H χρηματοοικονομική κρίση του 2008-2009 και η επακόλουθη ύφεση αποτέλεσαν ένα ιστορικό ορόσημο.
Ο κόσμος της προ κρίσης εποχής ήταν αυτός της παγκοσμιοποίησης, της πίστης στις αγορές και των γεμάτων αυτοπεποίθηση δημοκρατιών. Ο σημερινός είναι το ακριβώς αντίθετο.
Οι οικονομικές επιπτώσεις σίγουρα δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Αλλά είναι η αρχή. Η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας προσφέρουν μια πολύτιμη εμπειρική ανάλυση των συνεπειών. Δύο είναι τα σημεία που επισημαίνει: ο αντίκτυπος είναι μακροπρόθεσμος και έχει εξαπλωθεί πολύ πέρα από τις χώρες που υπέστησαν τραπεζικές κρίσεις.
Ο προφανής τρόπος για να μετρήσει κανείς τον οικονομικό αντίκτυπο των κρίσεων είναι να συγκρίνει την οικονομική επίδοση μετά την κρίση με το τι θα είχε συμβεί αν συνεχίζονταν οι προ κρίσης τάσεις. Ωστόσο, οι προ κρίσης τάσεις ήταν σε ένα βαθμό μη βιώσιμες. Οπότε, η ανάλυση του ΔΝΤ προσαρμόζει την προ κρίσης τάση της ανάπτυξης στην εκρηκτική πιστωτική επέκταση.
Το ΔΝΤ σημειώνει ότι «91 οικονομίες, που αντιπροσωπεύουν τα δύο-τρίτα» του παγκόσμιου ΑΕΠ με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης είδαν το ΑΕΠ τους να μειώνεται το 2009. Πρόκειται για το μεγαλύτερο αρνητικό σοκ στη μεταπολεμική εποχή. Επιπλέον, όσο μεγαλύτερες ήταν οι απώλειες βραχυπρόθεσμα, τόσο μεγαλύτερες ήταν και μακροπρόθεσμα. Οι χώρες που αντιμετώπισαν μια απότομη πτώση του ΑΕΠ εμφάνισαν επίσης μεγαλύτερες αυξήσεις στην εισοδηματική ανισότητα, σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.
Ποιες χώρες σημείωσαν τη μεγαλύτερη πτώση στο ΑΕΠ και πόσο ακριβώς έχασαν; Για να απαντήσει στην ερώτηση αυτή το ΔΝΤ χωρίζει τις 180 χώρες που εξετάζει σε αυτές που υπέστησαν και σε αυτές που δεν υπέστησαν τραπεζικές κρίσεις.
Η πρώτη ομάδα περιλάμβανε 24 χώρες, οι 18 από τις οποίες είναι χώρες υψηλού εισοδήματος. Το ΔΝΤ διαπιστώνει ότι το 85% εμφανίζει ακόμα χαμηλότερο ΑΕΠ σε σχέση με την τάση. Για τις χώρες που υπέστησαν τραπεζικές κρίσεις, η μέση υστέρηση στο ΑΕΠ την περίοδο 2015 και 2017, σε σχέση με την προ κρίσης τάση, ήταν κοντά στο 10%. Αλλά ορισμένες από αυτές αντιμετώπισαν απώλειες μεταξύ 20 ως 40%.
Ωστόσο, το ΑΕΠ παραμένει κάτω από τις προ κρίσης τάσεις στο 60% των χωρών που δεν χτυπήθηκαν από τραπεζικές κρίσεις. Η μέση πτώση στην κατηγορία αυτή ήταν περίπου η ίδια με τις χώρες που επλήγησαν από κρίσεις, αν και οι μέγιστες απώλειες ήταν μικρότερες.
Η μεγάλη εξάπλωση των απωλειών δεν πρέπει να προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη: η κρίση αυτή ξεκίνησε από τον πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας και προκάλεσε μεγάλη πτώση στην παγκόσμια ζήτηση. Το αποτέλεσμα ήταν βαθιές υφέσεις, οι οποίες ρίχνουν βαριές σκιές στο μέλλον.
Αν και οι ανεπτυγμένες οικονομίες δέχθηκαν ιδιαίτερα βαρύ πλήγμα, οι αναδυόμενες οικονομίες δεν τα πήγαν και πολύ καλύτερα. Αυτή ήταν μια δυτική χρηματοοικονομική κρίση, αλλά ήταν και μια παγκόσμια οικονομική κρίση. Το πρόγραμμα τόνωσης της Κίνας μεγέθους 10% του ΑΕΠ περιόρισε σημαντικά τον αντίκτυπο.
Οι εύλογες εξηγήσεις για τις τεράστιες απώλειες στο ΑΕΠ ήταν η βουτιά στις επενδύσεις: ως το 2017, κατά μέσο όρο, οι επενδύσεις ήταν κατά ένα τέταρτο χαμηλότερες από τα προ κρίσης επίπεδα.
Αυτή η αδύναμη επένδυση μπορεί επίσης να εξηγήσει τα χαμηλά επίπεδα καινοτομίας, που είναι ιδιαίτερα ορατά στις χώρες που χτυπήθηκαν άμεσα από την κρίση. Η νέα τεχνολογία ενσωματώνεται συχνά σε νέους εξοπλισμούς: πάρτε για παράδειγμα τα ρομπότ.
Κατά μέσο όρο, οι χώρες που βίωσαν τραπεζικές κρίσεις αντιμετώπισαν μια μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 2011-2013 από τις υπόλοιπες. Όσες είχαν μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες πριν την κρίση, κυρίως μη βιώσιμα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, σημείωσαν και αυτές μεγάλες απώλειες. Το ίδιο και αυτές με λιγότερο ευέλικτες αγορές εργασίας.
Και πάλι, αυτές που οι εξαγωγές τους ήταν πιο εκτεθειμένες στις αγορές που χτυπήθηκαν από την κρίση, δέχθηκαν μεγαλύτερο πλήγμα. Οι χώρες που ήταν πιο εκτεθειμένες στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα υπέστησαν επίσης μεγαλύτερες απώλειες. Η έλλειψη δημοσιονομικών περιθωρίων αποδείχθηκε εξίσου ακριβή, όπως και η έλλειψη ευελιξίας στη συναλλαγματική ισοτιμία. Το τελευταίο αποτελεί σίγουρα μια εξήγηση, αν και όχι τη μοναδική, για την εξαιρετικά κακή επίδοση της ευρωζώνης.
Η νομισματική πολιτική που ακολούθησαν οι χώρες υψηλού εισοδήματος στον απόηχο της κρίσης έχουν προκαλέσει αντιδράσεις σε πολλές αναδυόμενες αγορές. Είναι πολλοί και αυτοί εντός των χωρών υψηλού εισοδήματος που έχουν υποστηρίξει ότι η εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική ήταν ένα λάθος. Ωστόσο, τα στοιχεία που δείχνουν ότι οι απώλειες στο ΑΕΠ ήταν σωρευτικές, ακυρώνει το επιχείρημα ενάντια σε μια ισχυρή και σταθερή νομισματική στήριξη. Αλλά αν η αντίδραση από την πλευρά της δημοσιονομικής πολιτικής ήταν ισχυρότερη, η ανάγκη για μια τόσο παρατεταμένη περίοδο αντισυμβατικών νομισματικών πολιτικών θα ήταν μικρότερη.
Εξίσου αμφιλεγόμενες ήταν και οι κεφαλαιακές ενέσεις και οι εγγυήσεις που προσφέρθηκαν στον χρηματοοικονομικό τομέα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ενδεχομένως, θα μπορούσαν να βρεθούν τρόποι για τη διάσωση των τραπεζών χωρίς τη διάσωση των τραπεζιτών. Αλλά όσο πιο ισχυρή η στήριξη στον πληγωμένο χρηματοοικονομικό τομέα, υποστηρίζει το ΔΝΤ, τόσο ισχυρότερη η ανάκαμψη. Η θέση αυτή έρχεται σε σύγκρουση με την άποψη υπέρ των ρευστοποιήσεων, που θεωρεί τις χρεοκοπίες τραπεζών και τις υφέσεις ως μια θεμιτή κάθαρση.
Στο σημείο αυτό μπορώ να υποδείξω τρεις αποστολές και ένα μάθημα.
Η πρώτη αποστολή είναι αυτή της ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής σε έναν κόσμο που έχει υπερβολικό χρέος. Τα υψηλότερα επιτόκια στις ΗΠΑ έχουν ήδη αποκαλύψει την αδυναμία πολλών αναδυόμενων οικονομιών. Φαίνεται πολύ πιθανό να ακολουθήσουν περαιτέρω αναταράξεις.
Μια δεύτερη αποστολή αφορά το ποια θα είναι η απάντηση σε μια ακόμα μεγάλη ύφεση, όταν τα περιθώρια των κυβερνήσεων να απαντήσουν είναι τόσο περιορισμένα. Η τελευταία αποστολή έχει να κάνει με την αντιμετώπιση των πολιτικών επενεργειών της κρίσης. Η πτώση της αξιοπιστίας και της σχετικής ισχύος της Δύσης και η άνοδος των δημαγωγικών δυνάμεων είναι πραγματική, ισχυρή και επικίνδυνη.
Το μάθημα είναι πως οι μεγάλες χρηματοοικονομικές κρίσεις είναι -δεν αποτελεί έκπληξη- πολύ επιβλαβείς.
Από τη στιγμή που προκληθούν, είναι ήδη πολύ αργά. Η ανάλυση του ρυθμιστικού πλαισίου από το ΔΝΤ δείχνει πως πρέπει να αγνοήσουμε τις διαμαρτυρίες των τραπεζιτών κατά του αυστηρού ελέγχου: πάνω από όλα, πρέπει να κρατήσουμε σε υψηλά επίπεδα τις κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Η ανάκαμψη θα μπορούσε να ήταν ισχυρότερη με μια σταθερή δημοσιονομική και χρηματοοικονομική δράση, ειδικά στην ευρωζώνη. Αλλά το κόστος της κρίσης θα ήταν και πάλι υψηλό. Το «ποτέ ξανά» πρέπει να είναι το σύνθημα.
© The Financial Times Limited 2018. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation