοντας την αναγγελία. Το hashtag #NoConfederate έφτασε στην πρώτη θέση μεταξύ των θεμάτων του Twitter στις ΗΠΑ.
Για την ώρα το έργο έχει αναβληθεί επ’ αόριστον, αν και το δίκτυο υποστηρίζει πως αυτό δεν οφείλεται στις αντιδράσεις. Όμως η όρεξη του HBO για επικές παραγωγές παραμένει: Μια προσαρμογή του “His Dark Materials” του Φίλιπ Πούλμαν γυρίστηκε σε συμπαραγωγή με το BBC και πρόκειται να βγει στον αέρα φέτος. Ο Nτέιμον Λίντελοφ, ο δημιουργός του Lost, εργάζεται στην προσαρμογή του κόμικ Watchmen της DC.
Στο μεταξύ, το πολιτιστικό κεφάλαιο που δημιουργήθηκε από το σύμπαν του Game of Thrones θα επενδυθεί περαιτέρω: Έχει ανατεθεί ήδη ένα πρίκουελ –μια σειρά που προαναγγέλλει το σίριαλ- με τη Ναόμι Γουότς στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Τέσσερα ακόμα spin-off έχουν επίσης συζητηθεί.
Κατά κάποιον τρόπο, ωστόσο, φαίνεται απίθανο κάποιες από αυτές τις παραγωγές να φτάσουν την αίγλη του πρωτότυπου. «Είναι πιθανό το επόμενο Game of Thrones να μην είναι μία επική σειρά φαντασίας» λέει ο Σέπινγουολ. «Όπως ακριβώς το επόμενο Sopranos δεν ήταν άλλη μία ιστορία με κακοποιούς. Ποτέ δεν λειτουργεί έτσι».
O Nτέβιντ Σάιμον, δημιουργός του The Wire, κάποτε είπε: «Οι τηλεθεατές είναι σαν ένα παιδί. Έλα στο τραπέζι, τους λες, εδώ είναι το φαγητό σου. Έχεις πατάτες, έχεις λαχανικά και θέλουν το παγωτό».
Ίσως τελικά το Game of Thrones είναι το παγωτό – η ένοχη απόλαυση μιας γενιάς που παλιμπαιδίζει και δεν μπορεί να διασκεδάσει με σοβαρά έργα τέχνης. Μια σειρά που, όπως θα το έθετε και ο νομπελίστας Άνταμ Φουλντς, έχει «ψεκαστεί με φινέτσα». Αλλά για πολλούς λάτρεις της σειράς, δεν είναι έτσι.
Λίγες εβδομάδες πριν το ξεκίνημα της τελευταίας σαιζόν, επιστρέφω στην παμπ Τρεις Πυξίδες, το μέρος της δικής μου αφύπνισης στο Game of Thrones. Η παμπ είναι γεμάτη με τους millennial στους οποίους δείχνει να στοχεύει η σειρά. Σε ένα μικρό τραπεζάκι έξω, βρίσκω τρεις νεαρές να γελάνε. «Θεέ μου, λατρεύω το Game of Thrones», μου λέει η Ελίζα, όταν την ρωτώ αν βλέπει τη σειρά. «Έχει περάσει τόσος καιρός από την τελευταία σεζόν που το έχω σχεδόν ξεχάσει».
«Δεν μου αρέσει», παρεμβαίνει η φίλη της η Φλο. «Συγνώμη αλλά με ενοχλεί το σεξ και η βία. Ο τρόπος που η σειρά δείχνει να φέρονται στις γυναίκες δεν μου φαίνεται σωστός».
«Όμως πολλές γυναίκες εμφανίζονται ιδιαίτερα ισχυρές», επιμένει η Ελίζα.
Ακολουθεί μια σειρά επιχειρημάτων. Τα υπέρ, τα κατά, οι δράκοι. «Εντάξει λοιπόν», λέει η Φλο. «Ίσως του δώσω άλλη μια ευκαιρία».
Τότε αντιλαμβάνομαι ότι ίσως μέρος της ελκυστικότητας του Game of Thrones να βασίζεται ακριβώς σε αυτές τις αντιπαραθέσεις – τις ατελείωτες συζητήσεις που προκαλούν οι πολλές αμφιλεγόμενες εξελίξεις της σειράς. Στην πραγματικότητα, μια πολύ καλύτερη αναλογία της εμπειρίας του Game of Thrones μπορεί να βρεθεί, όχι σε μια σειρά αλλά στον αθλητισμό: Η ανάλυση μετά από ένα κρίσιμο ματς, η παθιασμένη αφοσίωση των θεατών, ακόμη και η δομή της σειράς μοιάζει με αν μεγάλο τουρνουά που εξελίσσεται σταδιακά προς την επικράτηση ενός μεγάλου νικητή. Όλα αυτά θυμίζουν περισσότερο Μουντιάλ παρά τους Sopranos.
Όμως υπάρχει και κάτι παραπάνω. Στο πολυδιασπασμένο τηλεοπτικό τοπίο του streaming, όπου η κατανάλωση είναι υπερ-ατομικευμένη, υπάρχει η σπάνια ευχαρίστηση του να αποτελεί κανείς μέρος μιας συλλογικής κουλτούρας. Το απόγευμα που επισκέφθηκε την παμπ, ένας αδύνατος νέος άντρας, ο James, μου είπε ότι είχε αντισταθεί στο Game of Thrones για χρόνια, αλλά τελικά ενέδωσε στην τελευταία σαιζόν. «Μπορεί να είναι ένα σωρό αρχαία σκ…α, αλλά δεν θέλεις να είσαι εκτός παιχνιδιού, έτσι δεν είναι;».
© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation