Η πίεση αυξανόταν για την Ανγκελα Μέρκελ εδώ και μήνες. Οι εκλογές της Κυριακής στην Εσση, όμως, ήταν το τελευταίο χτύπημα.
Η ίδια ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι ετοιμάζεται να αποχωρήσει από την ηγεσία του CDU, σε μια κίνηση που σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για τη 13 χρόνων «εποχή Μέρκελ».
Ερχεται μετά από μια εκλογική αναμέτρηση στην οποία το ποσοστό του κόμματος βυθίστηκε κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες, ένα πικρό χτύπημα για ένα κόμμα που κυβερνά την περιοχή τα τελευταία 19 χρόνια.
Η Μέρκελ θα παραμείνει καγκελάριος. Αλλά οι πιθανότητες να επιβιώσει σε μια πλήρη θητεία ως επικεφαλής της κυβέρνησης έχουν μειωθεί δραματικά.
Ακόμα και το βράδυ της Κυριακής ήταν πρόδηλο ότι η πίεση στην ίδια θα αποδειχτεί ανυποχώρητη. Ο Jens Spahn, υπουργός Υγείας του CDU και ηγετική φιγούρα στη δεξιά πλευρά του κόμματος, δήλωσε πως έπρεπε να ξεκαθαρίσει με σαφήνεια στο συνέδριο του κόμματος τον Δεκέμβριο «πως σκοπεύει να το επαναφέρει στην παλιά του δύναμη».
Το κόμμα κινείται τώρα δημοσκοπικά στο 25%, μια καταστροφή για έναν οργανισμό που πριν από μόλις πέντε χρόνια κέρδισε 41,5% στις γενικές εκλογές. «Δεν είναι αρκετό, είναι κάτι παραπάνω από μια μικρή πτώση, είναι δομικό πρόβλημα», είπε.
Η αποχώρησή της από την ηγεσία του κόμματος θα προκαλέσει εσωτερική δυσαρέσκεια για τις πράξεις της. Αλλά το πιο επείγον ερώτημα είναι τι θα σημάνει για την κυβέρνηση του Βερολίνου.
Ηδη ο «μεγάλος συνασπισμός» είναι επικίνδυνα αδύναμος. Το μικρότερο κόμμα σε αυτόν, το SPD, είδε το ποσοστό του να μειώνεται κατά το 1/3, στο 20%, στην Εσση, μια περιοχή που ήταν προπύργιο για το ίδιο.
Η αδυναμία του SPD μπορεί να απειλήσει τη σταθερότητα του «μεγάλου συνασπισμού». Μια πλευρά του κεντροαριστερού κόμματος πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος να αποφευχθούν περαιτέρω ήττες είναι να εγκαταλείψει την κυβέρνηση και να ανανεωθεί στην αντιπολίτευση. Άλλη πλευρά πιστεύει ότι μια αποχώρηση τώρα θα αποδεχτεί περισσότερο αυτοκαταστροφική από την παραμονή στην κυβέρνηση. Αν η πρώτη ομάδα επικρατήσει και το SPD αποχωρήσει, η κυβέρνηση Μέρκελ θα διαλυθεί και θα πρέπει να προκηρυχθούν νέες εκλογές. Αυτό θα σημαίνει ένα απότομο τέλος στη 13χρονη περίοδο Μέρκελ.
Ωστόσο, το βράδυ της Κυριακής, οι πραγματιστές του SPD εμφανίστηκαν να επικρατούν. Η κυβέρνηση πρέπει να κάνει ξεκάθαρο ότι «τερματίζουμε όλες αυτές τις συζητήσεις για το εάν θα κυβερνήσουμε μαζί ή όχι», δήλωσε η Αντρεα Νάλες, ηγέτιδα του κόμματος. «Ο κόσμος περιμένει αποτελέσματα από εμάς, και έχουν δίκιο».
Το μήνυμα, ωστόσο, ήταν ότι κάτι πρέπει να αλλάξει στο Βερολίνο, και γρήγορα. Η Νάλες απέδωσε την κακή επίδοση στην Εσση στην αναταραχή στην πρωτεύουσα. «Η κατάσταση της κυβέρνησης είναι απαράδεκτη», τόνισε. «Πρέπει να παρουσιάσει ένα καθαρό και δεσμευτικό οδικό χάρτη πολιτικών που είναι προς το συμφέρον των ψηφοφόρων». Ανάλογα με το πώς θα εφαρμοστεί το σχέδιο, το SPD θα πρέπει να αποφασίσει αν θα συνεχίσει με το κόμμα της Μέρκελ ή όχι.
Η κυβέρνηση είχε πράγματι δυσκολίες. Τον Ιούνιο, μια πικρή διαμάχη για την πολιτική ασύλου μεταξύ του CDU και του αδελφού βαυαρικού κόμματος CSU έφερε τη συμμαχία στα όρια της κατάρρευσης. Αργότερα οι υπουργοί ενεπλάκησαν σε μια αχρείαστη κόντρα σχετικά με τον Hans-Georg Maaßen, επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, τον οποίο το SPD υποψιάζεται για «δεξιές συμπάθειες».
«Τους πρώτους έξι μήνες, ο μεγάλος συνασπισμός ήταν μια απογοήτευση», είπε ο Stephan Weil, πρωθυπουργός του SPD στην Κάτω Σαξονία. Πέρασε κάποιους σωστούς νόμους αλλά «αυτό δεν φτάνει, όταν τα πάντα σκιάζονται από συζητήσεις που είναι, εν μέρει, παράλογες».
«Η φυσιολογική πολιτική απλά δεν μπορεί να περάσει σε μια τέτοια κατάσταση», δήλωσε. Ο μόνος ωφελημένος από αυτή την εμφύλια διαμάχη, όπως είπε, ήταν το AfD, που πέτυχε ποσοστό 13% στην Εσση, πάνω από οκτώ ποσοστιαίες μονάδες απ’ όσο το 2013. Βρίσκεται πλέον και στα 16 τοπικά κοινοβούλια ενώ είναι αξιωματική αντιπολίτευση στην Bundestag.
© The Financial Times Limited 2018. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation