Γιατί έχει αυξηθεί η ελκυστικότητα των λαϊκίστικων ιδεών στις χώρες της Δύσης; Πρόκειται για προσωρινό φαινόμενο; Στον απόηχο του Brexit και της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, της κατάρρευσης της στήριξης στα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα της Γαλλίας και της ανόδου του Κινήματος των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία -για να μην αναφερθώ στην άνοδο του απολυταρχικού λαϊκισμού στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη-, αυτά είναι σημαντικά ερωτήματα.
Πρώτ’ απ’ όλα, τι είναι ο λαϊκισμός; Το μόνιμο χαρακτηριστικό του λαϊκισμού είναι ότι διαχωρίζει τον κόσμο στον ενάρετο λαό από τη μία και στις διεφθαρμένες ελίτ και τους απειλητικούς εξωτερικούς παράγοντες από την άλλη. Οι λαϊκιστές δεν έχουν εμπιστοσύνη στους θεσμούς, ιδιαίτερα σε εκείνους που περιορίζουν τη «βούληση του λαού», όπως τα δικαστήρια, τα ανεξάρτητα media, η γραφειοκρατία και η δημοσιονομική ή η νομισματική πολιτική. Οι λαϊκιστές απορρίπτουν διαπιστευμένους εμπειρογνώμονες. Είναι, επίσης, καχύποπτοι απέναντι στις ελεύθερες αγορές και στο ελεύθερο εμπόριο.
Οι δεξιοί λαϊκιστές πιστεύουν πως συγκεκριμένες εθνικότητες είναι «ο λαός» και θεωρούν ότι οι ξένοι είναι ο εχθρός. Είναι οικονομικοί εθνικιστές και στηρίζουν τις παραδοσιακές κοινωνικές αξίες. Συχνά εμπιστεύονται χαρισματικούς ηγέτες. Οι αριστεροί λαϊκιστές θεωρούν ότι οι εργάτες είναι «ο λαός» και οι πλούσιοι είναι ο εχθρός. Επίσης πιστεύουν στην κρατική ιδιοκτησία.
Γιατί αυτές οι ιδέες έχουν γίνει πιο ισχυρές; Ο Ronald Inglehart του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και η Pippa Norris του Harvard Kennedy School, επιχειρηματολογούν πως η αντίδραση των μεγαλύτερων σε ηλικία και λιγότερο μορφωμένων λευκών ανδρών στις πολιτιστικές αλλαγές, μεταξύ των οποίων και η μετανάστευση, εξηγεί καλύτερα την άνοδο του λαϊκισμού σε σύγκριση με την οικονομική ανασφάλεια.
Αυτό είναι ένα μέρος της αλήθειας, αλλά όχι ολόκληρη η αλήθεια. Υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των οικονομικών και των πολιτιστικών φαινομένων. Αυτή η μελέτη θεωρεί την μετανάστευση πολιτιστική αλλαγή. Αλλά εύλογα μπορεί να θεωρηθεί και οικονομική αλλαγή. Κάτι πιο σημαντικό, η μελέτη δεν θέτει το ερώτημα του τι έχει αλλάξει πρόσφατα. Η απάντηση είναι, η χρηματοπιστωτική κρίση και οι επακόλουθες οικονομικές αναταράξεις. Αυτές δεν είχαν μόνο τεράστια κόστη. Παράλληλα έπληξαν την εμπιστοσύνη στις ελίτ που χαράσσουν πολιτικές, εξαλείφοντας έτσι την νομιμότητά τους. Αυτοί οι αυτοκράτορες κατέληξαν απογυμνωμένοι.
Αυτός, πιστεύω, είναι ο λόγος για τον οποίο ο Τραμπ είναι πρόεδρος των ΗΠΑ και οι Βρετανοί διάλεξαν το Brexit. Η πολιτιστική αλλαγή και η οικονομική πτώση των εργατικών τάξεων αύξησαν τη δυσαρέσκεια. Αλλά η οικονομική κρίση άνοιξε την πόρτα στην άνοδο του λαϊκισμού.
Για να το αξιολογήσουμε αυτό, έχω συλλέξει δείκτες της μακροπρόθεσμης οικονομικής αλλαγής και της κρίσης, για τις κορυφαίες οικονομίες της G7, συν την Ισπανία. Οι πιο μακροπρόθεσμοι δείκτες περιλαμβάνουν την απώλεια θέσεων εργασίας στη μεταποίηση, την παγκοσμιοποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων, τη μετανάστευση, την ανισότητα, την ανεργία και τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό. Οι δείκτες των προ-κρίσης εξελίξεων περιλαμβάνουν την ανεργία, την δημοσιονομική λιτότητα, τα πραγματικά κατά κεφαλήν εισοδήματα και την πίστωση του ιδιωτικού τομέα.
Οι τέσσερις από αυτές τις οικονομίες που έχουν επηρεαστεί πιο αρνητικά μακροπρόθεσμα (κατά σειρά) είναι η Ιταλία, η Ισπανία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ. Πριν την κρίση ήταν η Ισπανία, οι ΗΠΑ, η Ιταλία και η Βρετανία. Η Γερμανία ήταν αυτή που έχει επηρεαστεί λιγότερο από την κρίση, με τον Καναδά και την Ιαπωνία να ακολουθούν.
Δεν αποτελεί, επομένως, έκπληξη, το γεγονός ότι ο Καναδάς, η Γερμανία και η Ιαπωνία έχουν σταθεί απρόσβλητες στην άνοδο του λαϊκισμού μετά την κρίση, ενώ οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Ιταλία και η Ισπανία έχουν επηρεαστεί περισσότερο, αν και οι δύο τελευταίες τον έχουν περιορίσει σχετικά επιτυχώς.
Συνεπώς η άνοδος του λαϊκισμού είναι κατανοητή. Αλλά ταυτόχρονα είναι και επικίνδυνη, συχνά ακόμη και για τους υποστηρικτές του. Όπως σημειώνει πρόσφατη έκθεση του European Economic Advisory Group, ο λαϊκισμός μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολικά ανεύθυνες πολιτικές.
Ο αντίκτυπος του Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα είναι λυπηρό παράδειγμα. Στη χειρότερη, μπορεί να καταστρέψει ανεξάρτητους θεσμούς, να υπονομεύσει την εσωτερική ειρήνη, να προωθήσει την ξενοφοβία και να οδηγήσει σε δικτατορία. Η σταθερή δημοκρατία δεν είναι συμβατή με την άποψη πως συμπολίτες είναι «εχθροί του λαού». Πρέπει να αναγνωρίσουμε και να αντιμετωπίσουμε την οργή που προκαλεί τον λαϊκισμό. Αλλά ο λαϊκισμός είναι εχθρός της καλής διακυβέρνησης, ακόμη και της δημοκρατίας.
Μπορούμε να διηγηθούμε στους εαυτούς μας μια παρηγορητική ιστορία για το μέλλον. Η πολιτική αναταραχή που βιώνουν οι πολίτες σε μια σειρά μεγάλων δυτικών δημοκρατιών, είναι εν μέρει άλλο ένα κληροδότημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Καθώς οι οικονομίες ανακάμπτουν και το σοκ περιορίζεται, η οργή και η απελπισία που προκάλεσε μπορεί επίσης να εξασθενίσει. Καθώς περνά ο καιρός, η εμπιστοσύνη μπορεί να επιστρέψει στους θεσμούς που είναι αναγκαίοι για τη λειτουργία των δημοκρατιών, όπως τα νομοθετικά σώματα, η γραφειοκρατία, τα δικαστήρια, ο τύπος, ακόμη και οι πολιτικοί. Οι τραπεζίτες μπορεί και να γίνουν δημοφιλείς.
Ωστόσο αυτή η αισιοδοξία «σκοντάφτει» σε δύο μεγάλα εμπόδια. Το πρώτο είναι πως τα αποτελέσματα της προηγούμενης πολιτικής παλαβομάρας δεν έχουν ακόμη ξεδιπλωθεί. Το διαζύγιο της Βρετανίας από την ΕΕ παραμένει διαδικασία με ανυπολόγιστες συνέπειες. Το ίδιο ισχύει και για την εκλογή του προέδρου Τραμπ. Το τέλος της αμερικανικής ηγεσίας είναι ένα πιθανώς καταστροφικό γεγονός.
Δεύτερο εμπόδιο είναι το ότι κάποιες μακροπρόθεσμες πηγές ευπάθειας, πολιτιστικής και οικονομικής, περιλαμβανομένης της υψηλής ανισότητας και της χαμηλής συμμετοχής των εργαζομένων με ελάχιστη μόρφωση στο εργατικό δυναμικό στις ΗΠΑ, εξακολουθούν να ισχύουν σήμερα. Παρομοίως, οι πιέσεις για παρατεταμένη, υψηλή μετανάστευση συνεχίζονται. Πράγμα εξίσου σημαντικό, οι δημοσιονομικές πιέσεις από τη γήρανση του πληθυσμού είναι πιθανό να αυξηθούν. Για όλους αυτούς τους λόγους, το κύμα της λαϊκίστικης οργής είναι επίσης πιθανό να παραμείνει.
Αν συμβεί αυτό, εκείνοι που επιθυμούν να αντισταθούν στην άνοδο του λαϊκισμού θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις απλουστεύσεις και τα ψέματά του, όπως έκανε ο Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία. Όπως ο ίδιος κατανοεί, θα πρέπει επίσης να επιλύσουν άμεσα τις ανησυχίες που εξηγούν τον λαϊκισμό. Οι πολιτιστικές ανησυχίες είναι σχετικά απρόσβλητες στις πολιτικές, εκτός της μετανάστευσης. Αλλά οι οικονομικές ανησυχίες μπορούν και πρέπει να επιλυθούν. Φυσικά, οι πολιτικοί μπορούν να κάνουν και το αντίθετο. Αυτό είναι που συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό δεν θα δώσει τέλος στην άνοδο του λαϊκισμού, αλλά θα τον προωθήσει. Αυτή είναι, χωρίς αμφιβολία, η πρόθεσή τους.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation