Όταν αναλογίζομαι την κρίση του φιλελεύθερου συστήματος μας, θυμάμαι μια συνάντηση που είχα πριν από περίπου είκοσι χρόνια στο Βερολίνο με τον Βόλφγκανγκ Κάρτε, πρώην πρόεδρο της γερμανικής επιτροπής ανταγωνισμού.
Τον ρώτησα γιατί αυτός και οι διάδοχοι του υιοθετούσαν συχνά μια τόσο συντηρητική αντίληψη για τις υποθέσεις ανταγωνισμού και συγκεκριμένα γιατί δεν λάμβαναν σοβαρά υπόψη τα οικονομικά επιχειρήματα.
Όπως η πλειονότητα των φορέων άσκησης πολιτικής στη Γερμανία, ο κ. Κάρτε, ο οποίος πέθανε το 2003, ήταν δικηγόρος. Είπε πως θεωρούσε ότι η δουλειά του ήταν να βοηθάει τον αδύναμο να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι του ισχυρού. Αυτή ήταν η δουλειά ενός δικηγόρου, όχι ενός οικονομολόγου. Ανέφερε ακόμα πως δεν ενδιαφερόταν να εξασφαλίσει ίσους όρους, αλλά να ενισχύσει τις ευκαιρίες του αδύναμου.
Η κρίση του σύγχρονου φιλελευθερισμού έχει παρόμοια στοιχεία. Σήμερα έχουμε τη δική μας εκδοχή του προβλήματος του χάσματος μεταξύ αδύναμων και ισχυρών, αλλά δεν υπάρχει κανένας να γείρει την πλάστιγγα. Οι μικρότερες επιχειρήσεις πληρώνουν μεγαλύτερο φόρο σε σχέση με τα έσοδα τους από ότι οι μεγάλες πολυεθνικές. Οι οικονομικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση διεύρυναν τις ανισότητες στο εισόδημα και τον πλούτο. Μεγάλες μεταναστευτικές ροές προκάλεσαν ανασφάλεια, όπως και η έλευση νέων τεχνολογιών. Όταν επικρίνεις τους ψηφοφόρους ή τους χειραγωγείς, όπως συνέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά το δημοψήφισμα του Brexit, τότε βάζεις το κερασάκι στην τούρτα.
Ο κ. Κάρτε ήταν ένας κλασσικός Γερμανός υπέρμαχος του ορντοφιλελευθερισμού (ordoliberalism), μια σχολή σκέψης που αναπτύχθηκε μετά τη διάλυση της γερμανικής δημοκρατίας στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Τα μακροοικονομικά του γερμανικού ορντοφιλελελευθερισμού είναι κάπως αναξιόπιστα. Αλλά υπερείχαν σε ένα μόνο σημείο. Οι εμπνευστές τους εξήγησαν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον πως κατέρρευσε η φιλελεύθερη τάξη της Γερμανίας τη δεκαετία του 1920 και πως έκανε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να σταματήσει να την υποστηρίζει.
Η σύντομη, βιαστική απάντηση είναι πως η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ευνοούσε τον ισχυρό. Τα μακροοικονομικά σοκ της περιόδου εκείνης – ο υπερπληθωρισμός και η ύφεση – έχουν αναλυθεί εκτενώς. Συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική αποξένωση των μεσαίων τάξεων. Αλλά δεν ήταν οι μόνες αιτίες. Η περίοδος εκείνη χαρακτηρίστηκε και από την ενίσχυση των βιομηχανικών καρτέλ που απείλησαν το μεροκάματο των μικρών εμπόρων και επιχειρηματιών.
Όταν οι υπέρμαχοι του ορντοφιλελευθερισμού ήρθαν τελικά στην εξουσία στη μεταπολεμική Γερμανία, το πρώτο που έκαναν ήταν να γείρουν την πλάστιγγα δημιουργώντας μια εταιρική και χρηματοπιστωτική υποδομή για τη στήριξη των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Γερμανίας είναι ένας λόγος για την ισχύ της Γερμανίας, αλλά και για τη στασιμότητα της.
Και ένα από τα κύρια διδάγματα της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας είναι πως δεν μπορούμε να αγνοούμε τη διανομή του εισοδήματος και του πλούτου.
Τούτο δεν είναι ένα επιχείρημα υπέρ της αναδιανομής. Αφορά την ενεργητική διαχείριση των ευκαιριών που προσφέρει ο καπιταλισμός ώστε να διασφαλιστεί ότι η πλειονότητα του πληθυσμού παραμένει στο παιχνίδι. Θυμηθείτε τον επιτυχημένο τύπο επιχειρηματικού καπιταλισμού της Μάργκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1980. Μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, μετέτρεψε τους απλούς αποταμιευτές σε μετόχους. Μέσω της πώλησης εργατικών κατοικιών, μετέτρεψε τους ενοικιαστές σε ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας.
Δεν μπορούμε να αντιγράψουμε το παράδειγμα αυτό: δεν υπάρχουν εργατικές κατοικίες να πουληθούν, ούτε εταιρείες να ιδιωτικοποιηθούν. Αλλά για να σώσουμε τον καπιταλισμό πρέπει να βρούμε τρόπους για να διατηρήσουμε τη δέσμευση του μέσου ψηφοφόρου στο σύστημα, όπως έκανε η Θάτσερ τη δεκαετία του 1980. Εκτιμώ ότι οι ψηφοφόροι είναι σε γενικές γραμμές ικανοποιημένοι σε μέρη όπως η Γερμανία, οι Κάτω Χώρες και η Ιρλανδία. Δεν είμαι τόσο σίγουρος για το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία ή την Ιταλία.
Αυτό που πολλές φορές οδηγεί τους οπαδούς και τους υπερασπιστές της φιλελεύθερης οικονομίας σε λάθος κατεύθυνση στην ανάλυση τους είναι ο εθισμός τους σε μακροοικονομικούς δείκτες όπως το ΑΕΠ και το επίσημα καταγεγραμμένο ποσοστό της ανεργίας. Η δεκαετία πριν το δημοψήφισμα του Brexit ήταν μια δεκαετία εύλογης ανάπτυξης του ΑΕΠ. Δεν υπήρχε τίποτα στα οικονομικά στοιχεία που να έδειχνε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα ψήφιζε να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αλλά μια πιο περιεκτική ανάλυση μας δίνει μια διαφορετική εικόνα. Στοιχεία που βασίζονται στις έρευνες της βρετανικής στατιστικής υπηρεσίας στα εισοδήματα των νοικοκυριών και του Resolution Foundation, μιας δεξαμενής σκέψης, έδειχναν ότι τα εισοδήματα των νοικοκυριών συμπεριλαμβανομένου και του κόστους στέγασης έμειναν στάσιμα για το 60% των νοικοκυριών προς το κάτω άκρο της εισοδηματικής κατανομής ανάμεσα στο 2002 και το 2015.
Το κύμα απογοήτευσης που υπάρχει σήμερα στη Γαλλία έρχεται και αυτό σε αντίθεση με τη σχετικά ικανοποιητική ανάπτυξη του ΑΕΠ μετά την κρίση. Αλλά όπως έδειξε μελέτη του McKinsey Global Institute, η ανάπτυξη των εισοδημάτων διακόπηκε απότομα σχεδόν σε όλα τα νοικοκυριά των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Η βασική ομάδα ψηφοφόρων που στήριξε την επανάσταση της Θάτσερ τη δεκαετία του 1980 ήταν η «C2», όπως είναι η δημογραφική κατηγοριοποίηση των ειδικευμένων εργατών. Οι Θάτσερ προστάτεψε το μέσο νοικοκυριό. Οι διάδοχοι της έχασαν πρώτα τη μεσαία τάξη και στη συνέχεια παρίσταναν ότι τους σόκαραν γεγονότα όπως το Brexit.
Όποιο σύστημα αφήνει πίσω το 60% των νοικοκυριών είναι καταδικασμένο να καταρρεύσει στο τέλος.
Είναι η απόλυτη ειρωνεία: ο φιλελευθερισμός καταρρέει εξαιτίας των δυνάμεων της αγοράς.
© The Financial Times Limited 2018. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation