Η ζωή θα ήταν καλύτερη για τους επενδυτές μετοχών, αν η μετάβαση από την ποσοτική χαλάρωση και τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια εκτυλισσόταν σε ένα περιβάλλον ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Αντίθετα, η παγκόσμια οικονομία χάνει τoν δυναμισμό της και διευρύνονται οι αποκλίσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Ως εκ τούτου, οι χρηματοοικονομικές αγορές είναι ασταθείς και προκαλούν ανησυχία στους επενδυτές. Αυτό καθιστά τα χαρτοφυλάκια πιο ευάλωτα σε τεχνικές μετατοπίσεις και συμπεριφορικές τάσεις.
Οι traders και οι επενδυτές, έχοντας συνηθίσει την τελευταία δεκαετία να στηρίζονται στις παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών για την αντιμετώπιση της μεταβλητότητας, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στη σκληρή πραγματικότητα ενός κόσμου με πιο σφιχτή ρευστότητα. Η πραγματικότητα αυτή δεν διαμορφώνεται μόνο από τις αυξήσεις επιτοκίων της Fed, τη σταδιακή συρρίκνωση του ισολογισμού της και την έλλειψη καθησυχαστικών δηλώσεων κατά τη διάρκεια του «κόκκινου Οκτώβρη» της αμερικανικής αγοράς μετοχών.
Διαμορφώνεται επίσης από τα συνεχή μηνύματα της Fed και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των δύο πιο σημαντικών συστημικά κεντρικών τραπεζών, ότι προτίθενται να συσφίξουν τη νομισματική πολιτική, παρά τις αυξανόμενες ενδείξεις για τις εύθραυστες ισορροπίες στην οικονομία και στις αγορές.
Επιπλέον, σε αυτή την πολυαναμενόμενη μετατόπιση από την τόνωση των κεντρικών τραπεζών, υποτίθεται ότι το βάρος της οικονομικής πολιτικής θα μεταφερόταν στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και στα δημοσιονομικά μέτρα. Αλλά με την εξαίρεση των ΗΠΑ, όπου η απορρύθμιση και οι φορολογικές περικοπές συνέβαλαν στην άνοδο τριών σημαντικών αναπτυξιακών συντελεστών -των επιχειρηματικών επενδύσεων, της κατανάλωσης των νοικοκυριών και της κυβερνητικής τόνωσης-, η πλειονότητα των ανεπτυγμένων οικονομιών δεν έχουν υιοθετήσει ακόμα ουσιαστικές φιλοαναπτυξιακές πολιτικές.
Αν και οι αρνητικές μετρήσεις του γερμανικού και ιαπωνικού ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο, που δημοσιεύτηκαν την περασμένη εβδομάδα, οφείλονται σε ένα βαθμό και σε περιστασιακούς παράγοντες, δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι οι ανεπτυγμένες οικονομίες χάνουν ένα μέρος της οικονομικής τους ορμής.
Στα παραπάνω μπορείτε να προσθέσετε και την πιθανότητα περαιτέρω αβεβαιοτήτων, που μπορούν να προκύψουν από τη μακρά Οδύσσεια του Brexit, την κόντρα της Ιταλίας με τις Βρυξέλλες και τη μεταβολή της πολιτικής κατάστασης στη Γερμανία.
Εν τω μεταξύ, οι αναδυόμενες αγορές είναι αντιμέτωπες με τις επιπλοκές που ανακύπτουν από το πιο αβέβαιο outlook της κινεζικής οικονομίας. Η επιβράδυνση της κατανάλωσης και του τραπεζικού δανεισμού έχουν αναγκάσει το Πεκίνο να καταφύγει σε πολιτικές που η δραστικότητά τους περιορίζεται όσο ωριμάζει η οικονομία.
Οι αναδυόμενες οικονομίες αντιμετωπίζουν προκλήσεις και εξαιτίας της μετατόπισης των ανεπτυγμένων οικονομιών από μια συγχρονισμένη ανάπτυξη την περασμένη χρονιά σε μια πιο μεικτή τάση το 2018. Η επακόλουθη ανοδική πίεση από το δολάριο αποτελεί πρόβλημα για χώρες με σημαντική έκθεση σε ξένο νόμισμα, ειδικά στον εταιρικό τομέα. Η αλήθεια είναι πως χωρίς την πρόσφατη βουτιά στην τιμή του αργού, αρκετές αναδυόμενες οικονομίες θα υπέφεραν ήδη από ένα νέο επεισόδιο χρηματοοικονομικής αστάθειας και οικονομικής αποδιάρθρωσης.
Μολονότι κάποιοι απορρίπτουν την περίοδο μεταβλητότητας ως προσωρινή, τα χαρτοφυλάκια θα είναι αντιμέτωπα με τρεις άμεσες προκλήσεις, όταν θα ενισχυθεί η επενδυτική δραστηριότητα μετά την αργία της Ημέρας των Ευχαριστιών στις ΗΠΑ: τεχνικές, συμπεριφορικές και όσες πηγάζουν από τη διάδοση των παθητικών επενδυτικών στρατηγικών.
Πρώτον, υπάρχουν οι τεχνικές αδυναμίες. Η μακρά περίοδος της αθρόας ρευστότητας ενθάρρυνε τους επενδυτές να εκτεθούν υπερβολικά σε ορισμένους τομείς. Μπορεί ήδη να δει κανείς τις επιπτώσεις από την πρόσφατη υποαπόδοση δημοφιλών τεχνολογικών μετοχών, δεικτών και ETF. Πιέσεις δέχονται και οι αναδυόμενες αγορές και η αγορά χρέους υψηλής απόδοσης, αλλά στην περίπτωσή τους, υπάρχουν λόγοι να πιστεύει κανείς ότι ο συνδυασμός απότομων καθοδικών κινήσεων στις τιμές, μαζί με την περιορισμένη ρευστότητα, μπορεί να σημαίνει ότι υπάρχει ακόμα παγιδευμένο κεφάλαιο που θα προσπαθήσει να βγει έξω.
Αυτά τα τεχνικά ζητήματα διογκώνουν τον κίνδυνο λαθών εξαιτίας καταγεγραμμένων μοτίβων συμπεριφοράς μεταξύ των επενδυτών.
Η ξαφνική πτώση της τιμής ενός στοιχείου ενεργητικού μπορεί να πανικοβάλει τους επενδυτές και να τους οδηγήσει να πουλήσουν σε τιμές πολύ χαμηλότερες από αυτές που δικαιολογούν τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη.
Γενικότερα, οι επενδυτές γίνονται πιο επιρρεπείς σε ασύμμετρες αντιδράσεις όσο διαρκεί το συναισθηματικό τρενάκι του τρόμου που συνοδεύει συνήθως τα περιστατικά έντονων διακυμάνσεων στις αγορές. Τούτο ενισχύει την τάση υπέρμετρης αποστροφής των απωλειών, που κάνει την οδύνη που νιώθουν οι επενδυτές από τις απώλειες σε μια συγκεκριμένη επένδυση μεγαλύτερη από την ευχαρίστηση που βιώνουν για ένα ανάλογο κέρδος.
Οι δυνάμεις αυτές διογκώνονται ανάλογα με τον βαθμό έκθεσης σε παθητικές επενδυτικές στρατηγικές. Είναι κάτι που περιορίζει την πρόσβαση στις επενδυτικές ικανότητες που απαιτούνται για να κινηθεί κανείς σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον με λιγότερη ρευστότητα και μεγαλύτερη πολυπλοκότητα.
Οπότε ποιες είναι οι επιπτώσεις του νέου αυτού κόσμου για τους επενδυτές; Η επίτευξη υπεραποδόσεων σε αυτήν την τελευταία περίοδο είναι πιθανό να χρειάζεται πιο ενεργητικές επενδυτικές στρατηγικές, πολλή υπομονή και ανθεκτικότητα καθώς και μεγαλύτερη έμφαση στην αναβάθμιση της ρευστότητας και της πιστωτικής ποιότητας.
Για να βοηθήσει στη μείωση του ρίσκου, ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο πρέπει να συνοδεύεται από έναν πιο ενδελεχή σχεδιασμό για εξαιρετικά επικίνδυνα γεγονότα που έχουν πολύ λίγες πιθανότητες να συμβούν, αλλά έχουν μεγάλο αντίκτυπο, αν τελικά γίνουν πραγματικότητα.
© The Financial Times Limited 2018. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation