Τα εξωτερικά σοκ απειλούν το εξαγωγικό θαύμα της Γερμανίας

Η μεγάλη κερδισμένη της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου αντιμετωπίζει τώρα τον κίνδυνο από τις πολιτικές Τραμπ και την επιβράδυνση της Κίνας. Το όπλο της ισχυρής εσωτερικής ζήτησης, το πολιτικό δίλημμα και οι «εθνικοί πρωταθλητές».

Τα εξωτερικά σοκ απειλούν το εξαγωγικό θαύμα της Γερμανίας
  • Guy Chazan (Βερολίνο)

Όταν ο Bέρνερ Λίμπερχερ κοιτά την παγκόσμια οικονομία δεν βλέπει τίποτα άλλο παρά προειδοποιητικά σημάδια. «Το Brexit είναι ένα μπέρδεμα, η Κίνα επιβραδύνει, οι ΗΠΑ χάνουν ύψος», υποστηρίζει. «Είναι βέβαιο ότι περάσαμε την κορύφωση της παγκόσμιας ανάπτυξης».

Αυτό είναι δυνητικά ανησυχητικό για την εταιρεία που διευθύνει, την Mann + Hummel, ένα παραγωγό φίλτρων με έδρα την νοτιοδυτική Γερμανία που απασχολεί 20.000 ανθρώπους. Όπως οι περισσότεροι από τους συναδέλφους του, εξαρτάται πολύ από τις εξαγωγές. Κι’ όμως οι αγορές στις οποίες πουλά προϊόντα δείχνουν αυξανόμενα εύθραυστες.

«Από την πλευρά του γεωπολιτικού ρίσκου, τους εμπορικούς πολέμους [ΗΠΑ-Κίνα], τον λαϊκισμό στην ΕΕ, το Brexit, όλα αυτά είναι μεγάλες ανησυχίες για εμένα», σημειώνει. Για να ξεπεράσει την επερχόμενη επιβράδυνση μόλις ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα περικοπής δαπανών 60 εκατ. ευρώ στην επιχείρηση το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει σημαντικές περικοπές θέσεων.

Η Mann + Hummel δεν είναι η μόνη. Εκατοντάδες εταιρείες στη Γερμανία προετοιμάζονται για επιβράδυνση στις μεγαλύτερες αγορές τους, η οποία μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική προοπτική της χώρας. Η κυβέρνηση του Βερολίνου προβλέπει τώρα ανάπτυξη του ΑΕΠ της χώρας μόλις κατά 1% φέτος, χαμηλότερα από την προηγούμενη πρόβλεψη του 1,8%. Αυτό θα είναι το μικρότερο ποσοστό από το 2013.

Η επιβράδυνση αποκάλυψε ένα ακανθώδες πρόβλημα για τη Γερμανία. Ως εξαγωγικός πρωταθλητής υπήρξε ένας από τους περισσότερο ωφελημένους από την παγκοσμιοποίηση, το ελεύθερο εμπόριο και τα ανοικτά σύνορα: οι εξαγωγές αντιστοιχούν στο 50% του ΑΕΠ της χώρας. «Η Γερμανία συνδέεται πιο βαθιά με την παγκόσμια οικονομία απ’ ότι, πιθανά, οποιαδήποτε άλλη χώρα», λέει ο υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς. «Η ευημερία μας, οι δουλειές μας, οι κοινωνικές δομές εξαρτώνται από την συνέχιση της δυνατότητάς μας να πωλούμε τα προϊόντα μας στον υπόλοιπο κόσμο».

Κι’ όμως η εξαγωγική επιτυχία κάνει την χώρα εξαιρετικά ευάλωτη σε εξωτερικά σοκ. Ως αποτέλεσμα, η αναμέτρηση Τραμπ – Ξι, η πολιτική προστατευτισμού του η «Αμερική Πρώτα» και η αποδυναμωμένη ανάπτυξη σε μεγάλες αγορές, όπως η Κίνα (της οποίας το ΑΕΠ επεκτάθηκε μόλις 6,6% την περασμένη χρονιά, στο χαμηλότερο ρυθμό από το 1990) έχουν πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στην Γερμανία απ’ ότι σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία.

«Το μεγάλο ερώτημα είναι: έχουμε ακόμα το σωστό διεθνές πολιτικό πλαίσιο για μια οικονομία σαν τη δική μας που είναι τόσο ανοικτή στον κόσμο;» σημειώνει ο Μίκαελ Χιούτερ, επικεφαλής του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου στην Κολονία. «Αυτή είναι μια ερώτηση που δεν χρειάστηκε να συζητήσουμε στο παρελθόν, αλλά τώρα την συζητούμε».

Τα σημάδια ότι ο γερμανικός εξαγωγικός οδοστρωτήρας ίσως έχει πρόβλημα, έχουν αρχίσει να συσσωρεύονται. Η χώρα απέφευγε οριακά μια τεχνική ύφεση πέρυσι μετά την μείωση του ΑΕΠ κατά 0,2% το τρίτο τρίμηνο και την παραμονή σε μηδενική μεταβολή το τέταρτο. Για το σύνολο της χρονιάς η ανάπτυξη περιορίστηκε στο απογοητευτικό 1,4%, έναντι 2,2% του ΑΕΠ το 2017.

Εν τω μεταξύ τον Δεκέμβριο οι νέες εργοστασιακές παραγγελίες και οι εξαγωγές μειώθηκαν, ενώ η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε απροσδόκητα για τέταρτο συνεχόμενο μήνα εξαιτίας της αδύναμης ζήτησης από το εξωτερικό. Τον ίδιο μήνα οι λιανικές πωλήσεις έπεσαν με τον ταχύτερο ρυθμό εδώ και 11 χρόνια.

Είναι τώρα ξεκάθαρο ότι μετά από εννέα χρόνια στην οικονομική στρατόσφαιρα, η Γερμανία πέφτει στη Γη με θόρυβο. «Η βιομηχανική παραγωγή και η απασχόληση αυξάνονταν με, λίγο πολύ, ευθύγραμμη πορεία από το 2011, κάτι που από μόνο του είναι εντυπωσιακό», αναφέρει ο Χιούερ. Οι παγκόσμιες αβεβαιότητες, όμως, βάζουν εμπόδια.

Το κλίμα στα γερμανικά διοικητά συμβούλια έχει εμφανώς χαλάσει. Ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος που καταρτίζει το Ινστιτούτο Ifo στο Μόναχο έπεσε από 101 μονάδες στον Δεκέμβριο στις 99,1 μονάδες τον Ιανουάριο, το χαμηλότερο επίπεδο εδώ και τρία χρόνια. «Η έκρηξη έχει εκτονωθεί», λέει ο Θόρστεν Πολέιτ, επικεφαλής οικονομολόγος στην Degussa-Goldhandel. «Βλέπουμε την επιστροφή στην σκληρή πραγματικότητα».

Υπάρχουν, όμως, δυο όψεις στην ιστορία: ενώ η βιομηχανία αντιμετωπίζει επιβράδυνση, η υπόλοιπη οικονομία πηγαίνει καλά. Πολλά θεμελιώδη συνεχίζουν να είναι ισχυρά: η απασχόληση είναι σε ρεκόρ για την περίοδο μετά την επανένωση. Η κατανάλωση των νοικοκυριών είναι υγιής. Μισθοί και συντάξεις αυξάνονται με ρυθμούς ανώτερους του πληθωρισμού. Το κόστος δανεισμού παραμένει χαμηλό και κάποιες πρόσφατες κοινωνικές παροχές θα λειτουργήσουν ως μικρή δημοσιονομική τόνωση.

«Η εγχώρια ζήτηση παραμένει πολύ ισχυρή», δηλώνει ο Κλάους Ντόιτς, επικεφαλής του τμήματος έρευνας οικονομικής πολιτικής στην BDI, το κύριο γερμανικό επιχειρηματικό λόμπι. «Οι επενδύσεις στις κατασκευές και τον εξοπλισμό είναι ακόμα στιβαρές, όπως η ιδιωτική κατανάλωση. Έτσι σε εγχώριους όρους η οικονομία είναι ακόμα σε κατάσταση επέκτασης».

Οι αισιόδοξοι ισχυρίζονται ότι η βουτιά στα τέλη της χρονιάς οφείλεται σε προσωρινούς παράγοντες που τώρα έχουν εξασθενίσει. Ένας είναι οι νέοι κανονισμοί για τις εκπομπές που ενεργοποιήθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο και δημιούργησαν τεράστιες δυσχέρειες στις αυτοκινητοβιομηχανίες, αναγκάζοντας επιχειρήσεις να μειώσουν την παραγωγή τους. Ένας άλλος ήταν η ασυνήθιστα χαμηλή στάθμη υδάτων στον Ρήνο, η οποία διατάραξε τις αποστολές χημικών.

Αυτός είναι ο λόγος που υπουργοί εμφανίζονται τόσο αισιόδοξοι, τουλάχιστον δημοσίως. «Σε αντίθεση με τους περισσότερους ευρωπαίους γείτονες, η Γερμανία έχει πλέον εννέα χρόνια συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης, το μεγαλύτερο τέτοιο αδιάκοπο σερί από το 1966», λέει ο υπουργός Οικονομίας Πέτερ Αλμτάιερ σε συνέντευξή του.

Εξωτερικοί παράγοντες, όπως η εμπορική διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας και το Brexit έχουν θολώσει την εικόνα, δηλώνει. «Για δεύτερη φορά μετά το 2013 βλέπουμε προσωρινή αποδυνάμωση της ανάπτυξης», προσθέτει. «Είμαστε όμως ακόμα σε ανοδική πορεία, και νομίζω μπορούμε να συνεχίσουμε για το ορατό μέλλον».

Ο διχασμός μεταξύ της εγχώριας κατάστασης και του εξωτερικού περιβάλλοντος εξηγεί το γιατί πολλές εταιρείες δεν έχουν νοιώσει στην πραγματικότητα το αντίκτυπο της επιβράδυνσης. Πρόσφατη έρευνα της EY κατέγραψε ότι το 65% των «mittelstand» εταιρειών (μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας), ήταν απόλυτα ικανοποιημένες από την κατάσταση των εργασιών τους, ποσοστό τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από πέρυσι και το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί από το 2004, οπότε και άρχισε η σχετική έρευνα.

Σχεδόν το ένα τρίτο θέλει να επενδύσει σε νέα μηχανήματα ή κτήρια, και 39% να προσλάβει νέο προσωπικό. «Οι γεωπολιτικές εντάσεις είναι ξεκάθαρα μικρότερη ανησυχία για τις Mittelstand απ’ ότι για τις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις», λέει ο εταίρος της EY, Mίκαελ Μάρμπλερ.

Ένα γκρουπ που συμβολίζει τη θετική διάθεση είναι το HAWE Hydraulik, ένας όμιλος στο Μόναχο που κατασκευάζει υδραυλικά εξαρτήματα και συστήματα. Το HAWE πραγματοποίησε ρεκόρ πέρυσι, με έσοδα 363 εκατομμυρίων ευρώ. Ο γενικός διευθυντής Καρλ Χάουσγκεν δηλώνει ότι η κατάσταση στον κλάδο κατασκευής μηχανημάτων είναι «καλή έως πολύ καλή».

«Aλλά υπάρχει μια αμφισημία εδώ» συνεχίζει. «Τα πράγματα εξελίσσονται καλά αυτή τη στιγμή, αλλά υπάρχουν μεγάλα πολιτικά ρίσκα τα οποία θα μπορούσαν να έχουν οικονομικές συνέπειες». Αν η εμπορική σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας κλιμακωθεί, «θα προκαλέσει σίγουρα μια επιβράδυνση στην παγκόσμια οικονομία» λέει. «Και η αβεβαιότητα επηρεάζει πάντοτε τον τομέα των κεφαλαιακών αγαθών» επισημαίνει. Ακόμα και αν ο κόσμος δεν οδηγηθεί σε εμπορικό πόλεμο, εκτιμά πως η HAWE θα δει μια ανάπτυξη εσόδων 3 με 5% φέτος, έναντι 17% το 2018.

O Xόλγκερ Μπίνγκμαν, επικεφαλής της BGA, της εμπορικής ένωσης της Γερμανίας, υποστηρίζει: «Δεν είναι ότι οι οικονομικοί και βιομηχανικοί δείκτες είναι αρνητικοί, είναι περισσότερο ένα αίσθημα φόβου και αβεβαιότητας. Είναι φυσιολογικό η ανάπτυξη να επιβραδύνεται. Αλλά τα μέλη μας ανησυχούν πως σύντομα θα είμαστε αντιμέτωποι με πολύ σοβαρά προβλήματα, όπως το σκληρό Brexit ή ένας κανονικός εμπορικός πόλεμος. Αυτός είναι ο λόγος πίσω από την ανησυχία».

Η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. αποτελεί ιδιαίτερη ανησυχία. Ερευνητές από το Ινστιτούτο Οικονομικής Έρευνας του Λάιμπνιτς ανέφεραν την προηγούμενη εβδομάδα πως ένα Brexit χωρίς συμφωνία θα έθετε σε κίνδυνο πάνω από 100.000 θέσεις εργασίας στη Γερμανία. Υπολογίζουν ότι περίπου 15.000 θέσεις εργασίας μόνο στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία εξαρτώνται από τις εξαγωγές στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Το επιδεινούμενο περιβάλλον δεν επηρεάζει μόνο τη Γερμανία. Τον περασμένο μήνα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανέφερε ότι το outlook για ολόκληρη την οικονομία της ευρωζώνης «είχε κινηθεί προς τα κάτω». Η ΕΚΤ ανέφερε ότι εξαιτίας των εντάσεων στο παγκόσμιο εμπόριο, το Brexit και τη μεταβλητότητα στις χρηματοοικονομικές αγορές, η επιβράδυνση που αρχικά πίστευε ότι θα ήταν προσωρινή μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο βαθιά.

«Πολλά έχουν να κάνουν με το εμπόριο» ανέφερε ο Μπενουά Κερέ, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της τράπεζας, όταν ρωτήθηκε για να εξηγήσει αυτό το «σοκ στην ανάπτυξη της ευρωζώνης». «Πολλά προέρχονται από έξω» πρόσθεσε.

Οι αυτοκινητοβιομηχανίες αισθάνονται ήδη την πίεση από αυτούς τους εξωτερικούς παράγοντες. Έχουν επηρεαστεί άμεσα από την πτώση στην Κίνα, όπου οι πωλήσεις αυτοκινήτων το 2018 υποχώρησαν κατά 2,8% στα 28,1 εκατομμύρια. Πρόκειται για την πρώτη συρρίκνωση από τη δεκαετία του 1990. Οι προβλέψεις έκαναν λόγο για ανάπτυξη 3%.

Είναι μια πρόκληση για τη BMW, την Daimler και τη Volkswagen, οι οποίες έχουν όλες επενδύσει τη μελλοντική τους ανάπτυξη στην Κίνα, τη μεγαλύτερη αγορά αυτοκινήτων στον κόσμο.

Η εμπορική σύγκρουση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα ενισχύει τις ανησυχίες. Όταν το Πεκίνο αύξησε τους δασμούς στα αυτοκίνητα που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ από το 15 στο 40% τον περασμένο Ιούλιο, τούτο έπληξε και τα γερμανικά αυτοκίνητα, όπως τα χιλιάδες σπορ οχήματα που εξάγει η BMW στην Κίνα από το εργοστάσιο της στη Βόρεια Καρολίνα. Οι δασμοί επηρέασαν και τα SUV τα οποία κατασκευάζει η Daimler στην Αλαμπάμα.

Αυτοί ήταν κάποιοι από τους «ισχυρούς αντίθετους ανέμους» που ο CEO της Daimler, Ντίτερ Ζέτσε, ανέφερε ότι είχε πλήξει την οικονομία το 2018 και είχαν οδηγήσει σε μια πτώση 29% στα καθαρά κέρδη ετησίως.
Άλλοι παράγοντες όπως η επιβράδυνση της ζήτησης για αυτοκίνητα στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική και οι υψηλές επενδύσεις στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα δεν βοήθησαν. Η Daimler ανακοίνωσε επίσης ότι μειώνει το μέρισμα της, για πρώτη φορά τα τελευταία εννιά χρόνια.

Τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν ακόμα χειρότερα αν ο κ. Τραμπ εκπληρώσει την απειλή του να επιβάλλει δασμούς σε εισαγωγές ευρωπαϊκών αυτοκινήτων. Οι εξαγωγές γερμανικών αυτοκινήτων στις ΗΠΑ θα μειώνονταν κατά το ήμισυ μακροπρόθεσμα αν επιβάλλονταν τέτοιοι δασμοί, σύμφωνα με την Ifo.

«Οι δασμοί αυτοί θα μείωναν τις συνολικές γερμανικές εξαγωγές κατά 7,7% ή €18,4 δισ.» λέει ο Γκάμπριελ Φελμπερμάυρ, επικεφαλής του κέντρου του Ifo για το εξωτερικό εμπόριο.

Μέχρι τώρα, η μικρή κάμψη δεν έχει επηρεάσει τα δημόσια οικονομικά της Γερμανίας. Η κυβέρνηση – ομοσπονδιακή, περιφερειακή και τοπική – παρήγαγε ένα τεράστιο πλεόνασμα €59,2 δισ. πέρυσι, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο 1,7% του ΑΕΠ, έναντι €34 δισ. το 2017. Η υψηλή απασχόληση έχει οδηγήσει σε άνοδο των εσόδων από φόρους μισθοδοσίας και από εισφορές: αυτά τα δύο σε συνδυασμό με τα χαμηλά επιτόκια αποτέλεσε ούριο άνεμο για το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας.

Αλλά ο κ. Σολτς, υπουργός Οικονομικών, έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει ότι η εποχή των τεράστιων φορολογικών εσόδων πλησιάζει στο τέλος της. Καθώς επιβραδύνεται η οικονομία, τα φορολογικά έσοδα θα υποχωρήσουν. Πράγματι, οι αξιωματούχοι νωρίτερα αυτόν τον μήνα αποκάλυψαν ένα χρηματοδοτικό κενό €24,7 δισ. ανάμεσα στο 2019 και το 2023, κυρίως επειδή τα ετήσια φορολογικά έσοδα θα είναι κατά μέσο όρο €5 δισ. λιγότερα από ότι αναμενόταν.

Ίσως είναι απαραίτητο το σφίξιμο του ζωναριού για να εξισορροπηθεί ο κρατικός ισολογισμός, σημείωσε ο κ. Σολτς. «Όπου υπάρχουν επιπρόσθετα αιτήματα για δαπάνες, θα πρέπει να κάνουμε οικονομία κάπου αλλού» σημείωσε. «Μπορούμε να αντέξουμε πολλά, αλλά όχι τα πάντα, και όχι ταυτόχρονα».

Αυτή η νέα, πιο σκληρή γραμμή, έρχεται σε μια στιγμή που η Γερμανία υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ανοίγει τη στρόφιγγα. Έχει υποσχεθεί να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες και επενδύσεις στην εκπαίδευση, ενώ κυβερνητική επιτροπή μόλις πρότεινε η Γερμανία να κλείσει όλες τις λιγντικές μονάδες παραγωγής ενέργειας ως το 2038, μια διαδικασία η οποία θα στοιχίσει στους φορολογούμενους €80 δισ. τα επόμενα 20 χρόνια. Ακόμα δεν είναι τελείως ξεκάθαρο από πού θα προέλθουν τα χρήματα αυτά.

Την ίδια στιγμή, αυξάνεται η πίεση για περικοπές στον εταιρικό φόρο ώστε να περιοριστεί η επερχόμενη κάμψη. «Πρέπει να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να συνεχιστεί η οικονομική επέκταση» σημειώνει ο κ. Αλμτάιερ. «Αυτό σημαίνει περισσότερα επενδυτικά κίνητρα και καλύτερο δημοσιονομικό περιβάλλον για τις εταιρείες». Ο ίδιος αναφέρει τη μεγάλη μεταρρύθμιση στον εταιρικό φόρο στις ΗΠΑ. «Είναι και αυτό κάτι που πρέπει να συζητήσουμε».

Με τον κ. Σολτς να συνιστά σύνεση, ελλοχεύει ο κίνδυνος συγκρούσεων για τη δημοσιονομική πολιτική οι οποίες θα μπορούσαν να αυξήσουν τις εντάσεις εντός του κυβερνητικού συνασπισμού της Άγκελα Μέρκελ. Καθώς η οικονομία παγώνει, η πολιτική αντιπαράθεση στο Βερολίνο αναμένεται να αναθερμανθεί.

Οι ανησυχίες για την τρέχουσα επιβράδυνση της Γερμανίας τροφοδοτούν και μια ευρύτερη συζήτηση για το μέλλον της οικονομίας και κατά πόσον κινδυνεύει να χάσει μακροπρόθεσμα έναντι δυνάμεων όπως η Κίνα.

Οι εκπληκτικοί ρυθμοί ανάπτυξης της Γερμανίας δεν ήταν «δοσμένοι από τον Θεό», δήλωσε ο υπουργός Οικονομίας, Πέτερ Αλτμάιερ, νωρίτερα αυτόν τον μήνα. «Αμφισβητείται διαρκώς από τον διεθνή ανταγωνισμό και τις αυθαίρετες παρεμβάσεις άλλων κρατών και εταιρειών». Πρόσθεσε επίσης πως πρέπει διαρκώς να κερδίζεται.

Η απάντηση του για την πρόκληση της Κίνας περιλαμβανόταν σε μια νέα βιομηχανική στρατηγική η οποία παρουσιάστηκε με πολλές τυμπανοκρουσίες. Οι «εθνικοί πρωταθλητές» θα μπορούσαν αν προστατευτούν και να προωθηθούν, σημείωσε, εν μέρει μέσω της χαλάρωσης των κανόνων ανταγωνισμού της Ε.Ε. Το κράτος, τόνσιε, θα έπρεπε να μπορεί να αποκτάει την ιδιοκτησία εταιρειών οι οποίες απειλούνται από επιθετική εξαγορά από τις κινεζικές εταιρείες. Οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι τον κατηγόρησαν για προστατευτισμό και για προσπάθεια κατάργησης της ελεύθερης αγοράς.

Εν τω μεταξύ, ειδικοί θέτουν ένα πιο πιεστικό πρόβλημα: οδεύει η Γερμανία σε ύφεση ή σε μια επιστροφή στην ομαλότητα; «Η οικονομική έκρηξη ήταν ασυνήθιστα μεγάλη, αλλά έχει μείνει από δυνάμεις» υπογραμμίζει ο Μάικλ Χιούτερ του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου. «Τώρα βλέπουν τη διόρθωση».

© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v