Κάποτε έλεγαν πως ό,τι ήταν καλό για την General Motors, ήταν καλό και για την Αμερική. Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ πιστεύει πως ό,τι είναι κακό για την Apple, είναι κακό για την Κίνα. Που σημαίνει ότι είναι καλό για την Αμερική.
Όταν οι πωλήσεις των iPhone της Apple είναι χαμηλότερες του αναμενόμενου, όπως έγινε την περασμένη εβδομάδα, η Κίνα υποφέρει. Τουλάχιστον αυτή είναι η θεωρία. Στην πράξη, στρέφονται σε smartphones που κατασκευάζει η Huawei, η εγχώρια εταιρεία τηλεπικοινωνιών, κάτι που μπορεί να βοηθήσει την Κίνα. Αυτό, όμως, είναι άσχετο. Αυτό που είναι κακό για κάποια από τα μεγαλύτερα brands της Αμερικής προφανώς είναι καλό για τον πρόεδρό της.
Είναι δύσκολο να μεγαλοποιήσει κανείς την απομάκρυνση από τον τρόπο με τον οποίο συνήθως συμπεριφέρονται οι Αμερικανοί πρόεδροι. Ωστόσο, η βαρύτητα των πιο ισχυρών αμερικανικών επιχειρηματικών λόμπι βρισκόταν σε πτώση από πριν αναλάβει την προεδρία ο κ. Τραμπ. Αυτός απλώς παγίωσε την κατάσταση. Ομάδες όπως το Εμπορικό Επιμελητήριο και η Επιχειρηματική Στρογγυλή Τράπεζα (Business Roundtable) διαμαρτύρονται μεγαλόφωνα για την πάταξη της μετανάστευσης από τον κ. Τραμπ, για τους δασμολογικούς πολέμους του και για τις αναστολές λειτουργίας της κυβέρνησης. Ο Λευκός Οίκος δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία. Η συμφωνία τους ήταν μια συμφωνία με τον διάβολο. Οι επιχειρήσεις «τσέπωσαν» πέρυσι τη μείωση της εταιρικής φορολόγησης του Τραμπ -και την απορρύθμιση. Τώρα θα πρέπει να «καταπιούν» τα υπόλοιπα.
Δεν είναι ότι ο κ. Τραμπ δεν έχει φίλους στον επιχειρηματικό κόσμο. Όμως αυτοί διαφέρουν από το παραδοσιακό πλήθος. Σχεδόν κανένας τους δεν έχει δημόσια εισηγμένη εταιρεία. Τείνουν να είναι developers ακινήτων, δισεκατομμυριούχοι του τομέα των private equities, μεγαλοεπιχειρηματίες των καζίνο και επικεφαλής οικογενειακών επιχειρήσεων.
Κολυμπούν σε διαφορετικά νερά απ’ ό,τι οι CEOs. Πολλοί έχουν έδρα στις μέσες πολιτείες των ΗΠΑ και εξυπηρετούν αποκλειστικά την ντόπια αγορά. Επηρεάζονται ελάχιστα από τους δασμολογικούς πολέμους που έχει εξαπολύσει ο κ. Τραμπ. Ούτε ανησυχούν για τις δημόσιες σχέσεις. Η Apple και η Nike μπορεί να αντιτίθενται σε κάποια αμερικανική πολιτεία, όταν αυτή απαγορεύει τις τουαλέτες για τους διεμφυλικούς ή περιορίζει τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Αυτό είναι που απαιτεί η φήμη των μετόχων τους. Οι αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες παραμένουν ένθερμα διεθνιστικές. Οι φίλοι του κ. Τραμπ είναι εθνικιστές-λαϊκιστές. Η διαφορετικότητα και η συμμετοχή δεν είναι υποχρεωτικές.
Ένα αυξανόμενο μερίδιο των αμερικανικών κεφαλαίων σήμερα πηγαίνει στις ιδιωτικές (σ.σ. μη εισηγμένες σε χρηματιστήρια) επιχειρήσεις. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες ο αριθμός των εισηγμένων αμερικανικών εταιρειών έχει μειωθεί σχεδόν στο ήμισυ. Οι αρχικές δημόσιες προσφορές δεν είναι πλέον ο εμφανής δρόμος για εταιρείες που χρηματοδοτούνται από τα private equities. Οι εταιρείες private equity είτε κρατούν τα μερίδιά τους για περισσότερο ή τα πουλάνε σε άλλους ιδιωτικούς όμιλους. Εν τω μεταξύ, η άνοδος των megafunds έχει δώσει τη δυνατότητα στις δημόσιες εταιρείες να γίνουν ιδιωτικές.
Η Amazon μπορεί να έπρεπε να κάνει δημόσια εγγραφή για να αγγίξει την αποτίμηση του 1 τρισ. δολαρίων για σύντομο χρονικό διάστημα πέρυσι. Δεν είναι σίγουρο πως η Uber και η WeWork πρέπει να την ακολουθήσουν. Σε κάθε ένα από τα τελευταία οκτώ χρόνια, το ποσό των μετοχών που αποσύρθηκαν από το αμερικανικό χρηματιστήριο έχει ξεπεράσει το ποσό των μετοχών που εκδόθηκαν -μια τάση που είναι γνωστή και ως «de-equitisation».
Ως αποτέλεσμα, έχουμε λιγότερη ορατότητα απ’ ό,τι κάποτε ως προς τη νοοτροπία των αμερικανικών επιχειρήσεων. Οι ιδιωτικές εταιρείες έχουν λιγότερο αυστηρές απαιτήσεις ως προς τη δημοσιοποίηση στοιχείων. Αφού δεν χρειάζεται να δημοσιοποιούν τριμηνιαίες λογιστικές καταστάσεις, πολλές από αυτές είναι πιο σταθεροί εργοδότες.
Θα ήταν δελεαστικό να σκεφτεί κανείς πως οι εισηγμένες εταιρείες λογοδοτούν περισσότερο στην κοινωνία. Όμως αυτό δεν φαίνεται να είναι πάντα η άποψη του κοινού. Όταν η Harley-Davidson αντέδρασε στους δασμούς του κ. Τραμπ τον περασμένο χρόνο αλλάζοντας σε offshore την παραγωγή της, πολλοί από τους υπαλλήλους της στο Ουινσκόνσιν επέρριψαν ευθύνες στη διοίκηση. Ο πρόεδρος αντιστεκόταν στο όνομα της Αμερικής. Τα στελέχη σκέφτονταν μόνο την κερδοφορία τους.
Ο κ. Τραμπ οδηγεί την ένταση αυτή στα όριά της. Από τη μια πλευρά, υπάρχει η αξία των μετόχων, που υπαγορεύει οι εταιρείες να παράγουν όπου είναι πιο αποδοτικά -στην περίπτωση της Apple, αυτό σημαίνει οπουδήποτε αλλού εκτός από την Αμερική. Αυτοί οι όμιλοι φέρουν την παγκόσμια σημαία. Από την άλλη πλευρά, είναι οι πατριωτικές αμερικανικές επιχειρήσεις που φτιάχνουν μπίρα στα Μεσοδυτικά ή παράγουν χάλυβα στη Βόρεια Καρολίνα, που φέρουν την αστερόεσσα.
Τις ερχόμενες εβδομάδες, ο κ. Τραμπ μπορεί να κλιμακώσει τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα. Ο στόχος του είναι να αναγκάσει τον επαναπατρισμό της παραγωγής, όπως αυτήν των iPhones. Το να βλάψει τις εταιρείες του S&P 500, το ήμισυ σχεδόν των εσόδων των οποίων προέρχεται από το εξωτερικό, είναι ένα τίμημα που ο κ. Τραμπ φαίνεται πρόθυμος να πληρώσει. Το Εμπορικό Επιμελητήριο μπορεί να παραπονιέται. Όμως η Εθνική Συνομοσπονδία Κατασκευαστών και η Εθνική Ομοσπονδία Ανεξάρτητων Επιχειρήσεων θα επικροτήσουν.
Εν τω μεταξύ, οι φίλοι του κ. Τραμπ τα πάνε πολύ καλά. Το υπουργικό του συμβούλιο δεν θα μπορούσε να είναι πιο εξυπηρετικό. Ένας πρώην λομπίστας του τομέα του άνθρακα, ο Άντριου Γουίλερ, διαχειρίζεται τώρα την Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος. Το υπουργείο Εσωτερικών θα αναλάβει ένας πρώην λομπίστας της πετρελαϊκής βιομηχανίας, ο Ντέιβιντ Μπέρνχαρτ. Και το υπουργείο Υγείας και ανθρωπίνων υπηρεσιών έχει αναλάβει ένας πρώην λομπίστας του φαρμακευτικού τομέα, ο Άλεξ Αζάρ.
Εν τω μεταξύ, η Λίντα ΜακΜάχον, πρώην επικεφαλής της εταιρείας κατς WWE, ηγείται της Διεύθυνσης Μικρών Επιχειρήσεων. Και η Μπέτσι ΝτεΒος, σύζυγος του πρώην διευθύνοντος συμβούλου της Amway, μιας εκ των μεγαλύτερων ιδιωτικών εταιρειών των ΗΠΑ, ηγείται του υπουργείου Παιδείας. Ο καθένας έρχεται από έναν πολύ διαφορετικό επιχειρηματικό κόσμο απ’ ό,τι η Goldman Sachs.
Η ειρωνεία είναι πως ο κ. Τραμπ εξακολουθεί να θεωρεί τον δείκτη Dow Jones ως βαρόμετρο επιτυχίας. Στην πραγματικότητα, αντανακλά πολύ μικρότερο κομμάτι της αμερικανικής επιχειρηματικής εικόνας απ’ ό,τι στο παρελθόν. Αν οι εντάσεις με την Κίνα επιδεινωθούν, τα χρηματιστήρια αναμφίβολα θα πέσουν. Όμως η επιχειρηματική Αμερική μιλά σήμερα με πολλές διαφορετικές φωνές.
Μαντέψτε ποιες θα ακούσει ο κ. Τραμπ...
© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation