Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ αναμένεται να διαταράξει τις διατλαντικές σχέσεις, πιθανότατα κλιμακώνοντας τις εντάσεις στο μέτωπο των εμπορικών συναλλαγών, αποδυναμώνοντας την ήδη περιορισμένη συνεργασία στην πολιτική για το κλίμα και την τεχνολογία και εξασθενώντας την ευρωπαϊκή ενότητα στην άμυνα και την υποστήριξη της Ουκρανίας.
Ευθύς μόλις άρχισε να διαφαίνεται η νίκη του πρώην προέδρου των ΗΠΑ και υποψήφιου των Ρεπουμπλικάνων, Ντόναλντ Τραμπ, στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, πολλοί ηγέτες της ΕΕ συνεχάρησαν τον νέο πρόεδρο και δεσμεύτηκαν να συνεχίσουν τη συνεργασία μεταξύ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς είπε πως οι ΗΠΑ και η Γερμανία θα πρέπει να συνεργαστούν για να «προωθήσουν την ευημερία και την ελευθερία» υπό μια προεδρία Τραμπ, ενώ ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν έγραψε στο Χ πως είναι «έτοιμος να συνεργαστεί» με τον νέο πρόεδρο, όπως έκανε και κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ.
Αυτά τα συγχαρητήρια όμως έρχονται μετά από εβδομάδες δηλώσεων από Ευρωπαίους αξιωματούχους, με τις οποίες παραδέχονταν πως το μπλοκ ανησυχεί για την πιθανή επίπτωση που θα μπορούσε να έχει μια νέα κυβέρνηση Τραμπ στις διμερείς σχέσεις, σε ζητήματα που εκτείνονται από το εμπόριο μέχρι τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία.
Ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πιθανός, καθώς ο Τραμπ έχει δεσμευτεί για οριζόντιες αυξήσεις δασμών σε όλες τις εισαγωγές και οι Βρυξέλλες έχουν υποσχεθεί αντίποινα με δικούς τους δασμούς.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Τραμπ δεσμεύτηκε να εφαρμόσει αυξήσεις δασμών μεταξύ 10% και 20% για όλα τα αγαθά που εισέρχονται στις ΗΠΑ. Αν και αυτό πιθανότατα είναι μια διαπραγματευτική τακτική για να πιέσει χώρες και εμπορικά μπλοκ όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση να διαπραγματευτούν εμπορικές συμφωνίες, ωστόσο αν εφαρμοστούν, οι δασμοί αυτοί θα επηρέαζαν αρνητικά την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία εξήγαγε αγαθά αξίας περίπου 502 δισ. ευρώ (537 δισ. δολάρια) το 2023 και διατήρησε ένα εμπορικό πλεόνασμα περίπου 156 δισ. ευρώ με τις ΗΠΑ.
Οι αμερικανικοί δασμοί θα είχαν ιδιαίτερο αντίκτυπο σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιρλανδία, για τις οποίες οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος ή δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγικός προορισμός, και που επίσης έχουν εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ.
Τις εβδομάδες που προηγήθηκαν των αμερικανικών εκλογών, ευρωπαϊκά media αποκάλυψαν πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη επεξεργάζεται λίστα αμερικανικών προϊόντων που θα ήθελαν οι Βρυξέλλες να βάλουν στο στόχαστρο με δασμούς-αντίποινα στην περίπτωση που ο Τραμπ πραγματοποιήσει τις απειλές του.
Αν και δεν αποκαλύφθηκε η λίστα, ωστόσο οι δασμοί-αντίποινα της ΕΕ πιθανόν θα περιλαμβάνουν πολιτικά ευαίσθητα αμερικανικά προϊόντα που παράγονται σε βασικές ρεπουμπλικανικές πολιτείες. (το 2018, κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρίας του Τραμπ, οι Βρυξέλλες επέβαλαν δασμούς σε προϊόντα που κυμαίνονταν από ενδύματα και μοτοσικλέτες μέχρι τρόφιμα όπως ο αραβόσιτος, το ρύζι, και ποτά όπως το μπέρμπον και άλλους τύπους ουίσκι).
Αυτό καθιστά έναν εμπορικό πόλεμο πιθανό, αν και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιδιώξει να αποφύγει μια παρατεταμένη σύγκρουση με τις ΗΠΑ και πιθανόν θα χρησιμοποιήσει τους δασμούς-αντίποινα ως εναρκτήριο σημείο για διαπραγματεύσεις επί μιας μελλοντικής ανακωχής.
* Σύμφωνα με μη κατονομαζόμενο «ανώτατο Ευρωπαίο διπλωμάτη» που επικαλείται το Politico στις 21 Οκτωβρίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα «αντεπιτεθεί γρήγορα και σκληρά» στην περίπτωση που οι ΗΠΑ επιβάλλουν επιπλέον δασμούς σε προϊόντα της ΕΕ. Σύμφωνα με δεύτερο διπλωμάτη που επίσης επικαλείται το Politico, «οι Βρυξέλλες έχουν λίστα (δασμών-αντιποίνων) που είναι έτοιμη, και είναι σίγουροι πως μπορούν να κερδίσουν αυτόν τον εμπορικό πόλεμο».
* Σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου Ifo που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο, οι γερμανικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 14,9% σε ένα σενάριο οριζόντιων αμερικανικών δασμών 20% σε όλα τα ευρωπαϊκά προϊόντα. Οι γερμανικές εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων στις ΗΠΑ θα μειώνονταν κατά 35% ενώ οι εξαγωγές αυτοκινήτων θα μειώνονταν κατά 32%. Οι αμερικανικοί δασμοί θα είχαν επίσης ως αποτέλεσμα μικρές αυξήσεις στις γερμανικές εξαγωγές στο Μεξικό και στον Καναδά, σύμφωνα με την έκθεση.
* Οι υψηλότεροι αμερικανικοί δασμοί στις παγκόσμιες εισαγωγές, σε συνδυασμό με πολύ υψηλούς δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές, θα ανακατεύθυναν επίσης το κινεζικό εμπόριο, από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη. Αυτό θα αύξανε την πίεση στις ευρωπαϊκές αρχές να εφαρμόσουν επιπλέον δασμούς σε κινεζικά προϊόνταν για να θωρακίσουν τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες από τον ανταγωνισμό.
* Τον Δεκέμβριο του 2023, οι ΗΠΑ κα η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύτηκαν πως η Ουάσινγκτον θα συνεχίσει την αναστολή των δασμών στον χάλυβα και το αλουμίνιο της ΕΕ μέχρι τον Μάρτιο του 2025, και πως οι Βρυξέλλες θα αναστείλουν και αυτές τους δασμούς-αντίποινα. Στο πιθανό ενδεχόμενο που δεν επιλυθεί (ή μετατεθεί πάλι) αυτή η διαφορά, το πιθανό αποτέλεσμα θα είναι μια άλλη σειρά επιπλέον δασμών και αντιποίνων, πέρα από τη δέσμευση του Τραμπ για οριζόντιους δασμούς 10-20%.
Το περιβάλλον
Η κυβέρνηση Τραμπ είναι πιθανόν να αποδυναμώσει την ήδη αδύναμη συνεργασία ΗΠΑ-ΕΕ σε ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή και το ρυθμιστικό πλαίσιο στον τεχνολογικό τομέα. Κατά τη διάρκεια της (προεκλογικής) εκστρατείας, ο Τραμπ δεσμεύτηκε να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα (όπως έκανε και στην πρώτη του θητεία), να αυξήσει την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου και να εξάγει περισσότερη ενέργεια στο εξωτερικό (κυρίως υγροποιημένο φυσικό αέριο –LNG).
Αυτό είναι πιθανό να επηρεάσει αρνητικά τις παγκόσμιες προσπάθειες για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και να αποδυναμώσει τη συνεργασία ΗΠΑ-ΕΕ επί του θέματος. Ειδικά, η νίκη του Τραμπ είναι πιθανό να ενθαρρύνει τις δεξιές και λαϊκιστικές δυνάμεις εντός της Ευρώπης που ήδη πιέζουν για βραδύτερη ενεργειακή μετάβαση εντός του μπλοκ. Η απόφαση του Τραμπ να ενισχύσει τις εξαγωγές LNG δεν είναι, ωστόσο, κακή είδηση για την Ευρώπη, η οποία ενδιαφέρεται να διαφοροποιήσει τις ενεργειακές της προμήθειες από τη Ρωσία όσο το δυνατόν περισσότερο.
Επιπλέον, η κριτική του Τραμπ στον νόμο της κυβέρνησης Μπάιντεν για τη μείωση του πληθωρισμού θα μπορούσε να δημιουργήσει πιο ισότιμους όρους ανταγωνισμού για ορισμένες ευρωπαϊκές εταιρείες, διότι μπορεί να οδηγήσει στην κατάργηση ορισμένων από τις τρέχουσες αμερικανικές επιδοτήσεις για τεχνολογίες σχετικές με την παραγωγή αιολικής και ηλιακής ενέργειας, τα εναλλακτικά καύσιμα και τα ηλεκτρικά οχήματα, που είχαν ως αποτέλεσμα ορισμένες ευρωπαϊκές εταιρείες να μετεγκατασταθούν στις ΗΠΑ για να επωφεληθούν από την οικονομική ενίσχυση.
Ο Τραμπ είναι επίσης πιθανό να καταργήσει το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας ΗΠΑ-ΕΕ, ένα διμερές φόρουμ που δημιουργήθηκε το 2021 για να συζητήσει ρυθμίσεις και πρότυπα τεχνολογίας. Το τέλος αυτής της πρωτοβουλίας θα επηρεάσει αρνητικά τη διατλαντική συνεργασία σε θέματα όπως η τεχνητή νοημοσύνη, το απόρρητο των δεδομένων και τα δίκτυα 5G.
Χωρίς αυτό το φόρουμ, οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να υιοθετήσουν αντικρουόμενους κανονισμούς, περιπλέκοντας το εμπόριο και μειώνοντας τη συμβατότητα των τεχνολογικών προϊόντων και υπηρεσιών. Το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας δίνει επίσης τη δυνατότητα στις ΗΠΑ και την ΕΕ να αντιμετωπίσουν τις κοινές ανησυχίες σχετικά με την επιρροή της Κίνας στις παγκόσμιες τεχνολογικές υποδομές και την ασφάλεια των αλυσίδων εφοδιασμού, και η κατάργησή του θα αποδυνάμωνε την ικανότητα των δύο πλευρών να συντονίζουν τις απαντήσεις τους σε τέτοια ζητήματα.
Η άμυνα
Αν και βραχυπρόθεσμα η νίκη του Τραμπ είναι πιθανό να οδηγήσει σε ευρωπαϊκές δεσμεύσεις για μεγαλύτερη αμυντική συνεργασία εντός του μπλοκ και αυξημένη υποστήριξη για την Ουκρανία, μεσοπρόθεσμα οι ενδοευρωπαϊκές διαφωνίες είναι πιθανό να αυξηθούν και στα δυο ζητήματα.
Ο Τραμπ έχει δεσμευτεί να πιέσει την Ουκρανία και τη Ρωσία να τερματίσουν τον πόλεμό τους. Αν και ο εκλεγμένος πρόεδρος δεν έχει παρουσιάσει συγκεκριμένα σχέδια για τον σκοπό αυτό, έχει υπονοήσει ότι το σχέδιό του θα μπορούσε να περιλαμβάνει μείωση της οικονομικής και στρατιωτικής υποστήριξης προς την Ουκρανία, ώστε να αναγκάσει το Κίεβο να διαπραγματευτεί με τη Μόσχα.
Ενώ η αρχική αντίδραση της ΕΕ στη νίκη του Τραμπ θα είναι να δεσμευτεί για τη συνέχιση της οικονομικής και στρατιωτικής στήριξης της Ουκρανίας (και η έγκριση πρόσθετων πακέτων οικονομικής βοήθειας είναι πιθανή), αυτό δεν θα είναι αρκετό για να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε περίπτωση που ο Λευκός Οίκος αποφασίσει να τερματίσει κάθε στήριξη.
Επιπλέον, η κριτική του Τραμπ στην Ουκρανία είναι πιθανό να ενθαρρύνει κράτη μέλη της ΕΕ (όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία) που λένε ότι η υποστήριξη της Δύσης προς την Ουκρανία απλώς παρατείνει τον πόλεμο και μειώνει τις πιθανότητες διαπραγμάτευσης.
Οι κυβερνήσεις αυτές είναι πιο πιθανό να ασκήσουν το δικαίωμα βέτο σε αποφάσεις που σχετίζονται με την ΕΕ για την Ουκρανία, εάν έχουν την υποστήριξη του Λευκού Οίκου. Εάν οι ΗΠΑ μειώσουν, και ιδιαίτερα εάν τερματίσουν κάθε υποστήριξη προς την Ουκρανία, αυτό θα ενθαρρύνει τη Ρωσία να γίνει πιο επιθετική στο πεδίο της μάχης, καθώς η Μόσχα θα επιδιώξει πρόσθετα εδαφικά κέρδη στη χώρα πριν πιέσει το αδύναμο Κίεβο να διαπραγματευτεί μια κατάπαυση του πυρός με τους όρους της Μόσχας.
Η νίκη του Τραμπ θα επηρεάσει επίσης την προσπάθεια της Ευρώπης για μεγαλύτερη αυτονομία στον τομέα της άμυνας. Ενώ η Ευρώπη έχει λάβει μέτρα για να ενισχύσει τον αμυντικό της ρόλο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και να ενισχύσει την αυτοδύναμη ανάπτυξη στην παραγωγή και προμήθεια αμυντικού υλικού, οι προσπάθειες αυτές εξακολουθούν να είναι περιορισμένες και είναι απίθανο να μειώσουν σύντομα την εξάρτηση από τις ΗΠΑ.
Ενώ η πλήρης αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ είναι απίθανη υπό τον Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να μειώσουν τις δυνάμεις τους στην Ευρώπη ή να συνδέσουν τις δεσμεύσεις ασφαλείας με μια ταχεία αύξηση των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δαπανών. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει ένα βραχυπρόθεσμο φαινόμενο «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία» στην Ευρώπη, επιταχύνοντας τις αμυντικές πρωτοβουλίες της ΕΕ.
Μεσοπρόθεσμα, ωστόσο, οι πολιτικές του Τραμπ είναι πιθανό να καταπονήσουν την ενότητα της ΕΕ, αναδεικνύοντας τις διαφωνίες στον τομέα της Άμυνας. Οι χώρες της Βόρειας και της Ανατολικής Ευρώπης, που βλέπουν τη Ρωσία ως πιο άμεση απειλή, ενδέχεται να δώσουν μεγαλύτερη προτεραιότητα στις αμυντικές δαπάνες από ό,τι οι δυτικές χώρες, οι οποίες θα αντιμετωπίσουν μεγαλύτερους πολιτικούς και οικονομικούς περιορισμούς.
Με την πάροδο του χρόνου, οι διαφορές αυτές θα μπορούσαν να βαθύνουν, περιπλέκοντας τις προσπάθειες για την οικοδόμηση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής.