Οι επενδυτές ξεπουλούν γαλλικά ομόλογα μετά την άνοδο στη στήριξη του υποψήφιου προέδρου Ζαν Λουκ Μελανσόν καθώς οι αγορές τιμολογούν το ρίσκο, ο ακροαριστερός υποψήφιος να καταφέρει να πετύχει εκλογική νίκη.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις τοποθετούν τον Μελανσόν στην τρίτη θέση, πριν από τον πρώτο γύρο των εκλογών που θα διεξαχθεί στις 23 Απριλίου, σε ακτίνα βολής από το να περάσει στον δεύτερο γύρο.
Ο Μελανσόν, που πριν ένα μήνα ήταν στην πέμπτη θέση, λαμβάνει 19% στον πρώτο γύρο, σύμφωνα με την Ifop. Αυτό το ποσοστό τον τοποθετεί κοντά στον κεντρώο υποψήφιο Εμμανουέλ Μακρόν, στον οποίο η δημοσκοπική εταιρεία δίνει 23% και τη Μαρί Λε Πεν, που είναι στο 24%.
Η δημοσκόπηση ανέδειξε την προοπτική σε κάτι που παραμένει ακόμα ακραίο σενάριο: τόσο η Λε Πεν όσο και ο Μελανσόν να περάσουν στον δεύτερο γύρο της 7ης Μαΐου, αφήνοντας εκτός τον Μακρόν. Αυτή η πιθανότητα οδήγησε τους επενδυτές να ζητούν υψηλότερο premium για να διακρατούν 10ετή γαλλικά ομόλογα, έναντι των γερμανικών.
Η διαφορά της απόδοσης του γαλλικού 10ετούς έναντι των Bunds αυξήθηκε στις 75 μονάδες βάσης, οριακά χαμηλότερα από το υψηλό 4ετίας των 77 μονάδων βάσης που βρέθηκε στα τέλη Φεβρουαρίου, όταν οι κατηγορίες για υπεξαίρεση κατά του Φρ. Φιγιόν φάνηκε ότι τίναξε τα εκλογικά δεδομένα στον αέρα.
Δημοσκόπηση της Kantar Sofres του Σαββάτου υπέδειξε ότι αν Μελανσόν και Λε Πεν περνούσαν στον δεύτερο γύρο, ο αριστερός υποψήφιος θα μπορούσε άνετα να κερδίσει με ποσοστό 57%.
Οι εκλογές είναι ήδη οι πλέον απρόβλεπτες εδώ και μια γενιά, με κατάρρευση της στήριξης στο κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα και το σκάνδαλο χρηματοδότησης να καταπίνει τον Φιγιόν. Οι τρεις υποψήφιοι που προηγούνται στις δημοσκοπήσεις έρχονται εκτός των κύριων πολιτικών κομμάτων.
Λε Πεν και Μελανσόν έχουν ριζοσπαστικές οικονομικές πολιτικές, σε αντίθεση με τον Μακρόν, ένα φιλοευρωπαίο πρώην τραπεζίτη της Rothschild. Αμφότεροι οι υποψήφιοι στρέφονται ανοικτά κατά του ελεύθερου εμπορίου και εχθρικά έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ευρώ και θέλουν μεγαλύτερα περιθώρια παρέμβασης της κυβέρνησης στην οικονομία.
Ο Sam Hill, αναλυτής στην RBC, είπε ότι η αύξηση των αποδόσεων στα γαλλικά ομόλογα έδειξαν την έκταση των ανησυχιών που έχουν οι διεθνείς επενδυτές αναφορικά με το πολιτικό ρίσκο, μετά την ψήφο υπέρ του Brexit και την άνοδο του Ντ. Τραμπ στην ηγεσία των ΗΠΑ. «Η ισχυρή παρουσία των αντι-συστημικών κομμάτων στις γαλλικές εκλογές πιθανότατα κάνει μερικούς επενδυτές να αισθάνονται άβολα με το υψηλότερο πολιτικό κόστος», δήλωσε.
Ο Peter Goves, στρατηγικός αναλυτής της Citi, δήλωσε πως η αγορά κρατικού χρέους της Γαλλίας παραμένουν «ασταθείς» πριν τις εκλογές προσθέτοντας: «Δεν αγοράζω στην πτώση (των τιμών των γαλλικών ομολόγων) ακόμα».
Ο Μελανσόν επωφελήθηκε από την κατάρρευση του σοσιαλιστικού κόμματος μετά από πέντε χρόνια μη δημοφιλούς διακυβέρνησης από τον Φρ. Ολάντ. Ο σοσιαλιστής υποψήφιος Μπ. Αμόν, που με τα σημερινά δεδομένα αναμένεται να λάβει μόλις 9% στον πρώτο γύρο, παλεύει να μαζέψει το κόμμα. Πολλοί πρώην υποστηρικτές έχουν μετακινηθεί στον Μελανσόν στα αριστερά ή στον Μακρόν στα δεξιά.
Σε ό,τι αφορά στην οικονομία, ο Μελανσόν έχει υποσχεθεί να αυξήσει τις δαπάνες πάνω από 250 δισ. ευρώ τον χρόνο, να μειώσει τις ώρες εργασίας σε 32 από 35 και να φορολογήσει με 100% οποιοδήποτε εισόδημα που υπερβαίνει 20 φορές το μέσο.
Στην εξωτερική πολιτική θέλει η Γαλλία να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ και να επαναδιαπραγματευτεί τη σχέση της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, λέει ότι θα «εναπόκειται στον γαλλικό λαό» να αποφασίσει αν θέλει να παραμείνει.
Η Λε Πεν υπόσχεται να επαναδιαπραγματευτεί ριζικά τις σχέσεις της Γαλλίας με την ΕΕ, περιλαμβανομένης και της απόσυρσης από το ευρώ, και μετά να κάνει δημοψήφισμα για τη νέα σχέση. Άλλες οικονομικές πολιτικές περιλαμβάνουν «ευφυή προστατευτισμό» και να δώσει προτεραιότητα στους Γάλλους εργάτες έναντι των ξένων.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation