Τα φορολογικά σχέδια Τραμπ ευνοούν τους έχοντες!

Οι προτάσεις Τραμπ για φορολογική μεταρρύθμιση ευνοούν τους πλούσιους και απειλούν να αυξήσουν το ομοσπονδιακό χρέος και τα επιτόκια. Η σύγκριση με τη μεταρρύθμιση Ρίγκαν. Γράφει ο Lawrence Summers.

Τα φορολογικά σχέδια Τραμπ ευνοούν τους έχοντες!
  • του Lawrence Summers

Όπως η δικομματική φορολογική μεταρρύθμιση-ορόσημο του Ρόναλντ Ρίγκαν το 1986 αύξησε την απλότητα, τη δικαιοσύνη και την οικονομική αποδοτικότητα με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη μείωση των φορολογικών κλιμάκων, σήμερα η μεταρρύθμιση του συστήματος έχει την προοπτική να βοηθήσει τις αμερικανικές οικογένειες και την οικονομία.

Με τον σωστό σχεδιασμό, οι ουδέτερες για τα έσοδα μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν ώστε να αντισταθμιστεί η δραματική αύξηση της ανισότητας που έχει σημειωθεί μέσα σε μια γενιά, να διορθωθεί ένα επιχειρηματικό σύστημα που η παγκοσμιοποίηση κατέστησε δυσλειτουργικό, να μειωθεί η αβεβαιότητα και να προωθηθεί η ανάπτυξη.

Δυστυχώς, αυτά που γνωρίζουμε για τις προθέσεις του νεοεκλεγέντος προέδρου και της ηγεσίας του Κογκρέσου υποδηλώνουν πως κινδυνεύουν να περάσουν τις πιο άστοχες φορολογικές αλλαγές στην αμερικανική ιστορία.

Οι προτάσεις από την προεκλογική εκστρατεία, που επιβεβαιώθηκαν την περασμένη εβδομάδα από την επιλογή του Ντόναλντ Τραμπ για τον υπουργό Οικονομικών, θα είναι σαρωτικά υπέρ του κορυφαίου 1% των εισοδηματιών, κινδυνεύει να οδηγήσει σε εκρηκτική αύξηση του ομοσπονδιακού χρέους, να περιπλέξει τον φορολογικό κώδικα και να μην κάνει τίποτα για να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη.

Βασική αρχή στην οποία συμφώνησαν όλοι το 1986 ήταν πως η μεταρρύθμιση δεν θα μειώνει το φορολογικό βάρος στους μεγαλοεισοδηματίες. Ο Ρίγκαν πέτυχε τον στόχο του μειώνοντας ταυτόχρονα τους κορυφαίους οριακούς συντελεστές, διότι αύξησε τους συντελεστές για τα κεφαλαιακά κέρδη, μείωσε τα επενδυτικά κίνητρα, αύξησε την είσπραξη εταιρικών φόρων, περιόρισε τα «καταφύγια» και άφησε ήσυχους τους φόρους ακίνητης περιουσίας.

Δυστυχώς, ούτε το σχέδιο του Τραμπ, ούτε αυτό που παρουσίασε ο Πολ Ράιαν, εκπρόσωπος της Βουλής των Αντιπροσώπων, δεν παρέχουν αρκετή διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ώστε να χρηματοδοτηθούν όλες οι μειώσεις φόρων στα υψηλά κλιμάκια που περιλαμβάνονται στα προαναφερθέντα σχέδια.

Ο Στίβεν Μνούτσιν, που ορίστηκε ως υπουργός Οικονομικών, διαβεβαιώνει πως δεν θα υπάρξει απόλυτη μείωση φόρων για την ανώτερη τάξη, διότι θα περιοριστούν οι εκπτώσεις φόρου. Το θέμα είναι πως ακόμα και αν εξαλειφθούν πλήρως όλες οι εκπτώσεις φόρων για αυτούς με εισοδήματα άνω του 1 εκατ. δολαρίων, και πάλι δεν θα φέρουν αρκετά έσοδα ώστε να καλυφθεί η μείωση του οριακού φορολογικού συντελεστή από το 39% στο 33%, πόσω μάλλον να αντισταθμίσουν το όφελος που θα έχουν από τις τεράστιες μειώσεις φόρων στα εταιρικά έσοδα και στην εξάλειψη των φόρων ακίνητης περιουσίας.

Οι εκτιμήσεις του σχεδίου Τραμπ υποδηλώνουν πως θα αυξηθεί το μέσο μετά φόρων εισόδημα του 0,9% του πληθυσμού με έσοδα άνω του 1 εκατ. δολαρίων κατά 14%, ή κατά περισσότερο από 215.000 δολάρια. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις προτεινόμενες μειώσεις φόρων για αυτούς που βρίσκονται στο μέσο της κατανομής εισοδήματος των 1.000 δολαρίων, ή το περίπου 2%.  

Η ακύρωση των φόρων ακίνητης περιουσίας και δωρεών είναι ιδιαίτερα προβληματική, διότι θα ανοίξει «παράθυρο» για τους πολύ πλούσιους να χρησιμοποιήσουν δομές δωρεών και καταπιστευμάτων για να διασφαλίσουν πως ο πλούτος τους θα περάσει χωρίς φόρους όχι μόνο στα παιδιά τους, αλλά και στα εγγόνια και τα δισέγγονά τους, ασχέτως της μεταγενέστερης νομοθεσίας.

Η φορολογική μεταρρύθμιση του Ρίγκαν απλοποίησε τον κώδικα, εξαλείφοντας την ανάγκη για κανόνες που θα διακρίνουν τα συνήθη έσοδα από τα έσοδα κεφαλαιουχικών κερδών, διότι και τα δύο φορολογούνταν με την ίδια κλίμακα, και  εξαλείφοντας οποιεσδήποτε προβλέψεις αποτελούσαν «καταφύγιο» για συγκεκριμένες βιομηχανίες.

Αντιθέτως, η πρόταση Τραμπ δημιουργεί ευκαιρίες «καταφυγίου» μειώνοντας στο 15% τον φόρο σε όποιο έσοδο μπορεί να χαρακτηριστεί ότι προήλθε από ανώνυμη εταιρεία (incorporated entity). Αντί να μειώσει στοχευμένες επιδοτήσεις, θα καθιερώσει μια εξαιρετικά αμφίβολη πίστωση 82% - την υψηλότερη στον κόσμο- για επενδύσεις σε υποδομές (financial equity investments in infrastructure).

Αυτό δεν θα σήμαινε μόνο δυσανάλογες μειώσεις φόρων για την ομάδα υψηλών εισοδημάτων που έχει δει τα εισοδήματά της να αυξάνονται με τον ταχύτερο ρυθμό μέσα σε μια γενιά. Θα σήμαινε επίσης σοβαρή ζημιά στις προβλέψεις του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Οι προβλεπόμενες μειώσεις φόρων του Τραμπ είναι περίπου το ίδιο μέγεθος σε σχέση με την οικονομία με αυτές στις οποίες προχώρησε το 1981 ο Ρίγκαν. Αξίζει να θυμόμαστε ότι ο Ρίγκαν, που δεν του άρεσε να αλλάζει πορεία ή να αυξάνει φόρους, έκρινε απαραίτητο να προτείνει σημαντικές αυξήσεις φόρων το 1982 και το 1984 (που στη σημερινή οικονομία ισοδυναμούν σε 3,5 τρισ. δολάρια μέσα σε μια δεκαετία), λόγω ανησυχιών για το ομοσπονδιακό χρέος.  

Η σημερινή κατάσταση του προϋπολογισμού είναι πολύ πιο ανησυχητική. Η βάση περιλαμβάνει πολύ υψηλότερα επίπεδα χρέους και ελλειμμάτων. Τότε η οικονομία βρισκόταν σε βαθιά ύφεση. Τώρα πλησιάζει την πλήρη απασχόληση. Αν οι ακραίες μειώσεις φόρων νομοθετηθούν μέσα στους επόμενους μήνες, είναι πιθανό να αυξηθεί η αβεβαιότητα για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό και για τις περαιτέρω φορολογικές προσαρμογές.

Τέλος, δεν μπορώ να βρω καμία βάση ούτε στην οικονομική ιστορία ούτε στη λογική, για τους ισχυρισμούς του κ. Μνούτσιν πως οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις θα αυξήσουν τον ρυθμό της ανάπτυξης της οικονομίας από το τρέχον 2% στο ιστορικό 3-4%. Ο ρυθμός αύξησης του ενήλικου πληθυσμού έχει επιβραδυνθεί κατά σχεδόν μία ποσοστιαία μονάδα, τα κέρδη που δημιουργούνται από την είσοδο περισσότερων γυναικών στην αγορά εργασίας έχουν εξαντληθεί, και δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο το γιατί η φορολογική μεταρρύθμιση θα δώσει μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας.

Πράγματι, επειδή η πρόταση Τραμπ θα αναδιένειμε τα μετά φόρων έσοδα σε αυτούς που είναι πιθανότερο να τα αποταμιεύσουν, θα αύξανε τα μακροπρόθεσμα επιτόκια λόγω των πιέσεων στο χρέος, θα αύξανε την αβεβαιότητα και τα πλεονεκτήματα της παραγωγής στο εξωτερικό, είναι εξίσου πιθανό να επιβραδύνει την ανάπτυξη, όσο και να την επιταχύνει.

Τη δεκαετία του 1980, ο υπουργός Οικονομικών Ντον Ρέγκαν δήλωσε πως η πρώτη μεταρρυθμιστική πρόταση του Ρίγκαν γράφτηκε σε επεξεργαστή κειμένου, για να σηματοδοτήσει την «ανοικτότητα» της κυβέρνησης σε διαπραγματεύσεις και ριζοσπαστικές αλλαγές. Θα πρέπει όλοι να ελπίζουμε πως η κυβέρνηση Τραμπ θα ακολουθήσει την προσέγγιση του Ρίγκαν τόσο στις αρχές της φορολογικής πολιτικής όσο και στη δέσμευση για δικομματική διαπραγμάτευση.

 
*Ο συγγραφέας είναι καθηγητής του Harvard και πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ.

© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v