Η ακροδεξιά του Ισραήλ θα χρησιμοποιήσει την πρόσφατη εκλογική επιτυχία της για να σπρώξει την εθνικιστική και υπερορθόδοξη ατζέντα της. Αλλά παρά τις πιθανές επικρίσεις, οι σύμμαχοι της χώρας σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Μέση Ανατολή είναι απίθανο να αλλάξουν σημαντικά την πολιτική τους έναντι του Ισραήλ για να διατηρήσουν τους στρατηγικούς τους δεσμούς με τη χώρα.
Το ακροδεξιό κόμμα Θρησκευτικός Σιωνισμός –που συμπεριλαμβάνει μικρότερα ακραία κόμματα όπως το Oztma Yehudit («Εβραϊκή Δύναμη») και το κόμμα Neom που τάσσεται κατά των ΛΟΑΤΚΙ- κέρδισε το τρίτο μεγαλύτερο μερίδιο εδρών στην Κνεσέτ στις βουλευτικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου, δίνοντάς του σημαντικό πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις με τον πρώην πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου για να διορίσει έναν κυβερνητικό συνασπισμό.
* Ο Νετανιάχου αναμένεται να επιστρέψει στην πρωθυπουργία καθώς το μπλοκ του των δεξιών και θρησκευτικών κομμάτων εξασφάλισε την πλειοψηφία των θέσεων στην ισραηλινή Κνεσέτ στις τελευταίες εκλογές. Το Λικούντ, το κόμμα του πρώην πρωθυπουργού, πραγματοποιεί επί του παρόντος διαπραγματεύσεις με τα ακροδεξιά και υπερορθόδοξα κόμματα για να σχηματίσει έναν νέο κυβερνητικό συνασπισμό.
* Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου ήταν οι πέμπτες που διενεργούνται στο Ισραήλ μέσα σε τέσσερα χρόνια. Ο απερχόμενος κυβερνητικός συνασπισμός υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Γιαϊρ Λαπίντ, δημιούργησε έναν εύθραυστο συνασπισμό διαφόρων φιλελεύθερων, κεντρώων και αραβικών κομμάτων.
Ο Θρησκευτικός Σιωνισμός θα χρησιμοποιήσει την ισχυρή του παρουσία στην Κνεσέτ για να προσπαθήσει να αναδιαμορφώσει το πολιτικό σύστημα και την εξωτερική πολιτική του Ισραήλ υπέρ της σωβινιστικής του ιδεολογίας, παρά τις προειδοποιήσεις από τους συμμάχους του Ισραήλ στο εξωτερικό (όπως οι ΗΠΑ και τα ΗΑΕ) και τους εγχώριους πολιτικούς (όπως ο απερχόμενος πρωθυπουργός Γιαϊρ Λαπίντ).
Στις διαπραγματεύσεις του με το κόμμα Λικούντ του Νετανιάχου, ο Θρησκευτικός Σιωνισμός φέρεται να προσπαθεί να αποσπάσει υποσχέσεις η επόμενη ισραηλινή κυβέρνηση να επεκτείνει τον έλεγχο της χώρας στη Δυτική Όχθη, να αποδυναμώσει το Ανώτατο Δικαστήριο (το οποίο το κόμμα θεωρεί ως προπύργιο στο θρησκευτικό δίκαιο) και να ενισχύσει τα δικαιώματα διαχωρισμού των φύλων για τους υπερορθόδοξους στους δημόσιους χώρους.
Το κόμμα πιέζει επίσης για τον έλεγχο κορυφαίων θέσεων στο υπουργικό συμβούλιο, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Άμυνας ή του υπουργού Οικονομικών για τον ηγέτη του Θρησκευτικού Σιωνισμού Μπεζαλέλ Σμότριχ, καθώς και ενός νεοσύστατου υπουργού εθνικής ασφάλειας (ο οποίος θα επιβλέπει την αστυνομία, τις φυλακές και την ασφάλεια των συνόρων του Ισραήλ) για τον ηγέτη της Otzma Yehudit Ιταμάρ Μπεν Γκβίρ. Ωστόσο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ και εξέχοντα αμερικανικά φιλοϊσραηλινά εβραϊκά λόμπι, μαζί με αξιωματούχους από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, έχουν προειδοποιήσει ενάντια στον διορισμό τέτοιων πολωτικών προσωπικοτήτων σε αυτές τις θέσεις.
Στις 17 Νοεμβρίου, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Ισραήλ, Τομ Νάιντς, προειδοποίησε ευθέως τον Νετανιάχου να μην συμπεριλάβει ηγέτες του Θρησκευτικού Σιωνισμού στο μελλοντικό νέο υπουργικό συμβούλιο. Ο επικεφαλής της Ένωσης για τον Μεταρρυθμιστικό Ιουδαϊσμό των ΗΠΑ, ραβίνος Ρικ Τζέικομπς, δήλωσε επίσης πρόσφατα ότι το να δοθεί στον Μπεν Γκβίρ η θέση της αστυνόμευσης θα ήταν σαν να παραδινόταν το γραφείο του γενικού εισαγγελέα των ΗΠΑ στην ακροδεξιά Κου Κλουξ Κλαν των ΗΠΑ.
* Μεγάλο μέρος της ανησυχίας για τον Θρησκευτικό Σιωνισμό προέρχεται από την ιδεολογική του σύνδεση με το ακροδεξιό κίνημα του Καχανισμού, το οποίο υποστηρίζει την εκδίωξη των Αράβων από το Ισραήλ, την επέκταση των συνόρων της χώρας μέσω της Δυτικής Όχθης και της Γάζας και την επιβολή ριζοσπαστικού ραβινικού νόμου στην καθημερινή ζωή σε ολόκληρο το Ισραήλ.
Το πρώτο μεγάλο ακροδεξιό κόμμα του Ισραήλ
* Οι ακροδεξιές ιδεολογίες υπάρχουν στο Ισραήλ από τότε που ιδρύθηκε η χώρα το 1948. Αλλά το πρώτο μεγάλο ακροδεξιό κόμμα του Ισραήλ δεν εμφανίστηκε μέχρι το 1971, με τη δημιουργία του κόμματος Kach του ριζοσπάστη ραβίνου Μέιρ Καχάνε. Το κόμμα Kach ήθελε να αφαιρέσει από τους Ισραηλινούς Άραβες την ιθαγένεια, να επιβάλει αυτόματες θανατικές ποινές για την αραβική τρομοκρατία, να εισαγάγει τον εβραϊκό υπερεθνικισμό στα σχολικά προγράμματα, να προσαρτήσει τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας και να έχει απεριόριστη στρατιωτική καταστολή των Παλαιστινίων μαχητών. Το κόμμα κέρδισε μία έδρα στην Κνεσέτ στις εκλογές του 1984 και στη συνέχεια απαγορεύτηκε για υποκίνηση φυλετικού μίσους το 1988. Το 1990, ο ιδρυτής του, ο Καχάνε, δολοφονήθηκε στη Νέα Υόρκη και το 1994 τόσο το κόμμα Kach όσο και ένα άλλο παρακλάδι του, το Kahane Chai, απαγορεύτηκαν στο Ισραήλ. Ο ηγέτης του Otzma Yehudit Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ προσχώρησε στο κίνημα τη δεκαετία του 1990, αν και ο Γκαβίρ ισχυρίζεται ότι έκτοτε μετρίασε κάποιες από τις πεποιθήσεις του.
Η πιθανή συμμετοχή της ακροδεξιάς στην επόμενη κυβέρνηση του Ισραήλ θα επισημοποιήσει την επιρροή της στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Το επόμενο υπουργικό συμβούλιο του Νετανιάχου αναμένεται να είναι το πιο ακροδεξιό στη σύγχρονη ισραηλινή ιστορία. Εκτός από το υπουργείο Άμυνας, οι ακροδεξιοί πολιτικοί ενδέχεται να αναλάβουν λιγότερο εξέχουσες θέσεις ή να αποδεχθούν πολιτικές υποσχέσεις για να καταλήξουν σε συμφωνία για μια νέα κυβέρνηση συνασπισμού.
Σε άλλες συνιστώσες του υπουργικού συμβουλίου -συμπεριλαμβανομένων των υπερορθόδοξων κομμάτων Shas και United Torah Judaism- θα κυριαρχήσουν επίσης πολιτικοί που θέλουν να ενισχύσουν τον εβραϊκό εθνικισμό και την επιρροή των ραβίνων στη χώρα. Οι πολιτικές προτεραιότητες αυτών των νέων κυβερνητικών αξιωματούχων θα περιλαμβάνουν την αποδυνάμωση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ, ώστε να μην μπορεί εύκολα να μπλοκάρει τη νομοθεσία της Κνέσετ, την απαγόρευση της δημόσιας εκδήλωσης συμπάθειας προς τους Παλαιστίνιους μαχητές και τα παλαιστινιακά σύμβολα, όπως οι σημαίες, την αποδυνάμωση της προστασίας των ισραηλινών ΛΟΑΤΚΙ ατόμων και του γάμου, την ενίσχυση των εξαιρέσεων για τους υπερορθόδοξους στην εκπαίδευση και τη στρατιωτική θητεία και την επιβολή του ισραηλινού αστικού (αντί του στρατιωτικού) δικαίου στους οικισμούς και τα φυλάκια της Δυτικής Όχθης.
* Η ισραηλινή πολιτική διολισθαίνει όλο και περισσότερο προς τα δεξιά εδώ και χρόνια. Σε μια έρευνα του Αυγούστου του 2022 που διεξήχθη από το Ισραηλινό Ινστιτούτο Δημοκρατίας, το 62% των εβραίων ψηφοφόρων της χώρας περιέγραψε τον εαυτό του ως δεξιό - ένα αξιοσημείωτο άλμα από το 46% που δήλωνε το ίδιο τον Απρίλιο του 2019. Μια κοινή δημοσκόπηση του 2020 που διενεργήθηκε από το Παλαιστινιακό Κέντρο Πολιτικής και Ερευνών και το Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ διαπίστωσε επίσης ότι το 51% των Ισραηλινών Εβραίων υποστήριξε το σχέδιο «Όραμα για την Ειρήνη» που πρότεινε ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, το οποίο ενθάρρυνε τον ισραηλινό επεκτατισμό χωρίς να εγγυάται ένα παλαιστινιακό κράτος.
* Απώτερος στόχος της ακροδεξιάς είναι να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο των εδαφών στη Δυτική Όχθη υπό ισραηλινό αστικό δίκαιο. Επί του παρόντος, η Δυτική Όχθη διέπεται από τις Συμφωνίες του Όσλο, οι οποίες αφήνουν ένα τμήμα (Περιοχή Α) υπό παλαιστινιακό έλεγχο ασφαλείας και πολιτικό έλεγχο, ένα άλλο τμήμα (Περιοχή Β) υπό κοινό ισραηλινο-παλαιστινιακό έλεγχο και ένα τελευταίο τμήμα (Περιοχή Γ) υπό ισραηλινή στρατιωτική εξουσία. Ο Θρησκευτικός Σιωνισμός στοχεύει στη μεταφορά της περιοχής Γ στο ισραηλινό πολιτικό δίκαιο, κάτι που ο απερχόμενος υπουργός Άμυνας Μπένι Γκαντζ έχει υποστηρίξει ότι θα ισοδυναμούσε με προσάρτηση.
* Τόσο η ακροδεξιά όσο και τα υπερορθόδοξα κόμματα στοχεύουν να αντιταχθούν στις κοσμικές και εθνικιστικές κατηγορίες ότι οι θρησκευόμενοι Ισραηλινοί συμβάλλουν πολύ λίγο στην οικονομία και τον στρατό της χώρας λόγω των εκπαιδευτικών και στρατολογικών απαλλαγών τους που τους επιτρέπουν να διευθύνουν θρησκευτικά σχολεία και να αποφεύγουν τη στρατιωτική θητεία. Η απερχόμενη κυβέρνηση Λαπίντ-Μπένετ προσπάθησε να προωθήσει την επιστράτευση για τους υπερορθόδοξους και να εισαγάγει περισσότερη κοσμική εκπαίδευση στα θρησκευτικά σχολεία.
Ενώ οι περιφερειακοί και παγκόσμιοι εταίροι του Ισραήλ θα επικρίνουν τις ακροδεξιές και υπερορθόδοξες πολιτικές της νέας κυβέρνησης, είναι απίθανο να την μποϋκοτάρουν ενεργά λόγω της σημασίας των στρατηγικών τους συμμαχιών με το Ισραήλ. Ανεξαρτήτως της σύνθεσής της, η επόμενη κυβέρνηση του Ισραήλ είναι πιθανό να εισπράξει διπλωματικές επικρίσεις από τις ΗΠΑ, τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, την Τουρκία και τον Αραβικό Κόλπο. Οι Ισραηλινοί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στην απειλή της διεθνούς απομόνωσης (όπως αυτή που προτείνεται από το κίνημα «Μποϊκοτάζ, Αποεπένδυση και Κυρώσεις»). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις ΗΠΑ, που είναι ο κύριος αμυντικός και οικονομικός εταίρος του Ισραήλ.
Τα πιο μετριοπαθή δεξιά κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως το «Μια Νέα Ελπίδα», θα εκμεταλλευτούν αυτούς τους φόβους, χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε καταδίκη της νέας ισραηλινής κυβέρνησης από τις ΗΠΑ ως απόδειξη ότι οι δεξιοί ψηφοφόροι θα πρέπει να σταματήσουν να υποστηρίζουν τέτοια ριζοσπαστικά κόμματα. Οι κοσμικοί, αντιπολιτευόμενοι, Άραβες και αριστεροί Ισραηλινοί είναι πιθανό να επικρίνουν τις πολιτικές της νέας κυβέρνησης, καθώς και να πραγματοποιήσουν απεργίες και διαμαρτυρίες, σε μια προσπάθεια να πείσουν τους δεξιούς ψηφοφόρους ότι η ιδεολογική διολίσθηση της χώρας προς τα άκρα θα μπορούσε να προκαλέσει διεθνή απομόνωση.
H τακτική αυτή, όμως, θα μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ όταν η απομόνωση αυτή δεν εκδηλωθεί, καθώς η στρατηγική αξία του Ισραήλ για τους περιφερειακούς και παγκόσμιους εταίρους του θα αποτρέψει τις περισσότερες κυβερνήσεις από το να επιβάλουν πραγματικά κυρώσεις ή να διακόψουν τους δεσμούς με τη χώρα ως απάντηση σε οποιαδήποτε αμφιλεγόμενη νέα πολιτική. Πράγματι, ο πόλεμος της Γάζας το 2021 και οι αιματηρές συγκρούσεις που ξέσπασαν στους δρόμους μεταξύ Αράβων και Εβραίων Ισραηλινών προκάλεσαν αρχικά ευρείας κλίμακας διεθνή και εγχώρια κριτική στην ισραηλινή ακροδεξιά. Όμως, παρά ταύτα, η υποστήριξη του Θρησκευτικού Σιωνισμού έχει αυξηθεί στο εσωτερικό και οι εξωτερικές σχέσεις του Ισραήλ με χώρες όπως η Τουρκία έχουν βελτιωθεί τον τελευταίο χρόνο.
Η διεθνής καταδίκη της νέας ισραηλινής κυβέρνησης θα παραμείνει έτσι πιθανότατα και πάλι σε μεγάλο βαθμό ρητορική, γεγονός που θα μπορούσε να πείσει περαιτέρω τους δεξιούς Ισραηλινούς ότι η ακροδεξιά δεν αποτελεί διπλωματικό βάρος και να ενισχύσει τη δημόσια υποστήριξη για τις θέσεις τους σε ένα ολοένα και πιο εθνικιστικό εκλογικό σώμα.
* Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να χρειάζονται το Ισραήλ για να εξισορροπήσουν την ιρανική δραστηριότητα στην περιοχή, και εξακολουθεί να υπάρχει μια δικομματική υπερπλειοψηφία στο Κογκρέσο που υποστηρίζει τις τρέχουσες σχέσεις Ισραήλ-ΗΠΑ. Το 2021 η αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε υπέρ της παροχής νέας βοήθειας προς το Ισραήλ για να ανεφοδιάσει το σύστημα Iron Dome με μια συντριπτική πλειοψηφία 420 ψήφων υπέρ έναντι 9 κατά, παρά τις συνεχείς επικρίσεις από τα μέσα ενημέρωσης και τη διεθνή κοινότητα των ισραηλινών πολιτικών κατά τη διάρκεια του Πολέμου στη Γάζα νωρίτερα εκείνη τη χρονιά.
* Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει πει πως η αναμενόμενη επιστροφή μιας κυβέρνησης Νετανιάχου είναι απίθανο να αλλάξει τις σχέσεις της χώρας του με το Ισραήλ, που πρόσφατα βελτιώθηκαν μετά από χρόνια εχθρότητας εν μέσω της ώθησης της τουρκικής κυβέρνησης για ενίσχυση των εμπορικών δεσμών με πρώην περιφερειακούς αντιπάλους.
* Το Παλαιστινιακό ζήτημα έχει επίσης γίνει λιγότερο σημαντικό για τους αραβικούς πληθυσμούς του Αραβικού Κόλπου κάτι που έχει επιτρέψει σε χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν να αυξήσουν τη συνεργασία τους με το Ισραήλ στον τομέα της ασφάλειας, ως απάντηση στην αυξανόμενη ιρανική επιθετικότητα και άλλες περιφερειακές απειλές.