Το παρ’ ολίγον αεροπορικό δυστύχημα της Άγκελα Μέρκελ θα μπορούσε να είναι μια μεταφορά για την τύχη της ιδέας της για έναν ευρωπαϊκό στρατό.
Γνωρίζαμε ήδη ότι σχεδόν όλα τα αεροσκάφη της Luftwaffe είναι σε κακή κατάσταση μετά από χρόνια ανεπαρκών επενδύσεων. Αυτό που δεν γνωρίζαμε είναι ότι το πιο σημαντικό της αεροσκάφος -εκείνο που μεταφέρει τη Γερμανίδα καγκελάριο- είναι εξίσου αχρηστευμένο. Η κα Μέρκελ αναγκάστηκε να μεταβεί στη σύνοδο της G20 στο Μπουένος Άιρες με πτήση της Iberia από τη Μαδρίτη. Είναι κάτι που πιθανότατα δεν θα συνέβαινε στον Ντόναλντ Τραμπ, τον Σι Τζινπίνγκ και τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Η κα Μέρκελ έπρεπε να είχε δώσει την ομιλία της για τον ευρωπαϊκό στρατό στην Bundestag, όχι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και να είχε επικεντρωθεί σε αυτά που πρέπει να κάνει πρώτα η Γερμανία: να αντιμετωπίσει τη μακροχρόνια έλλειψη επενδύσεων στην άμυνα και τη διαχρονική απροθυμία να στείλει στρατό σε διεθνείς αποστολές που η γερμανική κυβέρνηση στηρίζει.
Παρά την έλλειψη ενός κοινού στρατού, η Ε.Ε. έχει ισχυρά γεωπολιτικά εργαλεία. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ξεκίνησε με μια κοινή εξωτερική εμπορική πολιτική, η οποία υπογράφηκε το 1957. Η συνθήκη του Μάαστριχ 35 χρόνια αργότερα δημιούργησε τα εργαλεία για μια κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική και μια νομισματική ένωση. Μεταξύ αυτών, η εμπορική πολιτική και το ευρώ είναι τα πιο ισχυρά όπλα της.
Με το λανσάρισμά του το 1999, το ευρώ έγινε αμέσως το δεύτερο μεγαλύτερο νόμισμα στον κόσμο για τα επίσημα αποθέματα, την τιμολόγηση και τις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Αλλά ούτε καν που πλησίασε στο να συναγωνιστεί το αμερικανικό δολάριο. Η δεύτερη θέση ήταν μια συνειδητή επιλογή. Οι ηγέτες της Ε.Ε. ανησυχούσαν πάντοτε περισσότερο για την εσωτερική σταθερότητα της νομισματικής ένωσης -τις τιμές και τη δημοσιονομική σταθερότητα- παρά για τη δυνητική χρήση του νομίσματος ως εργαλείου εξωτερικής πολιτικής.
Την εποχή εκείνη, το ΝΑΤΟ φρόντιζε το πλαίσιο εξωτερικής ασφάλειας των περισσότερων μελών. Η Ε.Ε. δεν είχε ηθικούς ενδοιασμούς για τις παγκόσμιες ανισορροπίες που προέκυψαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Οι ΗΠΑ αντιμετώπιζαν αδιαμαρτύρητα τα πλεονάσματα των πρόσφατα βιομηχανοποιημένων χωρών και αργότερα της ευρωζώνης. Η Ε.Ε. απολάμβανε τον ρόλο του λαθρεπιβάτη τόσο στρατιωτικά, όσο και οικονομικά.
Η καμπάνια η «Αμερική Πρώτα» του κ. Τραμπ χτύπησε την Ευρώπη σαν κεραυνός. Συνέδεσε τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ με την εκπλήρωση των υποσχέσεων της Ευρώπης για τις αμυντικές δαπάνες. Χρησιμοποιεί τις υποδομές πληρωμών σε δολάριο, για να αναγκάσει τις ευρωπαϊκές εταιρείες να συμμορφωθούν με την επανεισαγωγή των οικονομικών κυρώσεων κατά του Ιράν. Υπονομεύει το πολυμερές εμπορικό σύστημα επιβάλλοντας δασμούς στον ευρωπαϊκό χάλυβα και στο αλουμίνιο και πιθανότατα και στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα.
Ως απάντηση, η Ε.Ε. επιχειρεί να κατασκευάσει ένα όχημα ειδικού σκοπού για να χρηματοδοτήσει εταιρείες της Ε.Ε. που έχουν συναλλαγές με το Ιράν, αψηφώντας τις κυρώσεις των ΗΠΑ. Αλλά κανένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. δεν θέλει να έχει αυτό το SPV στην επικράτειά του υπό τον φόβο ότι θα προκαλέσει την οργή του Αμερικανού προέδρου. Δεν είναι αυτό που θα περίμενε κανείς από μια εξέγερση.
Συγκρίνετε την απάντηση αυτή με την πολύ πιο ισχυρή αντίδραση της Ρωσίας και της Κίνας. Όταν η αμερικανική κυβέρνηση απαγόρευσε στις Visa και Mastercard να κάνουν συναλλαγές στη Ρωσία, η ρωσική κυβέρνηση εξέλιξε ένα εναλλακτικό σύστημα πληρωμών μέσω καρτών, εκτός της δικαιοδοσίας των ΗΠΑ. Η Ρωσία δημιούργησε επίσης ένα εναλλακτικό εγχώριο σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων για τον χρηματοοικονομικό τομέα.
Η ιδέα ήταν να είναι ανεξάρτητο από το Swift, το οποίο έχει έδρα στις Βρυξέλλες, λειτουργεί υπό το δίκαιο της Ε.Ε., αλλά βρίσκεται υπό την στενή επιρροή της αμερικανικής κυβέρνησης. Το δικό της διατραπεζικό σύστημα πληρωμών εξελίσσει και η Κίνα για τους ίδιους λόγους. Η Κίνα και η Ρωσία κατανοούν καλύτερα από την Ε.Ε. ότι πρέπει να ανεξαρτητοποιηθούν από τις υποδομές πληρωμών σε δολάριο.
Γιατί είναι συγκριτικά τόσο αδύναμη η απάντηση της Ε.Ε.; Ο συνδυασμός μιας επιρρεπούς στις κρίσεις νομισματικής ένωσης και μιας διεύρυνσης για τη συμπερίληψη χωρών που δεν ήταν έτοιμες πολιτικά για ένταξη στην Ε.Ε. είναι δύο κύριοι λόγοι που η Ε.Ε. ασχολείται αποκλειστικά με τον εαυτό της.
Παρά το Brexit, όμως, η ιστορία της E.E. δεν είναι μια ιστορία αποσύνθεσης αλλά χαμένων ευκαιριών. Η Ε.Ε. είχε τις επιτυχίες της. Διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στη διαπραγμάτευση της συμφωνίας για τα πυρηνικά του Ιράν, αλλά δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να τη διατηρήσει μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ. Επέδειξε συνοχή στη διαπραγμάτευση των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, αλλά παραμένει εξαρτημένη από τη Ρωσία για τις ενεργειακές της προμήθειες. Κατάφερε να διατηρήσει ενότητα στις διαπραγματεύσεις για το Brexit, αλλά το Brexit είναι το μικρότερο από τα προβλήματά της.
Η αποδυνάμωση του γεωπολιτικού ρόλου της Ευρώπης αντικατοπτρίζεται και στην απώλεια τεχνολογικής υπεροχής. Η Ε.Ε. παραμένει ένα από τα παγκόσμια κέντρα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Αλλά η Κίνα την έχει ξεπεράσει στην παραγωγή μπαταριών ηλεκτρικών αυτοκινήτων και οι ΗΠΑ έχουν αποκτήσει ηγετική θέση τόσο στις μπαταρίες όσο και στην τεχνητή νοημοσύνη -τις δύο τεχνολογίες του μέλλοντος.
Αναμένω ότι η Ε.Ε. θα επικεντρωθεί στο να διατηρήσει όσα έχει επιτύχει, αλλά θα περιοριστεί στον ρόλο μιας παγκόσμιας δύναμης δεύτερης βαθμίδας και στη διαχείριση της οικονομικής της κάμψης.
Αν μάλιστα σταθούμε τυχεροί, οι Βρυξέλλες μπορεί να καταφέρουν να αγοράσουν ένα εφεδρικό αεροσκάφος για ακινητοποιημένους ηγέτες.
© The Financial Times Limited 2018. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation