Από την εποχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οι επενδυτές εξετάζουν πότε να επιστρέψουν στον εύθραυστο τραπεζικό τομέα της Ευρώπης.
Στις αρχές του 2017 φαινόταν πως τελικά η στιγμή αυτή έφτασε. Τα υψηλότερα επιτόκια στην Ευρώπη, τα οποία επιτρέπουν στις τράπεζες να αποκομίζουν μεγαλύτερα κέρδη, φαίνεται να είναι καθ' οδόν και η πολιτική αστάθεια ετοιμαζόταν να υποχωρήσει μετά τις γαλλικές εκλογές.
Στους πρώτους έξι μήνες του έτους, ο τραπεζικός δείκτης Euro Stoxx αντανακλούσε αυτή την αισιοδοξία με μια άνοδο πάνω από 11%, πολύ υψηλότερη από την ευρύτερη αγορά και ενισχύοντας την αίσθηση πως ο τραπεζικός τομέας της Ευρώπης μπορεί να είναι τελικά σε ανοδική τροχιά.
Αλλά από τα μέσα της χρονιάς ο ενθουσιασμός έχει κοπάσει και οι τραπεζικές μετοχές δεν έχουν καταφέρει να σημειώσουν σημαντική άνοδο, υστερώντας σε σχέση με άλλους τομείς και κρατώντας χαμηλά τις ευρωπαϊκές τραπεζικές μετοχές.
Αυτά τα γνωστά διαστήματα κόπωσης στέλνουν μια προειδοποίηση σε όσους θέλουν να στοιχηματίσουν στη μακροπρόθεσμη πορεία του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα. Ο τομέας είναι αντιμέτωπος με εκατοντάδες δισεκατομμύρια «κόκκινων» δανείων και έχει αναγκαστεί να διαχειριστεί τα αρνητικά επιτόκια και τις πιο αυστηρές ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν μετά την κρίση.
Οι επενδυτές επικαλούνται την υποχώρηση των προσδοκιών ότι τα επιτόκια στην Ευρώπη θα αυξηθούν πιο γρήγορα από ό,τι αναμενόταν, ως τον πιο προφανή λόγο πίσω από την πρόσφατη αδυναμία.
«Πολλές από τις προσδοκίες για αυξήσεις επιτοκίων έχουν προφανώς μετατεθεί για αργότερα» λέει ο Τζέιμς Σιμ, fund manager για ευρωπαϊκές μετοχές στη Schroders. «Το σημείο καμπής ήταν η συνέντευξη Τύπου της ΕΚΤ στο τέλος Οκτωβρίου, όπου ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι παράτεινε το QE» προσθέτει.
Αυτή την εβδομάδα, η απόδοση του γερμανικού 10ετούς ομολόγου υποχώρησε κάτω από το 0,3% για πρώτη φορά τους τελευταίους μήνες. Υποχωρεί από τότε που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανέφερε πως θα παρατείνει τις αγορές τις ως τον Σεπτέμβριο του 2018, αλλά με τον χαμηλότερο ρυθμό των 30 δισ. ευρώ τον μήνα.
Η συνάντηση της ΕΚΤ τον Οκτώβριο εδραίωσε την άποψη μεταξύ των επενδυτών ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά για σημαντικό χρονικό διάστημα. Οι τράπεζες αναμένεται να τα πάνε καλύτερα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων, με τις αποδόσεις στα μακροπρόθεσμα δάνεια να αυξάνονται πιο γρήγορα από το κόστος της βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησής τους.
Αν και η ευρύτερη αγορά για τον ευρωπαϊκό χρηματοοικονομικό τομέα είναι αδύναμη, ορισμένοι επενδυτές έχουν καταφέρει να αποκομίσουν κέρδη. Το Third Point, το αμερικανικό hedge fund, επένδυσε στην ιταλική UniCredit, όταν άντλησε κεφάλαια 13 δισ. ευρώ τον Μάρτιο, λέγοντας στους πελάτες του fund πως πιστεύει ότι η μεγαλύτερη έκδοση δικαιωμάτων ευρωπαϊκής τράπεζας από το 2009 είναι ένα σίγουρο στοίχημα. Έκτοτε οι μετοχές της UniCredit έχουν υπερδιπλασιαστεί.
Αλλά για πολλούς, το μεγαλύτερο πρόβλημα για τις τράπεζες της Ευρώπης παραμένει το περίπου $1 τρισ. μη εξυπηρετούμενων δανείων που βαραίνουν τους ισολογισμούς των πιο αδύναμων παικτών. Οι εποπτικές αρχές έχουν πιέσει για πιο αυστηρές απαιτήσεις, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις τιμές των μετοχών, αν πουληθούν δάνεια με ταχύτερο ρυθμό ή με μεγαλύτερη έκπτωση.
Αυτό έχει δημιουργήσει ευκαιρίες για εξειδικευμένους αγοραστές κακού χρέους, οι οποίοι έχουν αντλήσει 300 δισ. δολάρια για να ξοδέψουν σε αυτά τα δάνεια, σύμφωνα με την Deloitte, και οι οποίοι αντλούν συνήθως χρηματοδότηση από μεγάλες αμερικανικές επενδυτικές τράπεζες. Αλλά συχνά είναι επώδυνο για όσους επενδύουν σε μετοχές.
«Αυτό θα μπορούσε να είναι οδυνηρό, από την άποψη ότι θα απαιτούσε τη χρήση κερδών για τη διαγραφή και την ανασύσταση κεφαλαίου» λέει ο Χάνι Ρέντα, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην PineBridge Investments. «Αυτό είναι σίγουρα ένα ρίσκο, ανάλογα μέχρι ποιο σημείο οι επόπτες θα αναγκάσουν περαιτέρω εκκαθάριση των NPEs» προσθέτει.
Μια άλλη επιπλοκή για τους επενδυτές μετοχών είναι τα τραπεζικά ομόλογα. Η κατηγορία τραπεζικού χρέους με το υψηλότερο ρίσκο, που αποκαλείται ως «επιπρόσθετο tier 1» κεφάλαιο, λόγω του ρόλου του στην επίτευξη των ρυθμιστικών απαιτήσεων, έχει πραγματοποιήσει ράλι φέτος. Εξαιτίας των υψηλών αποδόσεων που απαιτούνται για την αντιστάθμιση του ρίσκου, η αγορά λαμβάνει σημαντικές αποδόσεις που θα μπορούσαν σε διαφορετική περίπτωση να κατευθυνθούν προς τους μετόχους.
Αυτή η κατηγορία ενεργητικού, αρκετά πάνω από 100 δισ. ευρώ στην Ευρώπη, έχει απόδοση περίπου 4%, σύμφωνα με μια μέτρηση ενός βασικού δείκτη, έναντι απόδοσης πάνω από 6% κοντά στα μέσα του 2016. Η πτώση έχει ακολουθήσει την ευρύτερη πτώση στα spreads του ευρωπαϊκού χρέους. Τα ομόλογα υψηλής απόδοσης που αποτιμώνται σε ευρώ έχουν αυτή τη στιγμή απόδοση κοντά στο 2%, σύμφωνα με ένα δείκτη.
Ωστόσο, ορισμένοι αφήνουν να εννοηθεί ότι το ράλι στα τραπεζικά ομόλογα τελείωσε και ότι θα υπάρξει σύντομα μετατόπιση αξίας στις μετοχές. «Πιστεύω ότι οι τράπεζες είναι πολύ πιο ελκυστικές τώρα για τις μετοχές παρά για το σταθερό εισόδημα» σημειώνει ο κ. Ρέντα. «Πιστεύω ότι είμαστε πολύ κοντά στα χαμηλά όσον αφορά τις προσδοκίες για τα επιτόκια και το υπόβαθρο για την ανάπτυξη είναι αρκετά στέρεο» προσθέτει.
Η οικονομική επίδοση της ευρωζώνης έχει προκαλέσει αισιοδοξία τη φετινή χρονιά. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, όπου οι τεχνολογικές μετοχές κυριαρχούν στην αγορά, οι τράπεζες παραμένουν ο βασικός σηματωρός των προοπτικών της ηπείρου.
Ο κ. Σιμ της Schroders επισημαίνει πως τα κέρδη «συνεχίζουν να καταγράφουν εύλογη πρόοδο» και ότι ένας αυξανόμενος αριθμός τραπεζών επιστρέφουν στην καταβολή μερισμάτων. Ωστόσο, ο πραγματικός κινητήριος μοχλός πίσω από αυτή την τάση είναι πέρα από τον έλεγχό τους, καθώς θα κριθεί από τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων.
«Αυτό που χρειάζονται πραγματικά οι τράπεζες είναι μια συναίνεση ότι τα αρνητικά επιτόκια θα τελειώσουν και ότι δεν θα κάνουμε ποσοτική χαλάρωση (QE) για πάντα» προσθέτει.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation