Αναρωτιέμαι τι σκέφτονται τώρα οι επιχειρηματικοί ηγέτες, με τον πομπώδη ενθουσιασμό τους για τη φιλική προς την επιχειρηματικότητα νέα διακυβέρνηση.
Η εμπιστοσύνη και η ευημερία εξαρτώνται από μια εικόνα κυβερνητικής αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης. Υπάρχουν αυτά, όταν μια διακυβέρνηση λέει ψέματα για εύκολα ορατά πράγματα, όπως το μέγεθος της προσέλευσης σε ένα γεγονός, και μετά υπερασπίζεται το ψέμα χρησιμοποιώντας την αντίληψη του Όργουελ για «εναλλακτικά γεγονότα»;
Θέλει πραγματικά η επιχειρηματική κοινότητα να ακυρωθεί η NAFTA, να παραδοθεί η αρχιτεκτονική του ασιατικού εμπορίου στους Κινέζους, ή να ξεκινήσει ένας εμπορικός πόλεμος με την Κίνα;
Ο Γουίλμπουρ Ρος, που έχει οριστεί υπουργός Εμπορίου, δεσμεύεται ότι θα ανοίγει από μόνος του υποθέσεις ντάμπινγκ, αντί να περιμένει από συμμετέχοντες στη βιομηχανία να καταθέτουν αγωγές. Στη διάρκεια δύο κυβερνήσεων που κράτησε η θητεία μου, η βιομηχανία αποθάρρυνε τέτοιου είδους προσπάθειες από φόβο για αντίποινα. Έχουν όντως αλλάξει τα πράγματα, ή μήπως ο κ. Ρος προηγείται του εκλογικού του σώματος;
Εγκρίνουν όσοι από τον χρηματοοικονομικό τομέα είναι ένθερμοι υποστηρικτές μιας διακυβέρνησης γεμάτης με επιχειρηματικούς ηγέτες, τον συνδυασμό ρητορικής για αδύναμο δολάριο -τόσο από τον πρόεδρο όσο και από τον μελλοντικό υπουργό Οικονομικών- με πολιτική για ισχυρό δολάριο;
Αν -όπως έγραψε ο Steven Mnuchin, που έχει οριστεί υπουργός Οικονομικών, προς το Κογκρέσο και διαβεβαίωσε ο πρόεδρος- η κυβέρνηση πιστεύει ότι το δολάριο είναι υπερβολικά ισχυρό, γιατί όλες οι πολιτικές της έχουν υπολογιστεί για να ενισχύσουν το δολάριο; Πρώτον, πολύ επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, δεύτερον, παράπονα για εύκολο χρήμα, τρίτον, μέτρα όπως η προσαρμογή του «συνοριακού φόρου», που αποθαρρύνουν τις εισαγωγές και ενθαρρύνουν τις εξαγωγές, τέταρτον, μέτρα για να μειωθούν οι εκροές κεφαλαίων καθώς οι αμερικανικές εταιρίες επιλέγουν ξένους προμηθευτές; Αυτή είναι η πιο παράλογη νομισματική πολιτική, μετά την κυβέρνηση Κάρτερ.
Μάλλον, όπως το διατύπωσε κάποιος σε μένα στο Νταβός, οι επιχειρηματίες αισθάνονται πιο άνετα με άλλους επιχειρηματίες, αντί για ανθρώπους που χαράσσουν πολιτική. Ίσως όταν διαμορφώνουν απόψεις, θα έπρεπε να εκσυγχρονιστούν και να κοιτάξουν τα στοιχεία.
Πριν από σχεδόν 30 χρόνια, το 1988, ο Roger Altman κι εγώ γράψαμε ένα κομμάτι στη Wall Street Journal με το οποίο δείξαμε ότι τα 35 προηγούμενα χρόνια, η οικονομία και τα εταιρικά κέρδη τα είχαν πάει πολύ καλύτερα με τους Δημοκρατικούς στην εξουσία. Τότε πίστευα ότι η ουσία ήταν μια εύλογη αντίδραση στη ρεπουμπλικανική ρητορική, αλλά όχι απαραίτητα ένα ισχυρό θέσφατο. Όμως η καλύτερη δοκιμασία σε οποιοδήποτε στατιστικό εύρημα είναι να δεις τα δεδομένα που ακολουθούν τη δημοσίευσή του. Η πρόσφατη, πολύ πιο εξονυχιστική έρευνα των Alan Blinder και Mark Watson, δείχνει ότι οι Δημοκρατικοί είναι πολύ καλύτεροι για την επιχειρηματικότητα απ’ ό,τι οι Ρεπουμπλικάνοι.
Λίγα πράγματα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση ή προσφέρουν εμπιστοσύνη. Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι ο πρώτος ενθουσιασμός μάλλον λίγο θα κρατήσει. Για χάρη των μετόχων τους, οι εταιρικοί ηγέτες χρειάζεται να σταματήσουν να ζητωκραυγάζουν και να αρχίσουν να επιμένουν ότι οι πολιτικές επιδεικνύουν ελάχιστο ίχνος λογικής συνέπειας και στήριξης από την πραγματικότητα.
*Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, πρώην διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου υπό τον Μπαράκ Ομπάμα μέχρι τον Νοέμβριο του 2011, πρώην υπουργός Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών και πρώην ανώτατος οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation