Η απότομη εγκατάλειψη της πολιτικής της μηδενικής ανοχής απέναντι στον κορωνοϊό από το Πεκίνο αιφνιδίασε πολλούς εξωτερικούς παρατηρητές. Ακόμα περισσότερο, μπορεί να αποτελέσει σοβαρή απειλή για τις προοπτικές του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ να εκλεγεί για μια τέταρτη πενταετή θητεία το 2027.
Μετά τις πανεθνικές διαδηλώσεις στις 25-27 Νοεμβρίου ενάντια στα αυστηρά μέτρα κατά του κορωνοϊού το Πεκίνο ανακοίνωσε επίσημα στις 7 Δεκεμβρίου ότι αλλάζει πολιτική.
Oι διαδηλώσεις αναδεικνύουν ότι η σταθερή αγκίστρωση του Σι στην εξουσία δεν είναι ακλόνητη. H κύρια αδυναμία στην «πανοπλία» του Σι, η οποία ήταν ορατή από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του το 2012 και έχει διογκωθεί σε βαθμό ανάλογο με την ισχύ του, είναι ότι όταν γίνεσαι ο αδιαμφισβήτητος πρόεδρος των πάντων, όχι μόνο επαινείσαι για όλες τις επιτυχίες της Κίνας, αλλά είσαι επίσης υπεύθυνος για όλες τις αποτυχίες της.
Αυτό περιλαμβάνει την κακοσχεδιασμένη κατάργηση της πολιτικής μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό, η οποία εφαρμόστηκε τη στιγμή που οι ηλικιωμένοι πολίτες της Κίνας ήταν ακόμη υποεμβολιασμένοι και τα νοσοκομεία της δεν ήταν εξοπλισμένα (ιδιαίτερα όσον αφορά τον αριθμό των κλινών ΜΕΘ, σύμφωνα με την παραδοχή του ίδιου του Πεκίνου) για να χειριστούν ένα τεράστιο κύμα μολύνσεων.
Υπάρχουν και άλλες πολιτικές που θα μπορούσαν να εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσον δικαιούται ο Σι να διαδραματίζει τόσο μεγάλο ρόλο στη χάραξη πολιτικής σε σύγκριση με τους προηγούμενους ηγέτες. Σε στρατηγικό επίπεδο, ο Σι θα μπορούσε να πνίξει τον οικονομικό και τεχνολογικό ανταγωνισμό της Κίνας με τις ΗΠΑ ή να διαχειριστεί με εσφαλμένο τρόπο την κρίση στην Ταϊβάν. Ομοίως, οι πολιτικές στις οποίες έχει δώσει μεγαλύτερη έμφαση ο Κινέζος πρόεδρος, όπως η στρατολόγηση εταιρειών για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων και η προσπάθεια απομόχλευσης του τομέα των ακινήτων, θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον του.
Οι πανεθνικές διαδηλώσεις μπορεί να επαναληφθούν για πληθώρα οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων και ο Σι θα μπορούσε να αναγκαστεί να κάνει περισσότερες πολιτικές παραχωρήσεις για να περιορίσει την αναταραχή ή να διακινδυνεύσει μια καταστολή που θα απομόνωσε την Κίνα από τη Δύση.
Ανεξάρτητα από αυτές τις αποτυχίες και άλλες που μπορεί να προκύψουν, η εξουσία του Σι φαίνεται να είναι ασφαλής στο άμεσο μέλλον λόγω της επιρροής του στα κεντρικά όργανα του Κόμματος. Ο Σι εξακολουθεί να διατηρεί τον έλεγχο της εξουσίας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, με τις κύριες επιτροπές να είναι στελεχωμένες με έμπιστούς του μέχρι το 2027.
Η Κεντρική Εποπτική Πειθαρχική Επιτροπή - η κορυφαία οργάνωση που είναι υπεύθυνη για τις υποθέσεις κατά της διαφθοράς, τις οποίες ο Σι χρησιμοποίησε εν μέρει για να εκκαθαρίσει πολιτικούς αντιπάλους από το 201 ως το 2022 — διοικείται επίσης από συνεργάτες του Σι. Τα κορυφαία κλιμάκια του στρατού, επίσης, έχουν στελεχωθεί με ανθρώπους του Σι τα τελευταία 10 χρόνια, με την Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή να έχει ήδη υποβληθεί σε εκκαθαρίσεις για κρούσματα διαφθοράς και να αποτελείται από ανθρώπους οι οποίοι συνδέονται με τον Σι από την αρχή της σταδιοδρομίας του.
Ωστόσο, oικονομικοί πραγματιστές, όπως ο απερχόμενος πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ, μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα στον Σι. Ο Λι και άλλοι όμοιοί του είναι προς την έξοδο από τον μηχανισμό διαμόρφωσης οικονομικής πολιτικής του ΚΚΚ μετά το 20ο Συνέδριο του Κόμματος, αλλά μπορεί να έχουν ακόμη τη δυνατότητα να ασκήσουν επιρροή στην οικονομική πολιτική. Κορυφαίοι οικονομικοί φορείς όπως η Εθνική Επιτροπή Ανάπτυξης και Μεταρρυθμίσεων θα τεθούν υπό σκληρό έλεγχο, καθώς ο Σι τους ζητά να τηρήσουν την υπόσχεσή του για «εθνική αναζωογόνηση», παρά το εχθρικό εξωτερικό περιβάλλον και τον σφιχτό εγχώριο προϋπολογισμό. Έτσι, αυτός ο μηχανισμός οικονομικής πολιτικής μπορεί να είναι το πεδίο περαιτέρω πολιτικής αντιγνωμίας, αν όχι από πιστές ελίτ, τότε από τα εκτεταμένα δίκτυα πατρωνίας που βρίσκονται κάτω από αυτές ή από τους οικονομικούς πραγματιστές που παρακολουθούν από το περιθώριο την κακοδιαχείριση του χαρτοφυλακίου τους.
Το πώς θα απαντήσει ο Σι σε αυτή την αντιγνωμία είναι κάτι που αξίζει να παρακολουθήσει κανείς. Ο Σι θα μπορούσε να παραχωρήσει κάποιο έλεγχο στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, όπως έκανε στον Λι Κετσιάνγκ το δεύτερο τρίμηνο του 2022 μετά τα lockdown στη Σαγκάη που βύθισαν την οικονομία. Εναλλακτικά, ο Σι θα μπορούσε να εμπλακεί σε ένα παιχνίδι εξουσίας, χρησιμοποιώντας κρατικά όργανα για να φιμώσει τους επικριτές, κάτι που θα απομόνωνε από όλους εκτός από τους πιο πιστούς συμβούλους και θα τον έθετε σε μεγαλύτερο κίνδυνο για τη διάπραξη μεγάλων πολιτικών σφαλμάτων.
Τι έπεται;
Η επιλογή του Σι για συνδιαλλαγή ή τιμωρία θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το αν θα διαδραμαστίσει έναν υπερμεγέθη ρόλο στην κινεζική πολιτική και θα παραμείνει στην εξουσία για άλλα πέντε χρόνια μόλις έρθει το 2027.
Εάν επιλέξει τη συνδιαλλαγή, υπάρχουν δύο πιθανά αποτελέσματα. Η επιρροή του Σι στην πολιτική θα μπορούσε να μειωθεί, αλλά η εισαγωγή πιο μετριοπαθών φωνών θα μπορούσε να τον βοηθήσει να αποφύγει μεγάλα πολιτικά σφάλματα και να προστατεύσει έτσι τις πιθανότητές του για μια τέταρτη θητεία. Ωστόσο, μια τέτοια θητεία μπορεί να τον δει να επιστρέφει διστακτικά στη λήψη αποφάσεων με έναν βαθμό συναίνεσης, ένα στοιχείο που χαρακτήριζε τους Κινέζους ηγέτες πριν από αυτόν. Εναλλακτικά, η συνδιαλλαγή θα μπορούσε να αποκαλύψει ρωγμές στη βάση της πολιτικής εξουσίας του Σι, επιτρέποντας την εκ νέου ενίσχυση φατριών που κινούνται για να τον εκδιώξουν το 2027.
Υπάρχουν δύο πιθανές εκβάσεις αν ο Σι επιλέξει να παίξει ένα παιχνίδι εξουσίας. Θα μπορούσε να συνεχίσει να κυβερνά σε κλίμα φόβου και να συντρίψει κάθε επίδοξο διεκδικητή της θέσης του γενικού γραμματέα, αλλά αυτό προϋποθέτει ότι δεν θα υποπέσει σε μεγάλα πολιτικά σφάλματα, μια συνθήκη που μπορεί να βρίσκεται πέρα του ελέγχου του δεδομένης της αστάθειας που επικρατεί στην παγκόσμια οικονομία, την ασφάλεια και διπλωματικές υποθέσεις τα τελευταία τρία χρόνια.
Ακόμη και ο ισχυρότερος ηγέτης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ο Μάο Τσε Τουνγκ, παραλίγο να χάσει τη βάση ισχύος του λόγω της εμπλοκής του στο Μεγάλο Άλμα Εμπρός του 1958-1962, ένα αποτυχημένο πρόγραμμα αγροτικής κολεκτιβοποίησης που οδήγησε στην πείνα πάνω από 30 εκατομμύρια Κινέζους. Αν ο Σι διαπράξει ένα παρόμοιο ολέθριο πολιτικό σφάλμα ή πιο πιθανό μια σειρά σφαλμάτων που θα θέσουν σε κίνδυνο την «εθνική αναζωογόνηση» της Κίνας σε θέση υπερδύναμης, ο ηγετικός του ρόλος στην κινεζική πολιτική θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο. Και οποιαδήποτε θεραπεία εφαρμόσει για να αντιμετωπίσει αυτήν την προοπτική θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα χειρότερα οδηγώντας την οικονομία της Κίνας σε ατροφία και τον λαό της σε στέρηση.
Φυσικά, αυτά τα τέσσερα εναλλακτικά μέλλοντα δεν εξαντλούν τις επιλογές του Σι. Πιο πιθανό από όλα αυτά είναι ότι ο Σι θα κρατήσει τις ισορροπίες, κάνοντας παραχωρήσεις μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο (π.χ. όταν ο θάνατος του Τζιανγκ δημιούργησε τον κίνδυνο να ξεφύγουν από τον έλεγχο οι διαδηλώσεις), χρησιμοποιώντας την εξουσία του για να φιμώσει τους αρνητές και επιρρίπτοντας τις ευθύνες για τις όποιες αποτυχίες σε τοπικούς αξιωματούχους . Ωστόσο, η ικανότητά του να στηριχθεί σε πραγματιστές (όπως ο Λι Κετσιάνγκ) όταν τον βολεύει, και να δώσει έτσι μια φαινομενική εντύπωση ότι λαμβάνει κάποιες αποφάσεις σε συναινετική βάση, μειώνεται σημαντικά στον απόηχο του 20ου Συνεδρίου του Κόμματος, καθώς έχει καρατομήσει πολλούς πραγματιστές πολιτικούς.
Ο Σι θα μπορούσε να επεκτείνει περαιτέρω αυτή τη στρατηγική μειώνοντας σταδιακά την έκθεσή του σε ασταθή πολιτικά χαρτοφυλάκια - όπως για παράδειγμα τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις - και, ως εκ τούτου, την ευπάθειά του στην κριτική. Αλλά δεν είναι σαφές αν ο Σι έχει ή όχι την ταπεινότητα να κάνει μια τέτοια υπολογισμένη υποχώρηση. Τα πρώτα 10 χρόνια στην εξουσία έδειξαν ότι είναι ένας πεισματάρης και αλαζονικός ηγέτης με ένα φιλόδοξο όραμα για το μέλλον της Κίνας (και μια ισχυρή πίστη ότι είναι προσωπικά απαραίτητος στην πραγματοποίηση αυτού του οράματος), αλλά είναι επίσης ένας εξαιρετικός πολιτικός παίκτης ο οποίος είναι σε διαρκή επιφυλακή για πιθανούς διεκδικητές που μπορεί να τον αναγκάσουν να κάνει παραχωρήσεις.
Όσο περισσότερο αποφεύγει να διαχέει τις ευθύνες του, τόσο πιο πιθανό είναι η θητεία του ως γενικός γραμματέας — και η «εθνική αναζωογόνηση» της Κίνας συνολικά — να κριθεί αποτυχημένη.
Επιπλέον, εάν οι σημαντικές αποφάσεις στην Κίνα εξακολουθούν να επηρεάζονται υπερβολικά από τις αποφάσεις ενός ανθρώπου, θα γίνει σιγά-σιγά πιο δύσκολο να προβλέψει κανείς την κινεζική πολιτική, ειδικά εν μέσω της επώδυνης οικονομικής μετάβασης της Κίνας και του βαθύτερου στρατηγικού ανταγωνισμού της με τις Ηνωμένες Πολιτείες.