Το μεγάλο θέμα στις Ηνωμένες Πολιτείες την περασμένη εβδομάδα είχε να κάνει με μια αγνοούμενη αρμάδα. Λίγες μέρες αφότου ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε πως μια αρμάδα κατευθυνόταν στη Βόρεια Κορέα, ο στόλος αποδείχθηκε πως κινούνταν προς λάθος κατεύθυνση, προς την Αυστραλία. Το άλλο μεγάλο θέμα είχε να κάνει με τη δύναμη ενός βλοσυρού βλέμματος. Αυτό ανήκε στον Μάικ Πενς, τον αντιπρόεδρο, ο οποίος φόρεσε ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν, έσφιξε τα ποντίκια του και μπήκε στην αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη στα σύνορα μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας. Ήθελε, όπως το έθεσε, οι Βορειοκορεάτες να δουν το πρόσωπό του.
Για να τα λέμε όπως είναι, το φιάσκο με την αρμάδα ήταν περισσότερο επικοινωνιακή αποτυχία παρά πολιτική συνωμοσία -ήταν θέμα χρόνου μέχρι ο πολεμικός στόλος να στρίψει προς τη σωστή κατεύθυνση, προς τη Θάλασσα της Ιαπωνίας. Η ψευτοπαλικαριά του αντιπροέδρου είναι πιο δύσκολο να εξηγηθεί.
Πιο ανησυχητικό είναι ότι, μία με την εικόνα που πλασάρει ο αντιπρόεδρος και μία με την αχαλίνωτη ρητορική του προέδρου, οι ΗΠΑ ακούστηκαν λες και έπειθαν τους εαυτούς τους να πάνε σε πόλεμο με τη Βόρεια Κορέα. Παρότι ο κ. Τραμπ δείχνει να μην το ξέρει, οι λέξεις και οι συμβολισμοί έχουν σημασία στην πολιτική. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχουν όταν ο εχθρός είναι ένα ασταθής δικτάτορας σαν τον Κιμ Γιονγκ Ουν, που εύκολα θα μπορούσε να παρεξηγήσει κάποιο μήνυμα και να δράσει ανάλογα με καταστροφικές συνέπειες.
Τα καλά νέα, όπως άκουσα σε ένα ταξίδι μου στην Ουάσινγκτον, είναι πως υπάρχουν σημαντικοί παράγοντες που μετριάζουν το αντίκτυπο από τη μεγαλοστομία του Λευκού Οίκου. Ο πρώτος είναι πως ο πρόεδρος έχει ελάχιστη γνώση αλλά είναι πρόθυμος να μάθει. Ο δεύτερος είναι πως λειτουργεί ως επικεφαλής που αναθέτει καθήκοντα, με το να ηγείται στο μέτωπο της ρητορικής αλλά να αφήνει στους υφισταμένους του την εκπόνηση και την εφαρμογή των πολιτικών. Και ο τρίτος είναι πως παρά την επιρροή αντικομφορμιστών, όπως ο Στιβ Μπάνον, στο Λευκό Οίκο, η εξωτερική πολιτική οδηγείται αυστηρά από δύο υπεύθυνους ενήλικες με πιο mainstream νοοτροπία: τον Τζέιμς Μάτις, υπουργό Άμυνας, και τον Ρεξ Τίλερσον, υπουργό Εξωτερικών. Οι δυο τους συναντιούνται τακτικά και συντονίζουν την πολιτική, ο δεύτερος έχει επαρκή πρόσβαση στον πρόεδρο, ενώ και οι δύο υποστηρίζονται από μια ακόμη σοβαρή μορφή, τον Χ.Ρ. ΜακΜάστερ, τον νέο σύμβουλο σε θέματα εθνικής ασφάλειας.
Επομένως ακόμη κι αν ο κ. Τραμπ δεν θέλει καθόλου να το παραδεχθεί, έχει σημειωθεί περισσότερη συνέπεια παρά ριζική μεταστροφή στην εξωτερική πολιτική. Αυτό επεκτείνεται και πέραν του γεγονότος ότι ο πρόεδρος έχει αποδεχθεί ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι παρωχημένο όπως πίστευε προηγούμενα και του ότι δεν είναι στη μοίρα της ΕΕ να διαλυθεί, όπως κάποτε ήλπιζε.
Ακόμα και στο θέμα της Βόρειας Κορέας, η υποβόσκουσα πολιτική είναι λιγότερο τρομακτική απ’ ότι υπαινίσσεται η συγκρουσιακή ρητορική. Η πιο δυναμική πίεση στην Κίνα και η στρατιωτική στάση επίσης αφήνουν ένα παραθυράκι για διαπραγματεύσεις. Περιέργως, η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει αναφέρει ποτέ πως θέτει προϋποθέσεις για τυχόν διαπραγματεύσεις επάνω στο θέμα του περιορισμού της πυρηνικής απειλής.
Έπειτα υπάρχει η Ρωσία, όπου οι προβλέψεις για μια θερμή σχέση αγάπης μεταξύ του κ. Τραμπ και του Βλαντιμίρ Πούτιν απέτυχαν παταγωδώς. Πράγματι, οι έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη επάνω στους δεσμούς μεταξύ της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και της Μόσχας, έχουν σταθεί αποτρεπτικός παράγοντας για την αποκατάσταση των σχέσεων.
Μεγαλύτερο εμπόδιο, ωστόσο, είναι η παραδοχή της ρωσικής πονηριάς και μια ευθυγράμμιση στις απόψεις του κ. Τίλερσον και του κ. Ματίς. Όπως σημειώνουν πρόσωπα από το περιβάλλον της κυβέρνησης, ούτε μία παραχώρηση δεν έχει γίνει προς τη Μόσχα, ούτε στο ζήτημα της Ουκρανίας, ούτε στης Συρίας. Περισσότερο ακόμη και από την κυβέρνηση Ομπάμα, η ομάδα του Τραμπ θέλει να εξασφαλίσει κάποιες υποχωρήσεις από τους Ρώσους πριν συμφωνήσει σε οποιαδήποτε συνεργασία.
Ούτε η πολιτική απέναντι στη Συρία έχει αλλάξει. Έπειτα από μια αρχική αμφιταλάντευση, στο πλαίσιο της οποίας η απομάκρυνση του Μπασάρ αλ-Άσαντ εγκαταλείφθηκε από μακροπρόθεσμος αμερικανικός στόχος που ήταν, ο Σύρος δικτάτορας έριξε νευροπαραλυτικό αέριο σε πολίτες με εναέρια επίθεση και οι ΗΠΑ χτύπησαν μία από τις αεροπορικές του βάσεις με πυραύλους, σηματοδοτώντας τα πρώτα αντίποινα ενάντια σε θέση του καθεστώτος. Τώρα η αμερικανική πολιτική είναι και πάλι εκεί που βρισκόταν πριν την ορκωμοσία του νέου προέδρου.
Και σε ό,τι αφορά στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτος, η αναθεώρηση της στρατηγικής αποδείχθηκε πως μοιάζει πολύ με την πολιτική Ομπάμα. Αυτό που είναι καινούριο είναι περισσότερη ευελιξία: στρατιωτικοί σύμβουλοι επιπέδου Λευκού Οίκου, δεν δίνουν πλέον πράσινο φως σε κάθε κίνηση, επιτρέποντας έτσι μια πιο επιδέξια διαχείριση της μάχης σε Ιράκ και Συρία. Αυτό που επίσης έχει αλλάξει είναι ότι υπάρχουν λιγότερες δημόσιες διακοινώσεις για το πώς, το πότε και το πού οι δυνάμεις μάχονται το ΙΚ.
Αυτή είναι αξιόπιστη στρατηγική όταν αντιμετωπίζεις έναν εχθρό. Θα ήταν χρήσιμο ο πρόεδρος να την υιοθετούσε πιο συχνά.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation