Ενώ οι Αμερικανοί που επισκέπτονται την Ευρώπη ανακαλύπτουν ότι αγοράζουν λιγότερα με τα δολάρια τους, η πρόσφατη βουτιά του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος είναι πολύ λιγότερο πρόβλημα των ΗΠΑ και πολύ περισσότερο του υπόλοιπου κόσμου, το οποίο αυξάνει τις ήδη πολύπλοκες οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις.
Αποτελεί επίσης μια «καυτή πατάτα» που καταδεικνύει την διαρθρωτική ευπάθεια της παγκόσμιας οικονομίας και υπονομεύει το κρίσιμο θεμέλιο για την εδραίωση και την διατήρηση υψηλότερων τιμών στα στοιχεία ενεργητικού.
Σχολιάζοντας ένα δολάριο που είχε ενισχυθεί 5% από την ημέρα που κέρδισε τις εκλογές ως το τέλος εκείνου του έτους, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προειδοποίησε τον Ιανουάριο ότι το νόμισμα είναι «πολύ ισχυρό» καθώς πλήττει την ικανότητα των αμερικάνικων εταιρειών να είναι ανταγωνιστικές διεθνώς.
Από τότε, το αμερικάνικο νόμισμα υποχωρεί σταθερά, αγγίζοντας ένα χαμηλό 33 μηνών προ ημερών σε μια πτώση 9% ως τώρα το 2017 στον σταθμισμένο δείκτη. Ήταν μια κίνηση ενάντια στα νομίσματα τόσο των ανεπτυγμένων όσο και των αναπτυσσόμενων οικονομιών, ακόμα και ορισμένων που είναι συνδεδεμένα με το δολάριο, όπως αυτό της Κίνας, το οποίο ωστόσο τις τελευταίες ημέρες έχει αρχίσει να αντιστέκεται.
Ο βασικός παράγοντας πίσω από την πτώση του δολαρίου είναι η συρρίκνωση της απόστασης ανάμεσα στις προσδοκίες της αγοράς για την οικονομική ανάπτυξη και την νομισματική πολιτική. Κατά τους τελευταίους μήνες, η πραγματική και αναμενόμενη ανάπτυξη αυξήθηκε στην Ευρώπη και στην Ασία, τόσο σε απόλυτους όρους όσο και σε σχέση με τις ΗΠΑ.
Ταυτόχρονα, με την πιθανότητα μιας αύξησης του επιτοκίου τον Δεκέμβριο να έχει πέσει σημαντικά (κάτω από το 30%), οι traders έχουν μεταφέρει για τον Ιούνιο του επόμενου έτους τις προσδοκίες μιας αύξησης του επιτοκίου από την Fed, την ίδια στιγμή που δέχονται σήματα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ότι μπορεί να κινηθεί ακόμα και τον επόμενο μήνα στην ανακοίνωση σχεδίων για την μείωση των αγορών στοιχείων ενεργητικού.
Αν και ένα μέρος των αμερικάνικων νοικοκυριών και εταιρειών θα υποφέρουν από την υποτίμηση, ο ευρύτερος οικονομικός αντίκτυπος θα είναι ευνοϊκός. Ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα των τιμών, αποτελεί έναν ούριο άνεμο για την οικονομική δραστηριότητα και την δημιουργία θέσεων εργασίας. Στηρίζει τις χρηματοοικονομικές αγορές, δεδομένου ότου οι εταιρείες του S&P 500 αντλούν ένα σημαντικό μέρος των εσόδων τους από το εξωτερικό.
Eπίσης, οριακά, αυξάνει τις πιθανότητες να προχωρήσει η Fed με την «όμορφη ομαλοποίηση» της μετά από μια αναπάντεχα παρατεταμένη εξάρτηση από τα πειραματικά μη συμβατικά μέτρα, δηλαδή επαναφέροντας τα επιτόκια και τον ισολογισμό σε λιγότερα ακραία και στρεβλωτικά επίπεδα χωρίς να εκτροχιάσει την ανάπτυξη ή να προκαλέσει χρηματοπιστωτική αστάθεια.
Η εικόνα είναι λιγότερο ρόδινη για τον υπόλοιπο κόσμο. Οι περισσότερες οικονομίες πρέπει να συμβιβαστούν τώρα με έναν πιο ισχυρό αντίθετο άνεμο για την ανάπτυξη και στην περίπτωση της Ευρώπης, καθοδικές πιέσεις στον πληθωρισμού που η κεντρική τράπεζα ανησυχεί ότι είναι ήδη πολύ χαμηλός.
Με τις διαρκείς καθυστερήσεις στην εφαρμογή των αναγκαίων φιλο-αναπτυξιακών πολιτικών, αυτό αποδυναμώνει την ώθηση από την κυκλική ανάπτυξη και διογκώνει τις συνέπειες των διαρθρωτικών ελλειμμάτων σε μια υψηλότερη και πιο περιεκτική ανάπτυξη.
Η πορεία του δολαρίου τους τελευταίους 10 μήνες φέρνει στο προσκήνιο και μια σημαντική πτυχή των σημερινών αγορών νομισμάτων. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η Γερμανία, υπάρχουν πολύ λίγες χώρες που μπορούν να απορροφήσουν εύκολα μια παρατεταμένη περίοδο μεγάλης ανατίμησης του νομίσματος και αυτό για έναν απλό λόγο: οι μηχανές της ανάπτυξης είναι ακόμα πολύ αδύναμες.
Ως εκ τούτου, αντί να είναι μέρος μιας παγκόσμιας εξισορρόπησης που θα ενισχύει την ανάπτυξη, οι κινήσεις των νομισμάτων στις μέρες μας έχουν πολλά στοιχεία από παίγνια μηδενικού αθροίσματος και μπορούν να πυροδοτήσουν οικονομικό εθνικισμό.
Ο Τζον Κόναλι, όταν ήταν υπουργός Οικονομικών του Νίξον, είπε στους Ευρωπαίους ομολόγους του το 1971 πως το «δολάριο είναι δικό μας νόμισμα, αλλά δικό σας πρόβλημα». Με την διαρθρωτική ευπάθεια της σημερινής παγκόσμιας οικονομίας και με την συνεχιζόμενη υπερβολική εξάρτηση στην νομισματική πολιτική, το ρητό αυτό θα μπορούσε εύκολα να γενικευτεί για πολλά νομίσματα που αντιμετωπίζουν μια βαθιά πτώση.
Μέχρι το ζήτημα αυτό να επιλυθεί μέσω πιο συνεκτικών και συντονισμένων πολιτικών, οι αγορές νομισμάτων θα αποτελούν μια απειλή στην εδραίωση μιας συγχρονισμένης παγκόσμιας ανάκαμψης που είναι αναγκαία για την δικαιολόγηση των τιμών των μετοχών σε όλο των κόσμο.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation