Μεγαλώνοντας, δεν θαύμαζα κανέναν περισσότερο από τον Γουόρεν Μπάφετ, τον μεγαλύτερο επενδυτή όλων των εποχών. Το επίτευγμά του είναι αξεπέραστο. Η αγορά είναι ένας αδίστακτος αντίπαλος, αλλά αυτός ήταν ένας άνθρωπος που την κέρδιζε χρόνο με το χρόνο, βγάζοντας 75 δισ. δολάρια μόνο με τη σοφία και τη γοητεία του. Υπήρχε μια ηθική αγνότητα στη σεμνότητά του, στην ηθική του και στην ήρεμη προσκόλληση στην πατρίδα του, την Όμαχα της Νεμπράσκα. Ποιος ποδοσφαιριστής, πολιτικός ή στοχαστής θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί του;
Πλέον 87 ετών, ο κ. Μπάφετ ασκεί τεράστια επιρροή στην αμερικανική επιχειρηματικότητα και τα οικονομικά, συνήθως θετική. Πίεσε εταιρίες να δαπανούν κεφάλαια σε stock options, προειδοποίησε για τους κινδύνους στα παράγωγα και δίδαξε το κοινό να επενδύει μακροπρόθεσμα σε index funds χαμηλού κόστους.
Αλλά, όσο κι αν θαυμάζεις αυτόν τον άνθρωπο, η επιρροή του έχει μια σκοτεινή πλευρά γιατί η καρδιά του «μπαφετισμού» (Buffettism), που χαιρετίζεται από χιλιάδες επενδυτικά βιβλία, είναι να αποφεύγεις τον ανταγωνισμό και να ελαχιστοποιείς τις επενδύσεις κεφαλαίου στην πραγματική οικονομία.
Ένας χείμαρρος πρόσφατων μελετών, δείχνουν το πώς ακριβώς αυτές οι δυνάμεις -ο εξασθενημένος ανταγωνισμός, τα αυξανόμενα κέρδη και οι χαμηλότερες επενδύσεις- πλήττουν τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι οικονομολόγοι Jan de Loecker και Jan Eeckhout, χαρτογραφούν μια άνοδο στις προσαυξήσεις (mark-ups), μια μέτρηση που συνδέεται με τα περιθώρια κέρδους, από 18% το 1980 σε 67% σήμερα.
Σε μελέτη που παρουσιάστηκε στο Brookings Institution την περασμένη εβδομάδα, οι Germán Gutiérrez και Thomas Philippon δείχνουν πώς έχουν υποχωρήσει οι επενδύσεις σε σύγκριση με την κερδοφορία.
Ο κ. Μπάφετ δεν προκάλεσε αυτές τις τάσεις. Ωστόσο, είναι κρίσιμες για την περιουσία του. Όταν χαιρετίζεις τον ίδιο, χαιρετίζεις αυτές. Ο κ. Μπάφετ είναι απόλυτα ειλικρινής σχετικά με την επιθυμία του να ελαττώσει τον ανταγωνισμό. Απλά του δίνει μια λαϊκή ονομασία, «διεύρυνση της τάφρου». «Δεν θέλω μια επιχείρηση που είναι εύκολη για τους ανταγωνιστές. Θέλω μια επιχείρηση με μια τάφρο γύρω της, με ένα κάστρο μεγάλης αξίας στο κέντρο», δήλωσε το 2007.
Λέει στους managers της Berkshire Hathaway να μεγαλώνουν την τάφρο κάθε χρόνο. Ο ορισμός που δίνει ο Μπάφετ στην καλή διαχείριση είναι, επομένως, σαφής. Αν έχει αποτελεσματικούς ανταγωνιστές, κάτι δεν κάνεις καλά.
Όπως συμβαίνει και με πολλές πλευρές της καριέρας του, ο κ. Μπαφετ παλιά ενεργούσε πιο εμφανώς. Ένα παράδειγμα είναι η αγορά της Buffalo Evening News το 1977. Αγόρασε αυτή την εφημερίδα για 32,5 εκατ. δολάρια, ένα υψηλό πολλαπλάσιο του λειτουργικού της κέρδους (1,7 εκατ. δολάρια), μετά κυκλοφόρησε μια κυριακάτικη έκδοση και οδήγησε την αντίπαλη Buffalo Courier-Express σε κλείσιμο. Μέχρι το 1986, η εφημερίδα με το νέο όνομα Buffalo News είχε γίνει τοπικό μονοπώλιο που έβγαζε κέρδη προ φόρων ύψους 35 εκατ. δολαρίων. Εκείνη την περίοδο, ήταν η μεγαλύτερη μεμονωμένη επένδυση του κ. Μπάφετ.
Η ιδέα του γύρω από την τάφρο συνδέεται με τις απόψεις του για τις κεφαλαιουχικές επενδύσεις: το καλό του ενός είναι ότι δε χρειάζεσαι το άλλο. Μία από τις πιο περίφημες αγορές του ήταν η See's Candies, μια εταιρία που αγόρασε το 1972 για 25 εκατ. δολάρια. Κάθε χρόνο, ο κ. Μπάφετ αύξανε τις τιμές. Το brand της εταιρίας ήταν τόσο ισχυρό, που παρότι οι πωλήσεις αναπτύσσονταν ελάχιστα, τα κέρδη αυξάνονταν υπερβολικά, με σχεδόν καθόλου ανάγκη για κεφαλαιουχικές επενδύσεις. «Η ιδανική επιχείρηση είναι αυτή που δε χρειάζεται καθόλου κεφάλαια, αλλά και πάλι αναπτύσσεται», υποστήριξε πέρυσι.
Η δήλωσή του είναι αναμφίβολα αληθής για έναν επενδυτή. Για μια οικονομία, παράγει το εξής μοτίβο: χαμηλή επένδυση έναντι υψηλότερων κερδών. Μια ατάκα που αποδίδεται στον επιχειρηματικό εταίρο Charlie Munger, στη βιογραφία του κ. Μπάφετ από την Alice Schroeder, με τίτλο «The Snowball», είναι αποκαλυπτική: «Ο Munger πάντα έκανε πλάκα στον Μπάφετ πως η τεχνική διοίκησής του ήταν να αφαιρέσει όλα τα μετρητά από μια εταιρία και να αυξήσει τις τιμές». Αυτό τα συνοψίζει.
Αν ο κ. Μπάφετ και η ευφυΐα του, είχαν ανακαλύψει ελάχιστες πραγματικά ασυνήθιστες εταιρίες και τις είχαν αγοράσει φθηνά, δεν θα υπήρχε θέμα. Αλλά οι ακόλουθοί του επεκτείνουν τις μεθόδους του σε κλίμακα οικονομίας.
Στην εποχή μας, ο κ. Μπάφετ έχει δύο κύριους τρόπους για να αξιοποιήσει τα λεφτά του. Από τη μία, επενδύει επιτέλους σε φυσικά περιουσιακά στοιχεία, αν και μόνο σε ρυθμισμένες βιομηχανίες όπως ο ηλεκτρισμός και οι σιδηρόδρομοι, όπου οι αποδόσεις είναι σε μεγάλο βαθμό εγγυημένες. Από την άλλη, συνεργάζεται με τη βραζιλιάνικη εταιρία private equity, 3G, καθώς πετσοκόβει τα κόστη όσο δεν πάει και αυξάνει τα περιθώρια στο Burger King και στην εταιρία τροφίμων Kraft Heinz.
Η Kraft έχει πλέον λειτουργικό περιθώριο 23% και μια τεράστια απόδοση κεφαλαίου. Σε μια ανταγωνιστική αγορά, αυτά τα υψηλά περιθώρια θα πρέπει να συνιστούν ευκαιρία για τους αντιπάλους, ώστε να επενδύσουν και να κλέψουν μερίδιο αγοράς. Αντιθέτως, ανταγωνιστές της Kraft, όπως η Unilever και η Nestlé, πιέζονται από τους ιδιοκτήτες τους -μια μίξη index funds και ακτιβιστές τύπου Μπάφετ- να φτάσουν σε αυτά τα ακραία υψηλά περιθώρια. Αν κάνουν περικοπές και οι αντίπαλοι, αντί να επενδύσουν και να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά, η Kraft μπορεί να κάνει ακόμα περισσότερες περικοπές. Ένα είδος «ισορροπίας Μπάφετ» αρχίζει να επικρατεί.
Για να είμαι σαφής, αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος για την υποχώρηση των επενδύσεων και τα υψηλότερα κέρδη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ούτε υπάρχει κάποια απλή λύση. Πιο αποτελεσματική επιβολή κατά του μονοπωλίου θα μπορούσε να βοηθήσει, αλλά πρόσφατες προτάσεις για μια ολοκληρωτική αναβίωση της πολιτικής ανταγωνισμού δεν έχουν στέρεη βάση. Αν και έρευνες που συνδέουν την έλλειψη ανταγωνισμού με την πολλαπλή ιδιοκτησία (cross-ownership) από θεσμικά funds είναι ενδιαφέρουσες, δεν συλλαμβάνουν την πραγματικότητα των φορέων private equity όπως η 3G.
Μπορούμε να επιλέξουμε ποιον θα θαυμάσουμε. Ο κ. Μπάφετ είναι εξαιρετικός στο να αγοράζει επιχειρήσεις με μονοπωλιακά κέρδη, αλλά δεν ανοίγει εταιρίες ή ποντάρει σε νέες ιδέες. Η Αμερική είναι γεμάτη επιχειρηματίες που το κάνουν. Ο Ίλον Μασκ επενδύει σε δύο εξαιρετικά επικίνδυνους και ανταγωνιστικούς τομείς: τα αυτοκίνητα και το διάστημα. Ακόμη και οι αδελφοί Κοχ που έχουν διασυρθεί πολύ, έχτισαν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους επενδύοντας στην πραγματική οικονομία.
Να χαιρετίζετε αυτού του είδους την επιχειρηματικότητα. Αυτό είναι που χρειάζεται η Αμερική.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation