Ποτέ άλλοτε δεν περνούσατε τόσο καλά. Η διάσημη ρήση του Χάρολντ Μακμίλαν προς το βρετανικό λαό έχει μείνει στην ιστορία με λάθος τρόπο.
Το καύχημα του τότε Βρετανού πρωθυπουργού για την εκρηκτική ανάπτυξη της βρετανικής οικονομίας στο τέλος του 1950 ήταν συγκρατημένο: «Ας είμαστε ειλικρινείς. Το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών ποτέ δεν περνούσε τόσο καλά». Αμέσως μετά ακολούθησε μια προειδοποίηση που δεν μνημονεύεται συχνά: «Αυτό που αρχίζει να ανησυχεί ορισμένους από εμάς είναι “μήπως αυτό είναι υπερβολικά καλό για να είναι αληθινό;” ή μάλλον “μήπως είναι υπερβολικά καλό για να κρατήσει”;».
Πολύ καλό για να κρατήσει. Επιτυχία αναμεμειγμένη με αμφιβολία. Ο Μακμίλαν θα καταλάβαινε το σημερινό κλίμα στη Γερμανία. Τις προάλλες άκουσα έναν παλιότερο πολιτικό να παρατηρεί ότι η χώρα δεν ήταν ποτέ τόσο πλούσια. Αλλά και πάλι. Ο κυβερνητικός συνασπισμός της Άγκελα Μέρκελ δεν αγαπήθηκε ποτέ, η κοινή γνώμη είναι δυσαρεστημένη και το πολιτικό σύστημα κατακερματισμένο. Οι Γερμανοί δεν μπορούν να εκτιμήσουν πόσο τυχεροί είναι.
Τα επιχειρηματικά στελέχη επιδεικνύουν μια παρόμοια αμφιθυμία. Η Γερμανία έχει ένα εντυπωσιακό πρωτογενές πλεόνασμα. Παράγει προϊόντα υψηλής ποιότητας που πωλούνται ακριβά. Σε πόλεις όπως η Στουτγκάρδη, ο πλούτος που φέρνει αυτό σε αφήνει πραγματικά άφωνο. Αλλά οι επικεφαλής των επιχειρήσεων φοβούνται ότι αυτή η κουλτούρα ασφάλειας περιορίζει την καινοτομία και την ανάληψη ρίσκου. Το ίδιο κάνει και το υπερβολικά αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο. Το μέλλον ανήκει στους ψηφιακούς κόσμους της νοημοσύνης των μηχανών και της τεχνητής νοημοσύνης. Σύντομα οι ΗΠΑ και Κίνα μπορεί να είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι στον τομέα αυτό.
Στο Βερολίνο όλοι γνωρίζουν εδώ και καιρό ότι η κα Μέρκελ ήταν κοντά στο τέλος της καγκελαρίας της. Τώρα έχει ανοίξει μια δίοδο για την αποχώρηση της. Οι βαριές απώλειες που υπέστη το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα στις εκλογές στην Έσση ήταν το τελευταίο από μια σειρά από χτυπήματα. Το αδελφό κόμμα του CDU, η Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU), είχε ήδη προσγειωθεί απότομα στο βαυαρικό του προπύργιο. Οι βουλευτές της είχαν απορρίψει την επιλογή της καγκελάριου για το πρόσωπο που θα τους οδηγήσει στη Bundestag.
Η κατάληξη είναι άσχημη όταν οι πολιτικοί μένουν για πολύ καιρό στη θέση τους. Συνέβη στους προκατόχους της κα Μέρκελ, τον Κόνραντ Αντενάουερ και τον Χέλμουτ Κολ. Η απόφαση της να παραδώσει την ηγεσία του κόμματος το Δεκέμβριο είναι μια παραδοχή ότι 13 χρόνια στη θέση της καγκελάριου είναι πάρα πολλά, καθώς και μια προσπάθεια να αποχωρήσει με αξιοπρέπεια.
Η πρόθεση της να παραμείνει καγκελάριος ως το 2021 φαίνεται ένα από αυτά τα πράγματα που οι ηγέτες νιώθουν ότι πρέπει να πουν, αλλά δεν τα πιστεύουν πραγματικά. Αν τα κεντροδεξιά CDU και CSU έχουν δεχτεί πλήγμα, η στήριξη προς τους Σοσιαλδημοκράτες, τους εταίρους τους στον κυβερνητικό συνασπισμό, βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση.
Η άνοδος των ξενοφοβικών λαϊκιστών της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (ΑfD), ειδικά μεταξύ των απογοητευμένων πολιτών στα ανατολικά της χώρας, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης. Αλλά το κόμμα που έχει καταγράψει μεγαλύτερη πολιτική άνοδο είναι οι Πράσινοι. Προσελκύοντας τόσο τους ανέστιους πολιτικά συντηρητικούς που ανησυχούν για το περιβάλλον και τους αριστερούς φιλελεύθερους που είναι υπέρ των ανοιχτών συνόρων για τους μετανάστες, οι Πράσινοι έχουν μια ευκαιρία να αντικαταστήσουν το SPD ως το δεύτερο κόμμα.
Παραδόξως, η κα Μέρκελ παραμείνει η πιο δημοφιλής πολιτικός. Βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο του εθνικού πολιτικού φάσματος. Για ορισμένους, αυτό δεν είναι πρόβλημα. Η απόφαση της το 2015 να ανοίξει τα σύνορα σε ένα εκατομμύριο πρόσφυγες εξαγρίωσε τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος και δημιούργησε πολιτικό χώρο για το AfD. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, πρόσφερε στήριξη στο πρόσωπο της κα Μέρκελ από ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς.
Οι πολιτικοί αναλυτές στο Βερολίνο έχουν αναπτύξει τη θεωρία ότι μόλις φύγει η κα Μέρκελ, η εγχώρια πολιτική θα επιστρέψει στην κανονικότητα. Το CDU θα στραφεί πιο δεξιά, αντλώντας στήριξη από το AfD και την ίδια στιγμή αφήνοντας χώρο στο SPD να ανακτήσει μέρος της κεντροαριστεράς.
Αυτή η λαχτάρα για επιστροφή στην κανονικότητα ακούγεται σε κάποιον εξωτερικό παρατηρητή ως ο ευσεβής πόθος ενός κατεστημένου που στρουθοκαμηλίζει. Το πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει. Η πολιτική στη Γερμανία ήταν κάποτε ένα παιχνίδι μεταξύ τριών κομμάτων (τεσσάρων αν λάβετε υπόψη το CDU ως διακριτό από το CSU). Οι φιλελεύθεροι του Ελεύθερου Δημοκρατικού κόμματος πρόσφεραν την απαιτούμενη στήριξη στο χτίσιμο του συνασπισμού.
Οι ημέρες αυτές αποτελούν παρελθόν. Έξι (ή επτά) κόμματα εκπροσωπούνται πλέον στην Bundestag. Ακόμα και αν το 20% και πάνω που λαμβάνουν στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις μπορεί να διογκώνει την στήριξη που απολαμβάνουν σε εθνικό επίπεδο, οι Πράσινοι συμμετέχουν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς σε περίπου δέκα κρατίδια.
Το ακροαριστερό Die Linke έχει ένα πιστό, συμπαγές κοινό στην ανατολική Γερμανία, όπου η νοσταλγία για την παλιά κομμουνιστική τάξη – οι Γερμανοί την λένε Ostalgia (σ.σ. ost στα γερμανικά είναι η ανατολή) – αποτελεί μια υπενθύμιση για το πόσο κοντή είναι η πολιτική μνήμη. Το AfD συγκεντρώνει στήριξη από τους νεοναζί, αλλά και από αυτούς που έχουν τρομοκρατηθεί με τους πρόσφυγες.
Αυτό που μένει ανεξήγητο είναι γιατί μια οικονομία που τα πηγαίνει τόσο καλά έχει χάσει την πολιτική της ισορροπία. Ένα μέρος της εξήγησης πρέπει να είναι ότι τα πλούτη δεν έχουν μοιραστεί ισότιμα. Ενώ παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση είναι γεμάτη από ρευστό, οι πολιτικοί δυσκολεύονται να αναβαθμίσουν το γερασμένο εθνικό δίκτυο υποδομών. Γέφυρες και δρόμοι μένουν ανεπισκεύαστοι, αεροδρόμια μένουν στα σχέδια. Κανείς δεν έχει μια καλή σύνδεση WiFi ή ένα καλό σήμα στο κινητό.
Το κυριότερο ωστόσο είναι πως οι Γερμανοί φαίνεται να απηχούν τον Μακμίλαν: «Είναι πολύ καλό για να κρατήσει»; Η απάντηση μπορεί να είναι πως ναι. Η παλιά τάξη καταρρέει. Με τον Ντόναλντ Τραμπ, οι ΗΠΑ, ο άλλοτε προστάτης της Γερμανίας, έχουν πλέον έναν πρόεδρο που εκπροσωπεί όλα εκείνα στα οποία στέκονται απέναντι οι Γερμανοί: τον ωμό εθνικισμό, την πρωτοκαθεδρία της ισχύος και την απέχθεια για το κράτος δικαίου.
Η Ευρώπη, λέει συχνά η κα Μέρκελ, πρέπει να δημιουργήσει τη δική της άμυνα. Οι άνθρωποι κουνάνε καταφατικά το κεφάλι και μετά δείχνουν ενθουσιασμό για το σχέδιο. Η καγκελάριος δεν υπήρξε ποτέ μια παθιασμένη υπέρμαχος της Ευρώπης όπως ο Κολ. Γνωρίζει όμως ότι η ευημερία της Γερμανίας βασίζεται στην ασφάλεια και σταθερότητα της Ευρώπης. Αλλά ποιος θα εποπτεύει την ειρήνη της ηπείρου;
© The Financial Times Limited 2018. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation