Η απόφαση του πρόεδρου Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα είναι απογοητευτική, αλλά η εμμονή για τα ρίσκα που προκαλεί μας αποπροσανατολίζει από ένα πιο ριζικό πρόβλημα.
Η αλήθεια είναι πως καμία μεγάλη χώρα με υψηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου δεν έχει μια συνεκτική και πολιτικά βιώσιμη στρατηγική για τη μείωση των εκπομπών με την απαιτούμενη ταχύτητα ή ρυθμό. Ούτε καν έχει πλησιάσει σε αυτό.
Είναι κάτι που ισχύει σίγουρα για τις ΗΠΑ, αλλά και για την Ευρώπη, όπου η πρόοδος στο κλίμα έχει αρχίσει να παγώνει. Το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών της Ε.Ε. δεν έχει καταφέρει να επιτύχει ή να διατηρήσει μια τιμή αρκετά υψηλή για να αλλάξει την συμπεριφορά των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Τα περισσότερα ευρωπαϊκά έθνη είναι επιβαρυμένα με υπερβολικά πολύπλοκες και οικονομικά μη βιώσιμες στρατηγικές για το κλίμα, οι οποίες βασίζονται υπερβολικά στην επιχορήγηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και εξαιρούν τις ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Μια νέα προσέγγιση είναι απαραίτητη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Μεγάλες πλειοψηφίες είναι υπέρ της λήψης δράσης για το κλίμα, αλλά η λαϊκή δυσαρέσκεια στις υφιστάμενες προσεγγίσεις μεγαλώνει λόγω του αυξημένου κόστους που δεν είναι δίκαια κατανεμημένο. Η ενίσχυση του λαϊκισμού και του εθνικισμού κάνουν ακόμα πιο δύσκολη την πολιτική πρόκληση.
Στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, είναι απαραίτητη εδώ και καιρό μια πιο άμεση, οικονομική, δίκαιη και πολιτικά βιώσιμη στρατηγική. Ένας μεγάλος συνασπισμός κορυφαίων εταιρειών, διαμορφωτών της κοινής γνώμης και περιβαλλοντικών μη κυβερνητικών οργανώσεων προσφέρουν τώρα ακριβώς αυτό.
Οι εταιρείες που συμμετέχουν προέρχονται από διαφορετικούς τομείς: Οι BP, ExxonMobil, General Motors, Johnson & Johnson, PepsiCo, Procter & Gamble, Santander, Schneider Electric, Shell, Total και Unilever. Μαζί τους είναι μεταξύ άλλων πρώην υπουργοί Εξωτερικών, Οικονομικών και Ενέργειας και των δύο κομμάτων, καθώς και δύο κορυφαίοι περιβαλλοντικοί οργανισμοί.
Τα ιδρυτικά αυτά μέλη του Climate Leadership Council προτείνουν μια νέα συναινετική λύση για το κλίμα η οποία βασίζεται στα μερίσματα άνθρακα.
Το σχέδιο τους έχει χτιστεί σε τέσσερις αλληλοεξαρτώμενους πυλώνες: α) έναν σταδιακά αυξανόμενο φόρο στον άνθρακα β) με τα έσοδα να επιστρέφονται στους πολίτες σε μορφή μηνιαίων μερισμάτων γ) συνοριακές προσαρμογές για να εξισωθούν οι όροι του ανταγωνισμού στο εμπόριο και να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα των εγχώριων βιομηχανιών δ) ακύρωση ρυθμίσεων που δεν θα είναι απαραίτητες μετά την εφαρμογή ενός φόρου στον άνθρακα.
Σε αντίθεση με πολλά περιβαλλοντικά σχέδια, το συγκεκριμένο έχει τις προοπτικές να κερδίσει ευρεία στήριξη και από τα δύο κόμματα. Βασίζεται στις αρχές των ελεύθερων αγορών και της περιορισμένης κυβέρνησης που ασπάζονται οι συντηρητικοί, ενώ δύο από τους συντάκτες της είναι ινδάλματα των Ρεπουμπλικανών: ο Τζέιμς Μπέικερ και ο Τζορτζ Σουλτς.
Την ίδια στιγμή, το σχέδιο είναι δίκαιο γιατί επιστρέφει τα έσοδα απευθείας και ισότιμα σε όλους τους πολίτες. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, το κατώτατο 70% θα βγει κερδισμένο, κάτι που σημαίνει πως 223 εκατομμύρια Αμερικανοί θα έχουν όφελος από την επίλυση της κλιματικής αλλαγής.
Αυτό θα μεταμορφώσει έναν κατά τα άλλα ανεπιθύμητο φόρο σε μια δημοφιλή και λαοφιλή λύση.
Τα οφέλη για το περιβάλλον δεν είναι λιγότερο σημαντικά. Η ανάλυση του Συμβουλίου βρίσκει ότι ένας φόρος από τα 40 δολάρια ανά τόνο θα επιτύγχανε σχεδόν τις διπλάσιες μειώσεις στις εκπομπές πόρων από όλες τις περιβαλλοντικές ρυθμίσεις της εποχής Ομπάμα.
Πράγματι, το σχέδιο αυτό θα μπορούσε να επιτύχει τις δεσμεύσεις της Αμερικής υπό τη συμφωνία του Παρισιού, σχεδόν εγγυόμενο στήριξη από την περιβαλλοντική κοινότητα.
Όπως θα συμφωνούσε ο οποιοσδήποτε οικονομολόγος, η επιβολή μιας τιμής στον άνθρακα έχει λιγότερο κόστος από την επιβολή ρυθμίσεων. Έπεται ότι η εφαρμογή ενός σημαντικού φόρου στον άνθρακα δικαιολογεί την κατάργηση των ρυθμίσεων που δεν είναι πλέον απαραίτητες. Η μείωση των ρυθμίσεων με την ταυτόχρονη μεγαλύτερη μείωση των εκπομπών ρύπων έχει μεγάλη απήχηση στους Ρεπουμπλικάνους και στα στελέχη των επιχειρήσεων και ενισχύει το φιλο-αναπτυξιακό προφίλ του σχεδίου.
Το σχέδιο είναι φιλικό προς τις επιχειρήσεις γιατί βασίζεται σε ένα σήμα της αγοράς που κατευθύνει τις επενδυτικές επιλογές, προσφέροντας στις εταιρείες μεγαλύτερη ευελιξία και ρυθμιστική βεβαιότητα. Είναι επίσης ευνοϊκό για τους εργαζομένους γιατί δίνει κίνητρα για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και προστατεύει τους εργαζομένους από άδικο εμπορικό ανταγωνισμό.
Το τελευταίο θα επιτευχθεί μέσω ενός συστήματος διασυνοριακών προσαρμογών που θα εξισώσουν τον ανταγωνισμό, θα προωθήσουν την ανταγωνιστικότητα και θα βάλουν τέλος στην έμμεση επιχορήγηση των βρόμικων παραγωγών εκτός ΗΠΑ. Οι εξαγωγές στις χώρες χωρίς ανάλογη τιμολόγηση του άνθρακα θα υπόκεινται σε εκπτώσεις, ενώ οι εισαγωγές από τις χώρες αυτές θα αντιμετωπίζουν δασμούς.
Αυτό καθησυχάζει τις παραδοσιακές ανησυχίες ότι κράτη θα λειτουργούν ως λαθρεπιβάτες στις μειώσεις εκπομπών ρύπων των εμπορικών τους εταίρων. Πράγματι, ο συνδυασμός μερισμάτων άνθρακα και διασυνοριακών προσαρμογών προσφέρει μια εντελώς νέα στρατηγική για την επίτευξη μιας παγκόσμιας τιμής στον άνθρακα, δημιουργώντας ένα πλεονέκτημα για όσους ανοίξουν το δρόμο και προσκαλώντας τις υπόλοιπες χώρες να ακολουθήσουν.
Όσοι δεν ακολουθήσουν θα δουν τις εξαγωγές τους να φορολογούνται με βάση τις εκπομπές ρύπων, με τα έσοδα να ωφελούν τους πολίτες των εμπορικών τους εταίρους, αντί για τους ίδιους.
Η λύση των μερισμάτων άνθρακα είναι κατάλληλη για να βάλει τέλος στο μακροχρόνιο αδιέξοδο για το κλίμα στις ΗΠΑ. Αλλά έχει και σημαντικές προοπτικές στην Ευρώπη, στην Κίνα και την Ινδία, μεταξύ άλλων. Το βασικό ερώτημα είναι ποια χώρα θα είναι η πρώτη που θα σπεύσει να δρέψει τα οφέλη και να πυροδοτήσει ένα διεθνές περιβαλλοντικό φαινόμενο ντόμινο;
*Ο αρθρογράφος είναι πρόεδρος και CEO του Climate Leadership Council
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation