Όταν το υπουργείο Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου με κάλεσε σε πάνελ αυτή την εβδομάδα να μιλήσω για τα 10 χρόνια από την παγκόσμια κρίση, άρχισα με μερικά κοπλιμέντα για την αντίδραση τη στιγμή της κρίσης.
Επεσήμανα πως ήταν, τελικά, η καλύτερη στιγμή των δυτικών κυβερνήσεων γενικά (όσον αφορά την οικονομική πολιτική) και ειδικά της βρετανικής οικονομικής διπλωματίας, με το Ηνωμένο Βασίλειο να παρασέρνει τον υπόλοιπο κόσμο σε μια ισχυρή και συντονισμένη αντίδραση, με δημοσιονομική και νομισματική τόνωση και ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Αλλά αυτή η στιγμή δόξας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν στη συνέχεια, όταν μια σειρά από λάθη έκαναν τα πράγματα πολύ χειρότερα από ό,τι χρειαζόταν. Ποια ήταν αυτά;
Η κρίση προκλήθηκε μόνο γιατί υπήρξε τεράστια συσσώρευση χρέους, την οποία αγνόησαν οι φορείς άσκησης πολιτικής. Ενώ οι οικονομικοί αναλυτές ανησυχούσαν για τις ασυμμετρίες στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, ο πραγματικός κίνδυνος δεν βρισκόταν στις καθαρές χρηματοδοτικές ροές (εισροές μείον εκροές) μεταξύ των κρατών, αλλά στις ακαθάριστες (συνολικές) ροές. Όπως δείχνει ο παρακάτω πίνακας της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), οι συγκεκριμένες διασυνοριακές χρηματοοικονομικές απαιτήσεις τριπλασιάστηκαν από τα 10 τρισ. δολάρια σε πάνω από 30 τρισ. δολάρια από το 2000 ως το 2008, μια αύξηση μεγαλύτερη από τις καθαρές ροές.
Φυσικά, με την τεράστια διασυνοριακή πιστωτική ανάπτυξη, ήρθε και τεράστια εγχώρια πιστωτική ανάπτυξη. Αξίζει να αναφερθεί ότι αυτή η ανάπτυξη αφορούσε κυρίως ιδιωτική πίστωση, οι κυβερνήσεις δεν ήταν ιδιαίτερα ασύδοτες, αν και κάποιες είχαν το βάρος παλιότερων χρεών και γενικότερα σε περιόδους κρίσεων, τα χρέη καταλήγουν ούτως ή άλλως σε δημόσιους ισολογισμούς. Αλλά ήταν σίγουρα μια εσφαλμένη πολιτική να επιτραπούν τόσο μεγάλα χρέη: γνωρίζουμε ότι πέρα από ένα σημείο, η αύξηση του ιδιωτικού χρέους είναι επιβλαβής για την οικονομική ανάπτυξη και αποτελεί δείκτη μιας επικείμενης οικονομικής κρίσης.
Και το γνωρίζουμε αυτό όχι από τους ορκισμένους εχθρούς του χρηματοοικονομικού τομέα, αλλά από υπερασπιστές της φιλελεύθερης οικονομικής τάξης όπως το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ και η BIS, που έχουν δημοσιεύσει έρευνες που δείχνει ότι η υπερβολική διόγκωση της πίστωσης -ειδικότερα της τραπεζικής πίστωσης προς τα νοικοκυριά- κάνει περισσότερο κακό από καλό.
Η ευθύνη για το πλήγμα που προκάλεσε το ίδιο το χρηματοοικονομικό κραχ πρέπει συνεπώς να επιρριφθεί και στο περιθώριο που άφησαν οι φορείς άσκησης πολιτικής για την ανεξέλεγκτη αύξηση της ιδιωτικής πίστωσης, μερικές φορές κάνοντας τα στραβά μάτια και άλλες ενθαρρύνοντάς την.
Δεν είναι μόνο αυτά. Μετά την καλοδεχούμενη θετική αντίδραση των κυβερνήσεων το 2008-2009, η οποία περιόρισε την κάμψη και πυροδότησε μια αρχικά ισχυρή ανάκαμψη, τα λάθη συνεχίστηκαν. Στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, η δημοσιονομική τόνωση αντιστράφηκε και η νομισματική τόνωση δεν έφτασε ποτέ στα άκρα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις αποσύρθηκε πρόωρα.
Το αποτέλεσμα ήταν πιο αργή ανάπτυξη και χαμηλότερη οικονομική δραστηριότητα από ό,τι θα ήταν εφικτό, όπως καταδεικνύει η απόκλιση από τον στόχο της πλήρους απασχόλησης (με την εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου) και η απογοητευτική αύξηση των κερδών, ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου οι πραγματικοί μισθοί είχαν τη χειρότερη επίδοση από οπουδήποτε αλλού κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης. (Σε μια πολύ συντηρητική εκτίμηση για τις ΗΠΑ, διαπίστωσα ότι το εθνικό προϊόν που χάθηκε επειδή η οικονομία αφέθηκε για πολύ καιρό κάτω από την πλήρη απασχόληση αντιστοιχούσε στο 50% του προϊόντος μιας χρονιάς. Αντίστοιχοι, αν όχι μεγαλύτεροι αριθμοί ισχύουν και για τις περισσότερες δυτικές χώρες).
Αυτά τα σφάλματα στην οικονομική πολιτική δεν έχουν σημασία μόνο επειδή οδήγησαν σε τρισεκατομμύρια χαμένης οικονομικής αξίας. Είναι ταυτόχρονα και πολιτικά λάθη. Οι οικονομολόγοι έχουν αποδείξει εμπειρικά ότι οι οικονομικές κρίσεις τείνουν να ενισχύουν την ακροδεξιά και να διαβρώνουν το πολιτικό κέντρο. Όπως καταλήγουν οι Manuel Funke, Moritz Schularick και Christoph Trebesch σε μια μελέτη των κρίσεων που φθάνει ως το 1870: «Η τυπική πολιτική αντίδραση στις οικονομικές κρίσεις είναι η εξής: αυξάνονται οι ψήφοι για τα ακροδεξιά κόμματα, οι κυβερνητικές πλειοψηφίες συρρικνώνονται, ενισχύεται ο φραξιονισμός και ο συνολικός αριθμός των πολιτικών δυνάμεων στα κοινοβούλια αυξάνεται. Οι εξελίξεις αυτές δυσκολεύουν την επίλυση των κρίσεων και συντελούν στο πολιτικό αδιέξοδο. Η επακόλουθη πολιτική αβεβαιότητα μπορεί να συμβάλλει στην αργή ανάκαμψη μετά από κρίσεις».
Προσθέστε σε αυτό το πολιτικό επακόλουθο και το γεγονός πως η κρίση και η υποτονική ανάπτυξη της Δύσης έχει επιταχύνει την πρόοδο των αναδυόμενων οικονομιών. Από το 2005 ως το 2011, το μερίδιο του ΟΟΣΑ στην παγκόσμια οικονομία (αν μετρηθεί με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, που λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές στο κόστος ζωής) έπεσε από 60% στο 50%.
Αυτές είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι οικονομικοί διπλωμάτες με τους οποίους μίλησα, σε μεγάλο βαθμό χάρη σε λάθη που έκαναν οι δικοί τους πολιτικοί προϊστάμενοι.
Τους εύχομαι καλή τύχη.
© The Financial Times Limited 2018. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation