Η ενίσχυση της ανάπτυξης και το σπάνιο φαινόμενο ο πληθωρισμός να βρίσκεται υψηλότερα από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, συνθέτουν το ασυνήθιστο πλαίσιο της σημερινής συνεδρίασης των αξιωματούχων στη Φρανκφούρτη.
Έχοντας περάσει χρόνια ανησυχώντας για τον κίνδυνο αποπληθωρισμού, οι αξιωματούχοι βλέπουν για πρώτη φορά τα τελευταία τέσσερα χρόνια τις τιμές στην ευρωζώνη να αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό από τον στόχο τους για πληθωρισμό λίγο κάτω από το 2%.
Ωστόσο, λίγοι επενδυτές πιστεύουν ότι αυτό θα είναι αρκετό για να πείσει το Διοικητικό Συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας να προχωρήσει σε αλλαγή στο πρόγραμμα τόνωσης των 2,3 τρισ. ευρώ στη συνεδρίαση.
Αντίθετα, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι προβλέπεται να προσπαθήσει να κρατήσει μια ευαίσθητη ισορροπία, παρουσιάζοντας από τη μια πλευρά μια θετική ιστορία για την οικονομία της ευρωζώνης και ταυτόχρονα επιμένοντας ότι οι προοπτικές δεν είναι τόσο αισιόδοξες για να περιοριστεί η νομισματική τόνωση.
Το πρόβλημα για τον κ. Ντράγκι είναι πως ενώ ο πληθωρισμός έχει ενισχυθεί, τα νούμερα για τον «δομικό» πληθωρισμό που δεν περιλαμβάνουν την ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου παραμένουν στο 0,9%.
Υπάρχουν επίσης ισχνές ενδείξεις ότι αυξάνονται οι μισθοί, που σύμφωνα με την ΕΚΤ αποτελεί ένα σημαντικό δείκτη για την υγεία μιας οικονομίας.
«Θυμηθείτε επίσης ότι ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι έθεσε τέσσερις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να δει η ΕΚΤ για να θεωρήσει πως ο πληθωρισμός έχει επιτύχει τον στόχο του» λέει ο Κόζιμο Μαράσκιουλο, υπεύθυνος για το ευρωπαϊκό σταθερό εισόδημα στην Pioneer Investments. «Μία από τις προϋποθέσεις αυτές ήταν ο πληθωρισμός να έχει διάρκεια και να μην αφορά τη μέτρηση μόνο ενός μηνός».
Χωρίς να αναμένεται κάποια σημαντική ανακοίνωση από την ΕΚΤ, οι επενδυτές θα επικεντρώσουν την προσοχή τους στη φρασεολογία που θα χρησιμοποιήσει ο κ. Ντράγκι, για να προσπαθήσουν να καταλάβουν ποιες συζητήσεις γίνονται πίσω από κλειστές πόρτες για την τελική απόσυρση του προγράμματος τόνωσης.
Αν και έχει δοθεί μεγάλη προσοχή στις ανοδικές πιέσεις που θα ασκήσουν στον πληθωρισμό τα οικονομικά σχέδια του Ντόναλντ Τραμπ, το ερώτημα για το πότε η ΕΚΤ θα αρχίσει τον τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης απασχολεί τους επενδυτές. Ακόμα και αν δεν υπάρξει καμία αλλαγή το 2017, ο Άντριου Μπόσομγουρθ, επικεφαλής διαχείρισης χαρτοφυλακίου στη Γερμανία για την Pimco, πιστεύει ότι το QE θα ολοκληρωθεί το 2018.
«Η ανάλυσή μας δείχνει πως οι κανόνες που έχει θέσει η ίδια για τις αγορές κρατικού χρέους δεν αφήνουν στην ΕΚΤ άλλη επιλογή από το να προχωρήσει σε περαιτέρω περιστολή των αγορών κρατικών ομολόγων από τις αρχές του 2018» λέει ο ίδιος. «Βασικά, πιστεύουμε πως θα πρέπει να σταματήσει να αγοράζει κρατικά ομόλογα σε κάποιες μικρότερες χώρες στο πρώτο τρίμηνο» σημειώνει.
Οι αγορές προεξοφλούν πιθανότητα 40% η ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια ως το τέλος του έτους.
«Με το tapering στο τραπέζι, οι παράγοντες της αγορές είναι επικεντρωμένοι σε πιθανές αλλαγές στη φρασεολογία στην ανακοίνωση της ΕΚΤ και κατά πόσον μπορεί να εγκαταλείψει τη στάση της απέναντι στα χαμηλότερα επιτόκια μετά τις δημόσιες εκκλήσεις δύο μελών του Διοικητικού Συμβουλίου» αναφέρει ο Κάθαλ Κένεντι, Ευρωπαίος οικονομολόγος στην RBC Capital.
O κ. Ντράγκι αναμένεται να αποφύγει να πάρει άμεσα θέση για το μέλλον του QE, αλλά δεν θα είναι σε θέση να αγνοήσει τις έντονες διακυμάνσεις που σημειώθηκαν πρόσφατα στα βραχυπρόθεσμα κρατικά ομόλογα και τι σημαίνουν για τις επιπτώσεις του προγράμματος της ΕΚΤ.
Από την τελευταία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, η αγορά κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης έχει ακολουθήσει σε γενικές γραμμές την πορεία των αμερικανικών treasuries, με τις αποδόσεις να κινούνται υψηλότερα καθώς αρχίζει να αποτιμάται η επιστροφή του πληθωρισμού.
Ωστόσο, ένα τμήμα της αγοράς έχει αντισταθεί σε αυτή την τάση. Την ώρα που τα υπόλοιπα ομόλογα πραγματοποιούσαν βουτιά, βραχυπρόθεσμα γερμανικά ομόλογα σημείωναν ένα ράλι τον περασμένο μήνα, που οδήγησε την απόδοσή τους στο ιστορικό χαμηλό του -0,93%.
Ενώ ορισμένοι παρατηρητές της αγοράς θεώρησαν ότι η κίνηση οφείλεται στις ανησυχίες για τις γαλλικές εκλογές -με τους επενδυτές να αποχωρούν από τα γαλλικά ομόλογα και να στρέφονται στα γερμανικά ως μια κάλυψη στο ενδεχόμενο νίκης της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν-, άλλοι δείχνουν προς το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Στοιχεία της ΕΚΤ που δημοσιεύτηκαν αυτή την εβδομάδα αποκαλύπτουν πως η Bundesbank έχει στραφεί στην αγορά βραχυπρόθεσμων τίτλων, οδηγώντας τη μέση ωρίμανση των τίτλων που επιλέγει στα 7,5 από 8,1 έτη.
Η Bundesbank αντιμετωπίζει ήδη δυσκολία να βρει αρκετά ομόλογα για να αγοράσει στο πλαίσιο του QE -με το γερμανικό χρέος να αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος της ΕΚΤ- και υπάρχει μια ανισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση βραχυπρόθεσμου γερμανικού χρέους. Αυτή τη χρονιά, το γραφείο έκδοσης χρέους της Γερμανίας αναμένεται να κόψει την πώληση 2ετούς χρέους κατά 1 δισ. ευρώ.
Εν τω μεταξύ, τα γερμανικά ομόλογα έχουν ζήτηση από επενδυτές που χρειάζονται τους τίτλους με την υψηλή πιστοληπτική αξιολόγηση «ΑΑΑ» για συμφωνίες επαναγοράς ή «repos».
Η συνέντευξη Τύπου του κ. Ντράγκι θα εξεταστεί προσεκτικά, αλλά με το που θα τελειώσει, οι επενδυτές θα ξέρουν ότι οποιαδήποτε συζήτηση για το tapering εξαρτάται από το πολιτικό status quo. Σε λιγότερο από μία εβδομάδα από τώρα, θα διεξαχθούν εκλογές στην Ολλανδία. Τον επόμενο μήνα οι Γάλλοι ψηφοφόροι θα κατευθυνθούν στις κάλπες. Αργότερα το 2017 έχουν προγραμματιστεί γενικές εκλογές στη Γερμανία, ενώ μπορεί να γίνουν εκλογές και στην Ιταλία.
Οποιαδήποτε κέρδη για τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα που απειλούν την ενότητα της ευρωζώνης θα διαταράξουν οποιοδήποτε σχέδιο για απόσυρση της στήριξης στις αγορές.
Οι κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις συνεχίζουν να επιβαρύνουν τις αγορές, λέει ο Ντιντιέ Σεν Ζορζ, διευθυντής της Carmignac. «Το πολιτικό ρίσκο στην Ευρώπη δεν αποτελεί μια παρανοϊκή φαντασίωση».
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation