Η αμερικανική αγορά μετοχών τρέχει ένα ακόμα σερί, καταγράφοντας διψήφια κέρδη από την αρχή της χρονιάς και επεκτείνοντας το «ράλι των ταύρων» που έχει κρατήσει δέκα χρόνια. Σε όρους καθαρών αριθμών οι μετοχές κατέχουν θέση πολύ υψηλότερη από κάθε άλλο τύπο ενεργητικού, και στην καθημερινή ζωή έχουν περάσει μπροστά από το real estate ως μέσo αποθήκευσης πλούτου των Αμερικανών.
Υπό το πρίσμα της διαχείρισης ρίσκου, οι πολιτικοί θα πρέπει να εξετάσουν τη διεύρυνση του ορισμού για το «πολύ μεγάλο για να αποτύχει» (too big to fail), ώστε να περιλαμβάνει τμήματα της αγοράς και όχι μόνο χρηματοπιστωτικούς ομίλους, καθώς, σε διάφορες περιπτώσεις, τα κύρια ρίσκα για την οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα ήταν η υψηλή αξία ενεργητικού στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα.
Η δύναμη και η επιρροή των μετοχών δεν πρέπει να εξετάζονται μόνο με βάση τα νούμερα αλλά και με το πώς η αγορά έχει γίνει μέρος της δημόσιας και πολιτικής συζήτησης, όπως και οδηγός και επαλήθευση της πολιτικής.
Σε σημερινές τιμές η χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων σε αγορές μετοχών υπολογίζεται σε περίπου 33 τρισεκατομμύρια δολάρια, όχι μακριά από το ρεκόρ των 36 τρισεκατομμυρίων δολαρίων του τρίτου τριμήνου του 2018. Ο λόγος της χρηματιστηριακής αξίας προς το ονομαστικό ΑΕΠ ανέρχεται στο 1,6. Το ρεκόρ του 1,7 επετεύχθη δυο φορές στο παρελθόν, το τρίτο τρίμηνο του 2018 και το πρώτο τρίμηνο του 2000.
Η περιουσία των νοικοκυριών σε μετοχές, που τους ανήκουν άμεσα ή έμμεσα, ανέρχεται σε περίπου 30 τρισ. δολάρια και αποτελούν το πιο πολύτιμο στοιχείο ενεργητικού στους ισολογισμούς τους. Οι μετοχές αντιστοιχούν στο 33% του συνολικού χρηματοοικονομικού ενεργητικού των νοικοκυριών, επίπεδο που έχει ξεπεραστεί μόνο το 2000, όταν το αντίστοιχο ποσοστό είχε ανέλθει στο 37%.
Οι μετοχές έχουν ξεπεράσει την αγοραία αξία του real estate στους ισολογισμούς των νοικοκυριών για έξι διαδοχικά έτη. Η μόνη άλλη φορά που οι μετοχές ξεπέρασαν το real estate ήταν το 1998-99, το οποίο έγινε μετά από πέντε συναπτά έτη με κέρδη 20 ως 30% στην αγορά μετοχών.
Oι ειδήσεις για την αγορά μετοχών έχουν τον πρώτο λόγο στην επικαιρότητα. Σήμερα υπάρχουν διάφορες εκπομπές οι οποίες είναι αφοσιωμένες στις μετοχές και ακόμα και τα δελτία ειδήσεων δείχνουν ζωντανά την πορεία των μετοχών. Τα νέα για τις χρηματιστηριακές αγορές είναι τόσο συχνά και συνηθισμένα όσο και τα δελτία καιρού.
Η αγορά μετοχών έχει γίνει ένας σημαντικός καταλύτης στη διαμόρφωση της καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης και αντιμετωπίζεται συχνά ως το πιο σημαντικό «πραγματικού χρόνου» βαρόμετρο των σημερινών και μελλοντικών συνθηκών.
Οι φορείς άσκησης νομισματικής πολιτικής αναζητούν στη χρηματιστηριακή αγορά μια επιβεβαίωση των αντιλήψεων τους για την οικονομία και την πολιτική που ακολουθούν. Πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι η πρόσφατη μεταστροφή από τη Fed με το πάγωμα των περαιτέρω αυξήσεων επιτοκίων συνδέεται άμεσα με τη βουτιά κατά περίπου 20% στις μετοχές το τέταρτο τρίμηνο του 2018. Εν τω μεταξύ, πολιτικοί ηγέτες όπως ο Ντόναλντ Τραμπ επικαλούνται την πορεία των μετοχών ως βαρόμετρο της επιτυχίας ή της αποτυχίας των πολιτικών τους και της ηγεσίας τους.
Τίποτα από όλα αυτά δεν προμηνύει κάποια διόρθωση στην αγορά μετοχών, αλλά καταδεικνύει πως έχει αποκτήσει οικονομική, πολιτική, δημόσια και χρηματοοικονομική βαρύτητα όπως ποτέ στο παρελθόν. Τούτο εγείρει ένα ερώτημα: «Είναι η αγορά μετοχών πολύ μεγάλη για να αποτύχει;». Αυτό ήταν προφανώς ένα ξεκάθαρο ερώτημα στις αρχές της δεκαετίας του 2000 όταν η αγορά κατοικίας – μια κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη και τη ρευστότητα – κατέρρευσε, προκαλώντας ευρύ πλήγμα στην οικονομία και στην χρηματοοικονομική αγορά.
Όσον αφορά την αγορά μετοχών το ερώτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί εκ των υστέρων, αλλά μετά από 10 χρόνια κερδών τα ρίσκα αυξάνονται, ειδικά από τη στιγμή που τα πρόσφατα κέρδη φαίνεται να συνδέονται με την υπόσχεση του εύκολου χρήματος και όχι των πιο ισχυρών εταιρικών κερδών.
Oι φορείς άσκησης πολιτικής έχουν επανειλημμένα υποστηρίξει πως είναι αδύνατο να εντοπίσουν φούσκες και ότι η καλύτερη άμυνα εναντίον τους είναι η αυστηρή εποπτεία και ρύθμιση. Η πολιτική αυτή δεν λειτουργεί στην πράξη όταν τα ρίσκα βρίσκονται στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα και το εύκολο χρήμα είναι μέρος του προβλήματος.
Στα σημερινά επίπεδα, η αγορά μετοχών είναι πολύ μεγάλη για να αποτύχει χωρίς να προκαλέσει ουσιαστική ζημιά στην οικονομία, μια ζημιά η οποία θα ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτό που συνέβη στην τεχνολογική φούσκα το 2000, καθώς οι φορείς άσκησης πολιτικής δεν έχουν τα περιθώρια να μειώσουν τα επιτόκια και το real estate δεν πρόκειται να προσφέρει το ίδιο μαξιλάρι για τους επενδυτές ή την οικονομία.
* Ο συγγραφέας είναι πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Alliance Bernstein
© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation