Η Γερμανία είναι αντιμέτωπη με μια μακρά περίοδο αβεβαιότητας, μετά την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης το βράδυ της Κυριακής. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ προσπαθούσε να σχηματίσει έναν συνασπισμό ανάμεσα στο συντηρητικό της μπλοκ, το φιλελεύθερο κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατικών (FDP) και των Πράσινων.
Αλλά τα κόμματα είναι βαθύτατα διχασμένα, για θέματα από την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ως το μεταναστευτικό. Μετά τη διαιώνιση των διερευνητικών για πάνω από ένα μήνα, το FDP παραιτήθηκε, λέγοντας πως οι εμπλεκόμενες μεριές δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τις διαφορές.
Τι θα συμβεί από εδώ και πέρα;
Ο Γερμανός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγερ θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και θα συναντηθεί με τους αρχηγούς των κομμάτων. Με βάση το σύνταγμα, ο επικεφαλής του κράτους είναι το πρόσωπο που θα αποφασίσει στο τέλος αν η Γερμανία θα διενεργήσει νέες εκλογές, η οποία ίσως να είναι η μόνη διαθέσιμη επιλογή.
Ποιες είναι οι επιλογές;
Οι επιλογές είναι βασικά τρεις. Η κα Μέρκελ μπορεί να αλλάξει πορεία και να επιδιώξει μια συνέχεια του «μεγάλου συνασπισμού» ανάμεσα στο συντηρητικό της μπλοκ και στους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), ο οποίος είχε την εξουσία ως τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Αν δεν τα καταφέρει, μπορεί να επιλέξει να σχηματίσει μια κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία μπορεί να έχει τη στήριξη από ένα μικρότερο κόμμα, αλλά δεν θα έχει πλειοψηφία στην Bundestag.
Και αν κανένα από αυτά τα σενάρια δεν προχωρήσει, τότε η Γερμανία μπορεί να προχωρήσει σε νέες εκλογές.
Πόσο πιθανός είναι ένας «μεγάλος συνασπισμός»;
Ένας μεγάλος συνασπισμός θα είχε μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ακόμα και μετά τις απώλειες του SPD και του CDU στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Αλλά οι εκλογές αντιμετωπίστηκαν από το SPD ως μια καταστροφή. Μόλις που κέρδισε το ένα πέμπτο της εθνικής ψήφου, το χειρότερο αποτέλεσμα από το 1949 και το κόμμα, υπό την ηγεσία του Μάρτιν Σουτλς, έχει αποκλείσει κατηγορηματικά να κυβερνήσουν ξανά μαζί.
Η πίεση στο κόμμα να αλλάξει στάση μπορεί τώρα να αυξηθεί, αλλά δύσκολα θα το κάνει, αν και ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του SPD, ο Τόμας Όπερμαν, δήλωσε μετά τις εκλογές τον Σεπτέμβριο πως ένας μεγάλος συνασπισμός θα λειτουργούσε μόνο αν παραιτούνταν η κα Μέρκελ. Σε ένα τέτοιο σενάριο, ένα βασικό ερώτημα θα είναι με ποιον από τους Χριστιανοδημοκράτες θα ήταν διατεθειμένο να συνεργαστεί το SPD.
Θα μπορούσε να λειτουργήσει μια κυβέρνηση συνεργασίας;
Τεχνικά ναι, αν και σε λίγα κόμματα αρέσει η ιδέα. Ο Τόμας Κράουζερ του CSU, που είναι μέρος του συντηρητικού μπλοκ της κας Μέρκελ και ένας από τους διαπραγματευτές στις διερευνητικές επαφές, ανέφερε ότι μια κυβέρνηση μειοψηφίας δεν θα είχε την ισχύ που τόσο χρειάζονται η Γερμανία και η Ε.Ε. αυτή τη στιγμή.
Η κα Μέρκελ ανέφερε το βράδυ των εκλογών ότι δεν είναι υπέρ μιας τέτοιας επιλογής (σ.σ. η κα Μέρκελ δήλωσε τη Δευτέρα ότι τάσσεται υπέρ της διενέργειας εκλογών αντί του να ηγηθεί σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας) και το SPD ξεκαθάρισε και αυτό πως δεν θα «ανεχόταν» μια κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τη Μέρκελ.
Πώς θα μπορούσαμε να φθάσουμε σε νέες εκλογές;
Ο δρόμος προς τη διενέργεια νέων εκλογών δεν είναι μια ευθεία γραμμή και απαιτεί πρώτα από όλα την ψήφο των μελών της Bundestag που εκλέχτηκαν τον Σεπτέμβριο.
Η Γερμανίδα καγκελάριος δεν εκλέγεται απευθείας από τον λαό. Αντίθετα, με βάση το Άρθρο 63 του γερμανικού συντάγματος, είναι ο πρόεδρος αυτός που ορίζει τον καγκελάριο, συνήθως τον υποψήφιο του πιο ισχυρού κόμματος στη Βουλή. Αυτός ή αυτή εκλέγονται μόλις κερδίσουν την πλειοψηφία των μελών της Bundestag. Όλοι οι καγκελάριοι της Γερμανίας μετά τον πόλεμο εκλέχτηκαν με αυτό τον τρόπο, αφού πρώτα είχαν ολοκληρώσει με επιτυχία συνομιλίες για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού.
Τώρα είμαστε σε ένα σημείο όπου η κα Μέρκελ δεν έχει τη στήριξη ενός συνασπισμού. Σε μια τέτοια περίπτωση, το σύνταγμα ορίζει πως πρέπει να γίνουν επιπλέον ψηφοφορίες. Η πρώτη, εντός 14 ημερών, επιτρέπει σε έναν υποψήφιο να γίνει καγκελάριος, αν έχει την πλειοψηφία των ψήφων στο κοινοβούλιο. Αν δεν περάσει αυτό το εμπόδιο, θα πρέπει να γίνει νέα ψηφοφορία και να ανακηρυχθεί καγκελάριος αυτός που θα κερδίσει τις περισσότερες ψήφους.
Ο πρόεδρος πρέπει τότε να αποφασίσει αν θα διορίσει το πρόσωπο αυτό -ενδεχομένως επιτρέποντάς του να δοκιμάσει να σχηματίσει μια κυβέρνηση μειοψηφίας-, ή να διαλύσει την Bundestag.
Τι θα συμβεί αν διενεργηθούν νέες εκλογές;
Πολλοί σχολιαστές λένε ότι μπορούν να ευνοήσουν την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ένα ακροδεξιό λαϊκιστικό κόμμα που κέρδισε το 13% στις εκλογές της Bundestag και έχει ενισχυθεί από τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τα παραδοσιακά κόμματα. Η κατάρρευση των διερευνητικών επαφών θα δικαιώσει τη θέση του AfD ότι το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας είναι σε κρίση και χρειάζεται ριζικές λύσεις για να βγει από αυτήν.
Το FDP, με ηγέτη τον Κρίστιαν Λίντνερ, εκτιμά πως έχει να φοβηθεί τα λιγότερα από τις νέες εκλογές και ότι μπορεί να λάβει στήριξη από τους απογοητευμένους συντηρητικούς και από ψηφοφόρους του AfD.
Αλλά, σύμφωνα με ορισμένους σχολιαστές, αυτό θα μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ ενάντια στο FDP, το οποίο μπορεί να κατηγορηθεί από πολλούς ψηφοφόρους για την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων για κυβέρνηση «Τζαμάικα», που ονομάστηκε έτσι γιατί τα χρώματα των κομμάτων αντιστοιχούν με αυτά της σημαίας της χώρας της Καραϊβικής. Ο Γιούργκεν Τριτίν, ηγέτης των Πρασίνων, προειδοποίησε πως οι υπολογισμοί του FDP μπορεί να αποδειχθούν ένα «ολέθριο λάθος».
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation