Μετά το τέλος Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε επιτευχθεί μια αξιοσημείωτη συναίνεση εντός του αμερικανικού κατεστημένου για την εξωτερική πολιτική. Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί στήριξαν ένα παγκόσμιο δίκτυο συμμαχιών και εγγυήσεων ασφαλείας.
Κορυφαίες προσωπικότητες και από τα δύο κόμματα, από τον Τζον Κένεντι ως τον Ρόναλντ Ρίγκαν μέχρι τους Μπους και τους Κλίντον, συμφωνούσαν ότι είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ να προωθούν το ελεύθερο εμπόριο και τη δημοκρατία σε όλο τον κόσμο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει γκρεμίσει αυτή τη συναίνεση της Ουάσιγκτον. Η απομάκρυνση του Αμερικανού προέδρου από τις καθιερωμένες αρχές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι τόσο ριζική, που πολλοί από τους επικριτές του απορρίπτουν τις ιδέες του ως το προϊόν ενός διαταραγμένου μυαλού. Αλλά αυτό είναι λάθος. Αναδύεται ένα δόγμα Τραμπ το οποίο έχει εσωτερική συνοχή. Υπάρχουν τέσσερις βασικές αρχές πίσω από την προσέγγισή του.
Η οικονομία πάνω απ’ όλα: Από την ομιλία που έδωσε στην ορκωμοσία του, όπου επέκρινε τη «σφαγή» και τα «παρατημένα εργοστάσια» στις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, ο κ. Τραμπ έχει υποσχεθεί να κάνει την Αμερική «μεγάλη ξανά» με οικονομικούς όρους. Για τον σκοπό αυτό, έχει επικεντρωθεί σε χώρες που πιστεύει ότι έχουν υπερβολικά εμπορικά πλεονάσματα με τις ΗΠΑ.
Η έμφαση στο εμπόριο και στην οικονομία συσκοτίζει τη διάκριση ανάμεσα σε συμμάχους και αντιπάλους. Πολλές χώρες που έχουν μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα με την Αμερική αποτελούν επίσης σημαντικούς στρατιωτικούς εταίρους, μεταξύ των οποίων η Ιαπωνία και η Γερμανία. Αυτός είναι ο λόγος που ο κ. Τραμπ περιέγραψε την Ε.Ε. ως εχθρό αυτή την εβδομάδα. Η αντίληψή του για την προτεραιότητα της οικονομίας τον οδηγεί στην αμφισβήτηση της αξίας των παραδοσιακών αμυντικών συμμαχιών των ΗΠΑ, καθώς τις βλέπει κυρίως ως μια επιδότηση σε οικονομικούς αντιπάλους.
Εθνη όχι θεσμοί: Η πλειονότητα των προηγούμενων προέδρων των ΗΠΑ έχουν εκφράσει κατά καιρούς την αγανάκτησή τους με τους διεθνείς θεσμούς, όπως ο ΟΗΕ, ο ΠΟΕ και η G7.
Αλλά ο κ. Τραμπ έχει ανεβάσει τις αντιρρήσεις αυτές σε ένα άλλο επίπεδο. Αντιμετωπίζει τους διεθνείς θεσμούς ως προπύργια «πολιτικής ορθότητας» σε ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή. Θα προτιμούσε να αντιμετωπίζει τα υπόλοιπα έθνη σε διμερή βάση, όπου το πλεονέκτημα της Αμερικής όσον αφορά το μέγεθος μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Οι πολυμερείς θεσμοί, όπου οι ΗΠΑ μπορούν να νικηθούν στις ψήφους, είναι καλύτερο να αποφεύγονται. Η «βασισμένη στους κανόνες διεθνής τάξη», που οι προηγούμενοι πρόεδροι διαφύλαξαν με μεγάλη προσοχή, υπονομεύεται σκόπιμα από την κυβέρνηση Τραμπ.
Πολιτισμός, όχι αξίες: Όλοι οι μεταπολεμικοί πρόεδροι, ακόμα και ο υπέρ το δέον ρεαλιστής Ρίτσαρντ Νίξον, πίστευαν ότι ο ρόλος τους είναι να στηρίζουν ορισμένες οικουμενικές αξίες. Έχει αποδειχθεί εύκολο για τους επικριτές των ΗΠΑ να επισημαίνουν ασυνέπειες και υποκριτικές συμπεριφορές στην προώθηση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Αμερική. Αλλά η ρητορική δέσμευση αποτελούσε πάντοτε κεντρικό μέρος της προσέγγισης των ΗΠΑ.
Ο κ. Τραμπ αντίθετα έχει δείξει πολύ λίγο ενδιαφέρον για την προώθηση της δημοκρατίας ή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αντίληψή του για τη Δύση δεν βασίζεται σε κοινές αξίες αλλά στον πολιτισμό ή στη φυλή. Αυτό οδηγεί στην εμμονή του για τον έλεγχο της μετανάστευσης, που πιστεύει ότι αποτελεί την πραγματική απειλή για τη Δύση. Επανέλαβε την άποψη αυτή και στο πρόσφατο ταξίδι του στην Ευρώπη, υποστηρίζοντας πως η μετανάστευση είναι «πολύ κακή για την Ευρώπη, αλλάζει τον πολιτισμό».
Σφαίρες ενδιαφέροντος: Ο κ. Τραμπ δεν πιστεύει σε οικουμενικές αξίες και κανόνες. Οπότε είναι πολύ εύκολο για αυτόν να αποδεχθεί την ιδέα ότι ο κόσμος θα μπορούσε (ή θα έπρεπε) να διαιρεθεί σε άτυπες «σφαίρες επιρροής» στις οποίες κυριαρχούν οι μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έχει ενστερνιστεί ποτέ ρητά αυτή την ιδέα. Αλλά είναι κάτι που έχει υπαινιχθεί, στην εκτίμησή του ότι η Κριμαία αποτελεί φυσικό κομμάτι της Ρωσίας και στην αμφισβήτηση της αξίας των παγκόσμιων συμμαχιών της Αμερικής.
Ο ενθουσιασμός του κ. Τραμπ για τις διαπραγματεύσεις με αυταρχικούς ηγέτες όπως ο Σι Τζινπίνγκ της Κίνας και ο Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας, μπορεί να τον παρακινήσει να επιλύσει διαμάχες όπως ένας CEO που χωρίζει μια αγορά με την αντίπαλη εταιρεία. Το ερώτημα για το ποιες αξίες προσπαθούν να διαδώσουν στις περιοχές τους οι Κινέζοι ή οι Ρώσοι δεν απασχολεί τον κ. Τραμπ.
Το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ είναι εύλογα τρομοκρατημένο από αυτή τη ριζική απομάκρυνση από καθαγιασμένες αρχές που έχουν υιοθετηθεί για δεκαετίες. Αλλά αυτό είναι μια αφορμή για να ρίξουμε μια νέα ματιά στην εξωτερική πολιτική που καθιερώθηκε μετά το 1945, κάτω από πολύ διαφορετικές περιστάσεις. Τότε μαινόταν ακόμα ο Ψυχρός Πόλεμος και η οικονομική ανωτερότητα των ΗΠΑ ήταν αδιαμφισβήτητη.
Το πρόβλημα είναι πως οι πολιτικές του κ. Τραμπ δεν είναι απλώς ακραίες. Είναι επίσης επικίνδυνες και ηθικά έωλες. Η Αμερική χρειάζεται συμμάχους. Η υπονόμευση του συστήματος συμμαχιών των ΗΠΑ και η προώθηση «σφαιρών επιρροής» ενθαρρύνει την επέκταση της κινεζικής και ρωσικής επιρροής.
Ακόμα και αν η μόνη ανησυχία της κυβέρνησης Τραμπ είναι τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ, αυτό δεν είναι μια καλή ιδέα. Οι προηγούμενες γενιές Αμερικανών πολιτικών καταλάβαιναν πως τα συμφέροντα στην άμυνα και την οικονομία είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, όχι αντικρουόμενα. Ο κ. Τραμπ έχει επίσης μια πολύ απλοϊκή άποψη για τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ, όπου το μόνο που φαίνεται να έχει σημασία είναι το εμπορικό πλεόνασμα.
Τέλος, υπάρχει και μια ηθική διάσταση. Πολλοί άνθρωποι θρηνούν για το τέλος μιας Αμερικής που φιλοδοξούσε να είναι μια δύναμη του καλού. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και μετά, είχε σημασία που η κυρίαρχη χώρα στον κόσμο πίστευε στην προώθηση της πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας.
Όλος ο κόσμος θα πληρώσει το τίμημα, αν αυτό έχει πάψει να ισχύει.
© The Financial Times Limited 2018. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation