Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει αποδυναμώσει την πολιτική συμμαχία των εθνικιστικών κυβερνήσεων της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Eπί χρόνια, αυτή η συμμαχία αποτελεί αγκάθι στο πλευρό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Βαρσοβία και η Βουδαπέστη άσκησαν κριτική στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και εμπόδισαν τις μεταρρυθμίσεις σε ζητήματα όπως η μετανάστευση, ενώ ενίσχυσαν τον έλεγχο των δικαστικών αρχών τους και φίμωσαν τα επικριτικά μέσα ενημέρωσης.
Η συμμαχία τους ανέδειξε τις διαφορές στις πολιτικές αξίες μεταξύ των χωρών της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, εκθέτοντας τους θεσμικούς περιορισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην εφαρμογή πολιτικών και στην τιμωρία των κρατών μελών που αρνήθηκαν να τηρήσουν τους κανόνες των Βρυξελλών.
Η πολονω-ουγγρική συμμαχία αποδείχθηκε αποτελεσματική με τουλάχιστον δύο τρόπους. Αρχικά, επέτρεψε στη Βαρσοβία και τη Βουδαπέστη να αποφύγουν τη διεθνή απομόνωση. Παρά τις συνεχείς διαφωνίες τους με τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και τις δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις, η Πολωνία και η Ουγγαρία βασίζονταν η μία στην άλλη για κρατικές επισκέψεις, συμφωνίες συνεργασίας και, ίσως το πιο σημαντικό, για να επικυρώσει η μία την ιδεολογία και τις πολιτικές της άλλης.
Η συμμαχία ενίσχυσε επίσης το ειδικό βάρος της Βαρσοβίας και της Βουδαπέστης στη χάραξη πολιτικής της Ε.Ε., καθώς είχαν τη δυνατότητα να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να μπλοκάρουν τις αποφάσεις της ΕΕ και να αποτρέψουν οποιεσδήποτε προσπάθειες επιβολής κυρωτικών μέτρων στην κάθε κυβέρνηση.
Η Ρωσία αποτελούσε πάντα ένα από τα λίγα σημεία τριβής σε αυτή τη σχεδόν απόλυτη πολιτική ευθυγράμμιση μεταξύ Πολωνίας και Ουγγαρίας, λόγω των διαφορετικών αντιλήψεών τους για τη ρωσική απειλή.
Για την Πολωνία, η Ρωσία αντιπροσώπευε πάντα μια υπαρξιακή απειλή. Χωρίς σαφή σύνορα ή φυσικά εμπόδια να χωρίζουν τα δύο έθνη, η Ρωσία έχει συμμετάσχει σε εισβολές και διαμελίσεις της Πολωνίας για αιώνες. Αυτή η ιστορία εξηγεί γιατί η Πολωνία είναι μια από τις πιο επιθετικές χώρες του κόσμου απέναντι στη Ρωσία. Παραδοσιακά, η Βαρσοβία έχει υποστηρίξει σκληρές θέσεις για τις σχέσεις με τη Μόσχα τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Λόγω της δικής της γεωγραφίας, η Ουγγαρία δεν συμμερίζεται αυτή την αίσθηση απειλής και οι αρχές στη Βουδαπέστη δεν απέφευγαν την οικονομική και πολιτική συνεργασία με το Κρεμλίνο. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση της Ουγγαρίας συχνά υπερηφανεύεται για τους δεσμούς της με τη Μόσχα.
Ενώ η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 πυροδότησε σποραδικές τριβές μεταξύ Πολωνίας και Ουγγαρίας (ειδικά καθώς η Βουδαπέστη απείλησε να ασκήσει βέτο στις κυρώσεις της Ε.Ε. κατά της Ρωσίας), η συμμαχία τους παρέμεινε ισχυρή. Αλλά σε μία από τις πολλές δευτερογενείς παρενέργειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, τούτο φαίνεται να έχει πλέον αλλάξει. Από την οπτική γωνία της Πολωνίας, η επίθεση αντιπροσωπεύει την υλοποίηση ενός από τους κύριους φόβους της: μια επεκτατική Ρωσία που χρησιμοποιεί στρατιωτική δύναμη για να υποτάξει μια γειτονική χώρα.
Η Πολωνία υπήρξε ως τώρα ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της παροχής πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας για την Ουκρανία και έκανε εκστρατεία για τη διακοπή όλων των δεσμών της Ε.Ε. (από το εμπόριο στην ενέργεια) με το Κρεμλίνο. Η αντίδραση της Ουγγαρίας στον πόλεμο ήταν πολύ ηπιότερη - συμπεριλαμβανομένης της άρνησης της Βουδαπέστης να στείλει όπλα στην Ουκρανία ή ακόμη και να επιτρέψει όπλα για την Ουκρανία να διασχίσουν το ουγγρικό έδαφος - ενώ καθυστέρησε για εβδομάδες τις κυρώσεις κατά του ρωσικού πετρελαίου και αυτό έχει ενοχλήσει τη Βαρσοβία.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξε επίσης τους οικονομικούς υπολογισμούς της Πολωνίας. Η παγκόσμια αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε από τον πόλεμο και η άνοδος των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων έπεισαν τη Βαρσοβία να αμβλύνει τις διαφωνίες της με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να εξασφαλίσει πρόσβαση στην τόσο αναγκαία χρηματοδότηση της Ε.Ε.
Για χρόνια, οι Βρυξέλλες απειλούσαν να περικόψουν τη χρηματοδότηση της Ε.Ε. προς τη Βαρσοβία λόγω ζητημάτων όπως ο αυξημένος έλεγχος του δικαστικού συστήματος από την πολωνική κυβέρνηση. Πιο πρόσφατα, οι Βρυξέλλες καθυστέρησαν να εγκρίνουν τα σχέδια της Βαρσοβίας να δαπανήσει δισεκατομμύρια ευρώ από το ταμείο ανάκαμψης της Ε.Ε. για την COVID-19 ως μοχλό πίεσης στη μεταξύ τους διαμάχη.
Όμως, στα μέσα Μαΐου, η πολωνική κυβέρνηση ανακοίνωσε σχέδια για κατάργηση ενός αμφιλεγόμενου σώματος που είναι επιφορτισμένο με την επίβλεψη του έργου των δικαστών και η Επιτροπή δήλωσε ότι είναι έτοιμη να ξεμπλοκάρει τα κονδύλια της ΕΕ για την Πολωνία.
Η εκεχειρία μεταξύ Βαρσοβίας και Βρυξελλών άφησε τη Βουδαπέστη τη μόνη κυβέρνηση της ΕΕ που βρίσκεται σε διαμάχη με την Κομισιόν για το κράτος δικαίου. Τον ίδιο μήνα που η επιτροπή χαιρέτισε τη βελτίωση των δεσμών με τη Βαρσοβία, ανακοίνωσε την έναρξη μιας επίσημης διαδικασίας κατά της Βουδαπέστης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομικές κυρώσεις.
Αυτές οι πρόσφατες εξελίξεις εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το μέλλον της πολωνο-ουγγρικής συμμαχίας και σχετικά με την εξέλιξη της σχέσης αυτών των κυβερνήσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ρήξη μεταξύ Βαρσοβίας και Βουδαπέστης πιθανότατα δεν θα είναι ολοκληρωτική, επειδή και οι δύο κυβερνήσεις παραμένουν ευθυγραμμισμένες σε ζητήματα που κυμαίνονται από τις κοινωνικές αξίες ως τις απόψεις τους για τους δημοκρατικούς θεσμούς. Όμως ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να πείσει την Πολωνία για την ανάγκη βελτίωσης των δεσμών με την Ε.Ε. για να αποφευχθεί ο κατακερματισμός του μπλοκ.
Μια δυσλειτουργική Ε.Ε. που δυσκολεύεται να εφαρμόσει μια συνεκτική πολιτική (συμπεριλαμβανομένων των κυρώσεων) θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική θέση της Ρωσίας έναντι του μπλοκ, μια κατάσταση που η Πολωνία έχει σοβαρούς λόγους να αποτρέψει. Η Πολωνία θα διεξαγάγει επίσης γενικές εκλογές στα τέλη του 2023 και η κυβέρνηση μπορεί να μαλακώσει τη θέση της σε ορισμένα ευρωπαϊκά ζητήματα για να αποφύγει να στείλει στους ψηφοφόρους το μήνυμα ότι είναι απομονωμένη στο μπλοκ ενώ η ρωσική απειλή είναι ακόμα παρούσα.
Ενώ η κυβέρνηση της Πολωνίας δεν θα γίνει ένας ενθουσιώδης υπερασπιστής της ομοσπονδιοποίησης της Ε.Ε. από τη μια μέρα στην άλλη, μπορεί να πριμοδοτήσει τη συνεργασία έναντι της αντιπαράθεσης με τους θεσμούς του μπλοκ, ειδικά σε θέματα ασφάλειας, άμυνας και ενεργειακής διαφοροποίησης.
Η εξέλιξη της πολωνικής συμπεριφοράς θα αναγκάσει την Ουγγαρία να κάνει δύσκολες επιλογές. Η Βουδαπέστη θα μπορούσε να παραμείνει στην ίδια πορεία, αλλά αυτό θα συνεπαγόταν σημαντικούς πολιτικούς και οικονομικούς κινδύνους, καθώς η χώρα θα βρισκόταν όλο και πιο απομονωμένη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διατήρηση σταθερής στάσης θα εξέθετε την Ουγγαρία στην άρνηση της ΕΕ να μεταφέρει κεφάλαια στη Βουδαπέστη ή ακόμη και στην επιβολή οικονομικών και πολιτικών κυρώσεων. Αντίθετα, η Ουγγαρία θα μπορούσε να ακολουθήσει τα βήματα της Πολωνίας και να αποκλιμακώσει τις εντάσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Εκτός από την απομάκρυνση της απειλής επιβολής αντιποίνων από την Ε.Ε., αυτό θα βελτίωνε τους δεσμούς με την Πολωνία και θα κρατούσε τη συμμαχία ζωντανή.
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια πιο φιλική Πολωνία και μια δυνητικά λιγότερο αντιδραστική Ουγγαρία θα εξαλείψει μια από τις κύριες πηγές τριβών εντός του μπλοκ. Αν και ο πολωνικός και ουγγρικός ευρωσκεπτικισμός απέχει πολύ από το να είναι η μόνη πηγή εσωτερικών διαφωνιών εντός του μπλοκ, είναι από τις πιο πολιτικά φορτισμένες. Μια πιο ενωμένη Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν ευκολότερο να εφαρμόσει μια συνεκτική πολιτική, ειδικά σε θέματα που απαιτούν ομοφωνία, όπως η φορολογική μεταρρύθμιση ή η εξωτερική πολιτική.
Αν η αλλαγή στάσης από τη Βαρσοβία και η πιθανή στροφή από τη Βουδαπέστη θα έχουν μόνιμο χαρακτήρα παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα. Μια μόνιμη αλλαγή είναι πιο πιθανή στην περίπτωση της Πολωνίας, όπου η αίσθηση του επείγοντος όσον αφορά τη Ρωσία είναι μεγαλύτερη και όπου ο πολιτικός και συναισθηματικός αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία θα διαρκέσει περισσότερο. Αν και δεν είναι τόσο πιθανή, μια λιγότερο συγκρουσιακή προσέγγιση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι επίσης δυνατή στην Ουγγαρία. Το κυβερνών κόμμα Fidesz έχει μια άνετη πλειοψηφία στο ουγγρικό κοινοβούλιο και οι γενικές εκλογές δεν είναι απαραίτητες μέχρι το 2026. Αυτό το μαξιλάρι σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα πλήρωνε μόνο ένα χαμηλό πολιτικό τίμημα για τα σημαντικά οικονομικά οφέλη που προσφέρει μια τέτοια αλλαγή κατεύθυνσης.
Ενώ η σχέση της Πολωνίας και της Ουγγαρίας με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ κατά καιρούς φαινόταν ανεπανόρθωτη, οι εκνευρισμοί τους δεν είναι τόσο σημαντικοί σε σύγκριση με την προοπτική μιας διαλυμένης Ευρώπης που αποτυγχάνει να αντιδράσει σε υπαρξιακές απειλές πέρα από τα σύνορά της. Με τον ίδιο τρόπο που η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αναζωογόνησε το ΝΑΤΟ και παρακίνησε τη Σουηδία και τη Φινλανδία να εγκαταλείψουν την ουδετερότητά τους και να ενταχθούν στη στρατιωτική συμμαχία, θα μπορούσε να συμφιλιώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και δύο από τα πιο προβληματικά κράτη μέλη της.