Πρόστιμα 150 δισ. δολαρίων εισέπραξαν οι ΗΠΑ μετά την κρίση

Το συνολικό ποσό που έχουν πληρώσει οι τράπεζες έχει ξεπεράσει ένα σημαντικό ορόσημο, αλλά οι υποθέσεις αυξάνονται και οι έρευνες συνεχίζονται. Κάνουν, όμως, οι αρχές ό,τι χρειάζεται για διασφαλιστεί η συμμόρφωση των εταιρειών;

Πρόστιμα 150 δισ. δολαρίων εισέπραξαν οι ΗΠΑ μετά την κρίση
  • της Kara Scannell

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν πληρώσει πρόστιμα πάνω από 150 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ για την κρίση πίστωσης, ξεπερνώντας ένα σημαντικό ορόσημο μια δεκαετία αφότου κατέστη σαφές πως τα προβλήματα των ΗΠΑ με τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου είχαν εξελιχθεί σε παγκόσμια.

Πριν από ακριβώς δέκα χρόνια, η γαλλική BNP Paribas μπλόκαρε την πρόσβαση των επενδυτών σε κεφάλαια με έκθεση σε ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου, επικαλούμενη μια «απόλυτη εξαφάνιση της ρευστότητας». Η ημερομηνία -9 Αυγούστου του 2007- για πολλούς έχει σημαδευτεί ως η στιγμή κατά την οποία ξεκίνησε η χρηματοπιστωτική κρίση.

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν σε μεγάλο βαθμό ανακάμψει από τη Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε, αλλά η κρίση αναδιαμόρφωσε ολοκληρωτικά οικονομίες και αγορές, και οι συνέπειες στην πολιτική και στην οικονομία είναι ακόμη αισθητές. Η αντιμετώπιση των υποτιθέμενων αδικημάτων των τραπεζών εκείνη την περίοδο, επίσης δεν έχει ολοκληρωθεί.

Ακολούθησε δημόσια κατακραυγή για ανάληψη ευθυνών, σε μια περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν πρόθυμη να επιβάλει σοβαρές κυρώσεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ωστόσο η πλειονότητα των αγωγών που σχετίζονται με την κρίση ήταν αστικές και όχι ποινικές. Μεγάλο μέρος του κοινού έμεινε ανικανοποίητο, γιατί λίγοι τραπεζίτες μπήκαν στη φυλακή.

Τρεις διακανονισμοί πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων με ευρωπαϊκές τράπεζες φέτος, έχουν φέρει καθαρά έσοδα 19 δισ. δολαρίων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στις ρυθμιστικές αρχές, περιλαμβανομένων και 5,5 δισ. δολαρίων που κατέβαλε η βρετανική RBS τον περασμένο μήνα -οδηγώντας το συνολικό ποσό άνω του ορόσημου.

Μία μόνο τράπεζα, η Bank of America, έχει πληρώσει πάνω από το ένα τρίτο του συνολικού ποσού που ανέκτησαν οι αμερικανικές αρχές, σύμφωνα με ανάλυση των Financial Times. Οι διακανονισμοί της, αξίας 56 δισ. δολαρίων, με πολιτειακές και ομοσπονδιακές ρυθμικές αρχές και με το Υπουργείο Δικαιοσύνης, καλύπτουν πωλήσεις ενυπόθηκων δανείων από την ίδια και ενέργειες δύο εταιριών που της ανήκουν, της Countrywide και της Merrill Lynch.

Η JPMorgan Chase, η οποία έχει στην κατοχή της την Bear Stearns και την Washington Mutual, έχει πληρώσει το δεύτερο υψηλότερο ποσό, με πρόστιμα και αποζημιώσεις 27 δισ. δολαρίων.

Η ανάλυση των FT στα πρόστιμα ενάντια σε τράπεζες, οίκους αξιολόγησης και άλλες εταιρίες, καλύπτει πρακτικές ενός μεγάλου εύρους, από ανακριβείς απομειώσεις ενυπόθηκων δανείων, ανάρμοστες πρακτικές άσκησης δικαιώματος κατάσχεσης και διακρίσεις στο δανεισμό, μέχρι την λανθασμένη βαθμολόγηση των χρεογράφων (auction rate securities - ARS). Το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου των 150,1 δισ. δολαρίων -τα 89,1 δισ.- ήταν για τη διευθέτηση ισχυρισμών πως τα ιδρύματα παραπλάνησαν τους αγοραστές των ενυπόθηκων χρεογράφων.

Νέες υποθέσεις που σχετίζονται με την κρίση εξακολουθούν να οδηγούνται στη δικαιοσύνη και οι έρευνες συνεχίζονται, κάτι που υπονοεί ότι το σύνολο των 150 δισ. μπορεί να αυξηθεί. Η Barclays αντιμάχεται μια μήνυση από το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης σύμφωνα με την οποία παραπλάνησε τους αγοραστές των ενυπόθηκων δανείων.

«Μπορείς να επιχειρηματολογήσεις ότι τα πρόστιμα είναι πολύ μεγάλα ή πολύ μικρά. Κανείς δεν θα επιχειρηματολογούσε ότι χρειάζεται να επιλυθεί η συμπεριφορά της μη συμμόρφωσης», ανέφερε ο Gerold Grasshoff, ανώτατος εταίρος στην Boston Consulting Group.

Οι εισαγγελείς έχουν απαιτήσει από τις τράπεζες να δηλώσουν ενοχή για εγκλήματα από ξέπλυμα χρήματος μέχρι παραβιάσεις της αμερικανικής νομοθεσίας περί κυρώσεων. Περιλαμβανομένων αυτών των διακανονισμών, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν πληρώσει πάνω από 321 δισ. δολάρια σε όλο τον κόσμο από το 2007 μέχρι τα τέλη του 2016, για κάθε είδους αδικήματα, σύμφωνα με έκθεση της Boston Consulting.

«Αναμένουμε πως τα πρόστιμα και οι ποινές από ρυθμιστικές αρχές σε Ευρώπη και Ασία θα αυξηθούν τα χρόνια που έρχονται», συμπεραίνει η έκθεση.

Κάποιες αρχές έχουν επισημάνει πως η έλλειψη υποθέσεων κατά στελεχών της Wall Street αντανακλά τη δυσκολία στο να αποδειχθεί η εγκληματική πρόθεση, καθώς συχνά κάποια κλιμάκια αφαιρούνταν από την υπόθεση απάτης ή προστατεύονταν από τους δικηγόρους. Άλλοι έχουν υπαινιχθεί πως το Υπουργείο δεν ήταν πρόθυμο να «κυνηγήσει» υποθέσεις που ήταν πιθανό να χάσει.

«Το κράτος μας δεν έχει το περιθώριο να μη δώσει την απαραίτητη προσοχή όταν πρόκειται για εγκλήματα ή άλλες παράνομες πρακτικές που απαιτούν την αντίδραση των δυνάμεων της επιβολής του νόμου», υπογράμμισε η Christy Goldsmith Romero, η γενική επιθεωρήτρια στην Sigtarp, την ομοσπονδιακή υπηρεσία που έχει υπό την επίβλεψή της τα κυβερνητικά κεφάλαια διάσωσης.

«Αν μια εταιρία εμπλέκεται σε παράνομες πρακτικές, δεν θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εξαγοράσει την ατιμωρησία της. Τα ποσά που έχουν ανακτηθεί είναι σημαντικά, γιατί πρέπει να υπάρχει ένα τίμημα», πρόσθεσε η κ. Goldsmith Romero.

«Το Υπουργείο Δικαιοσύνης πρέπει να έχει την πρόθεση να μην πηγαίνει μόνο στα σίγουρα. Πρέπει να έχουν την πρόθεση να παραδώσουν τις αποδείξεις στην κρίση των ενόρκων».

© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v