Σχεδόν από την πρώτη μέρα του πολέμου στην Ουκρανία, είχαμε προειδοποιήσει ότι η σύρραξη αυτή αποτελεί πρελούδιο μιας παγκόσμιας διαμάχης ανάμεσα στις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες -με πρωταγωνιστή αυτής της πλευράς τις ΗΠΑ- και τις δυνάμεις του διεθνούς «αυταρχισμού», όπως εκπροσωπούνται σε πρώτο πλάνο από το δίπολο Ρωσίας και Κίνας.
Οι μέχρι τώρα εξελίξεις επιβεβαιώνουν την εκτίμηση. Οι τοποθετήσεις τόσο της ηγεσίας των ΗΠΑ όσο και άλλων αγγλοσαξονικών χωρών όπως η Μεγάλη Βρετανία επαληθεύουν και την πρόβλεψή μας, ήδη από την 28η Φεβρουαρίου, ότι σκοπός θα είναι η συντριπτική ήττα της Ρωσίας, πιθανώς και η ανατροπή του Πούτιν και όχι απλώς η διπλωματική εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής εκεχειρίας.
Τα αίτια αυτής της στάσης επίσης περιγράφονταν στο συγκεκριμένο σχόλιο με καθαρά γεωπολιτικούς όρους, «φωτογραφίζοντας» κυρίως το διακύβευμα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, που επί δεκαετίες απόλαυσε τα πλεονεκτήματα της μοναδικής υπερδύναμης: «Για τη Δύση, είναι αναγκαίο η ήττα του Πούτιν να είναι ευδιάκριτη σε όλους. Το αντίθετο οδηγεί απευθείας σε σενάρια κατάλυσης του διεθνούς status quo, με εύκολο παράδειγμα την Κίνα που εποφθαλμιά την Ταϊβάν», ενώ ταυτόχρονα σημειώσαμε ότι «Το κακό είναι ότι και για τον Πούτιν, ο πόλεμος αυτός έχει πλέον "υπαρξιακή σημασία", όχι θεωρητική, με βάση κάποια κοσμοθεωρία, αλλά απολύτως πρακτική. Η Ουκρανία δεν είναι Συρία, ούτε μια επαρχία στα σύνορα της Ευρώπης και της Ασίας, που πρέπει να ψάξεις προσεκτικά στον χάρτη για να τη βρεις. Αν βγει χαμένος, η πολιτική του επιβίωση γίνεται έως και πολύ αμφίβολη». Αυτός ακριβώς ο συνδυασμός σκληρών θέσεων κι από τις δύο πλευρές καθιστά την κατάσταση εξαιρετικά επικίνδυνη.
Η ευρύτερη σημασία της σύρραξης στην Ουκρανία είναι άλλωστε εμφανής από το εύρος και την ισχύ της αντίδρασης των ΗΠΑ, από την ένταση της αντι-ρωσικής στάσης στο σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ της (ακολουθούμενης, λιγότερο ή περισσότερο πρόθυμα, και από τα ισχυρά κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την Ιαπωνία, την Αυστραλία κ.λπ.), αλλά και από τη στάση που συστηματικά τηρεί η Κίνα υπέρ της Ρωσίας, μετά και το κοινό μανιφέστο Βλαντίμιρ Πούτιν - Σι Τζινπίνγκ στις 4 Φεβρουαρίου.
Ο ψυχρός πόλεμος Κίνας - Δύσης έχει ήδη οξυνθεί σε επικίνδυνα επίπεδα
Είναι γεγονός ότι η ασιατική υπερδύναμη έχει μπει πλέον για τα καλά στο κάδρο της αντιπαράθεσης, έστω κι αν αυτή δεν συμβαίνει -τουλάχιστον προς το παρόν- με όπλα.
Περί αυτού, δεν χρειάζεται άλλη επιβεβαίωση, από την εντονότατη αντίδραση των ΗΠΑ και της Αυστραλίας στην είδηση για την αμυντική συμφωνία που συνήψαν οι Νήσοι Σολομώντα με την Κίνα, παρότι το νησιωτικό αυτό σύμπλεγμα βρίσκεται σε απόσταση περίπου 2.000 χιλιομέτρων από τα παράλια της Αυστραλίας. Μια αντίδραση που φτάνει στα όρια της στρατιωτικής απειλής!
Χαρακτηριστικές όμως είναι και οι πρόσφατες επίσημες δηλώσεις της Βρετανίδας υπουργού Εξωτερικών Liz Truss που περιλάμβαναν απειλές προς την Κίνα, αλλά και πρόταση για τον μετασχηματισμό του ΝΑΤΟ σε συμμαχία με πλανητικό προσανατολισμό, προκειμένου να αποτρέπει και συρράξεις στην Περιοχή του Ινδικού και του Ειρηνικού Ωκεανού!
Ούτε είναι τυχαίες οι διαβουλεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και Μ. Βρετανίας με αντικείμενο την «εξερεύνηση ενναλακτικών σχεδίων» για την αντιμετώπιση μιας κινεζικής επίθεσης στην Ταϊβάν.
Όλα αυτά βεβαίως δεν περνούν απαρατήρητα από την κινεζική ηγεσία, που αφενός γνωρίζει τη στρατηγική απώλεια που θα της προκαλέσει μια συντριπτική ήττα της Ρωσίας έναντι των ΗΠΑ (γι' αυτό και δύσκολα θα αφήσει να συμβεί κάτι τέτοιο) και αφετέρου, ότι μπορεί να έρθει, αργότερα ή γρηγορότερα, η σειρά της. Φαίνεται δε να προετοιμάζεται ήδη για κάθε ενδεχόμενο, μελετώντας όσα συμβαίνουν σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά και σχεδιάζοντας αντίμετρα για το ενδεχόμενο να υποστεί οικονομικές κυρώσεις από τη Δύση, ανάλογες με εκείνες που επιβάλλονται στη Ρωσία.
Κατά πάσα πιθανότητα, για την ηγεσία της Κίνας, που στηρίζεται σε ένα πολύ ευρύτερο δόγμα περί πολέμου από αυτό της Δύσης, περιλαμβάνοντας το λεγόμενο πλέγμα των τριών πολέμων, οι ενέργειες εναντίον της έχουν ξεκινήσει από καιρό, απλώς προσώρας δεν χρησιμοποιούνται όπλα.
Άπαντες άλλωστε σε Δύση και Ανατολή αντιλαμβάνονται ότι ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος μάλλον δεν θα έχει τη μορφή των προηγούμενων, όχι μόνο διότι έχουν αλλάξει οι οικονομικές και τεχνολογικές συνθήκες αλλά και διότι όλοι σχεδόν οι πρωταγωνιστές είναι πυρηνικές δυνάμεις, με μεγάλα οπλοστάσια, κάτι που, θεωρητικά τουλάχιστον, αποτρέπει το ενδεχόμενο μαζικών απευθείας συγκρούσεων, υπέρ άλλων μορφών πολέμου όπως ο οικονομικός και ο πόλεμος δια αντιπροσώπων (proxy war), στον οποίο φαίνεται να έχει εξελιχθεί κανονικότατα η σύρραξη της Ουκρανίας.
Οι μεγάλοι κίνδυνοι για τη Δύση
Μπορεί κάποιος να επιχειρηματολογήσει βάσιμα ότι εδώ που φτάσαμε, «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο» -ή και το αντίθετο. Οι κίνδυνοι πάντως από την τρέχουσα πορεία των εξελίξεων είναι σε κάθε περίπτωση μεγάλοι. Θα επιχειρήσουμε μια όχι ολοκληρωτική απαρίθμηση, συγκρίνοντας και με το παρελθόν του Ψυχρού Πολέμου, από τον οποίο νικητής βγήκε η Δύση:
- Δυστυχώς, οι σύγχρονες Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν μεγάλη σχέση με το παρελθόν του 20ού αιώνα. Πέρα από τη διαφορά συσχετισμών σε επίπεδο στρατιωτικής, οικονομικής και τεχνολογικής ισχύος, τεράστιο πρόβλημα αποτελεί ο διαρκώς εντεινόμενος εσωτερικός διχασμός, που αφορά όχι μόνο πολιτικά αλλά και κοινωνικά και πολιτισμικά ζητήματα (ακόμη και στο θέμα των αμβλώσεων) όπως και η πεποίθηση της πλειοψηφίας των Ρεπουμπλικανών ότι ο Τραμπ έχασε τις τελευταίες εκλογές με νοθεία(!) ενώ τα ποσοστά αποδοχής του προέδρου Τζο Μπάιντεν κινούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Τα παραπάνω έχουν τεράστια σημασία όχι μόνο για τις εκλογές που θα γίνουν σε Γερουσία και Κογκρέσο τον Νοέμβριο, αλλά και για το ενδεχόμενο να εκλεγεί ξανά ο Ντόναλντ Τραμπ, ή κάποιος σαν τον Τραμπ το 2024, ανατρέποντας τα δεδομένα.
- Ο κόσμος δεν μοιάζει πια με την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Οι μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες (Ινδία, Βραζιλία, Νότια Αφρική κ.λπ.) αλλά και ως σύνολο, πάρα πολλές χώρες στις οποίες κατοικεί αθροιστικά πάνω από το 50% του πληθυσμού της Γης, δεν συμμερίζονται την άποψη της Δύσης για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Στην καλύτερη περίπτωση, βρίσκονται «στην κερκίδα» και κοιτούν το συμφέρον τους, ενώ πολλές κατηγορούν ανοιχτά τη Δύση για υποκρισία. Αρκετές θεωρούν επίσης πως οι επιπτώσεις των κυρώσεων προς τη Ρωσία (του μεγαλύτερου παραγωγού πρώτων υλών στον κόσμο) δυσχεραίνουν επικίνδυνα την οικονομική τους κατάσταση, ανεβάζοντας τις τιμές.
- Από την άλλη πλευρά, τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα προσπαθούν να προσεταιριστούν αυτές τις χώρες με διάφορους τρόπους, με βασικό παράδειγμα την τεράστια σε έκταση και πληθυσμό Ινδία, ενώ ο OPEC, με ισχυρότερο παράγοντα τη Σαουδική Αραβία, «σφυρίζει αδιάφορα» στις εκκλήσεις των ΗΠΑ για αύξηση της παραγωγής πετρελαίου. Η Ινδία αρνείται να πάρει έμπρακτη θέση υπέρ της Δύσης κι αγοράζει μεγάλες ποσότητες ρωσικών καυσίμων, το Ιράν αυξάνει την αμυντική του συνεργασία με την Κίνα.
Όμως από τη στάση των πιο ισχυρών από αυτές τις χώρες θα κριθούν πάρα πολλά σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα του «οικονομικού πολέμου» της Δύσης ενάντια στη Ρωσία, αλλά και σε σχέση με την προσπάθεια απομόνωσης των κινεζικών συμφερόντων. Τα πρώτα «σινιάλα» πάντως δείχνουν ότι για πολλές από αυτές τις χώρες, η αντικατάσταση του «μονοπολικού συστήματος» των ΗΠΑ, από ένα πολυπολικό σύστημα, στο οποίο θα έχουν, ελπίζουν, μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας, φαντάζει ως ελκυστική προοπτική.
- Η διαμόρφωση αυτού του διεθνούς τοπίου οδηγεί την Ευρώπη σε πραγματικές συμπληγάδες. Είναι ταυτόχρονα η περιοχή της Δύσης που βρίσκεται εγγύτερα στο σημείο ανάφλεξης, εκείνη που υφίσταται τις πιο μεγάλες οικονομικές απώλειες από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, εκείνη που κινδυνεύει περισσότερο, όχι μόνο από τυχόν διεύρυνση της σύρραξης στην περιοχή της αλλά και από το ενδεχόμενο περαιτέρω όξυνσης με την Κίνα.
Όμως, δεν διαθέτει την απαιτούμενη αμυντική ανεξαρτησία ούτε και ενιαία εξωτερική πολιτική, γεγονός που την καθιστά «δεύτερο βιολί», σε σχέση με τις προθέσεις των ΗΠΑ. Ωστόσο, καθώς οι κυρώσεις αγγίζουν την καρδιά των ευρωπαϊκών συμφερόντων (με άξονα την ενέργεια) κι ενώ οι ηγέτες των χωρών της ΕΕ (με εξαίρεση μια ομάδα πρώην ανατολικών χωρών, με πρωταγωνιστή την Πολωνία) αποφεύγουν τις λεκτικές κλιμακώσεις έναντι της Ρωσίας, ουδείς μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο εμφάνισης ρηγμάτων στην «ευρωπαϊκή ενότητα», όσο θα μεγαλώνει το κόστος της πολεμικής αναμέτρησης και της σύγκρουσης με τον διεθνή αυταρχισμό.
Στη περίπτωση της Γερμανίας, είναι ήδη εμφανές ότι η κυβέρνησή της περισσότερο «σύρεται» παρά μετέχει πρόθυμα σε κινήσεις που μπορεί να κλιμακώσουν τη σύρραξη ή να ανεβάσουν σε δυσθεώρητα ύψη το κόστος για εκείνη. Από την πλευρά του, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είναι ο μόνος που έχει τόσο συχνά επαφές με τον Πούτιν, διατηρώντας ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας, ενώ δεν δίστασε να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από τις δηλώσεις του προέδρου Μπάιντεν, όταν ο τελευταίος χαρακτήρισε τον Πούτιν «χασάπη», όπως και όταν κατηγόρησε τη Ρωσία για «γενοκτονία» των Ουκρανών.
Το «δια ταύτα» για την Ελλάδα
Ως συνέπεια όλων των παραπάνω, θα πρέπει να ερμηνευθούν και επώνυμα άρθρα όπως αυτά των Financial Times που προειδοποιούν όχι μόνο για το τέλος της παγκοσμιοποιήσης που γνωρίσαμε, κάτι που πολύ έγκαιρα είχε επισημάνει στις αρχές Μαρτίου το Euro2day.gr, αλλά και ότι οι ηγεσίες της Δύσης πρέπει να προετοιμάσουν την κοινή γνώμη για τις θυσίες της «πολεμικής οικονομίας», με άμεσο κόστος στο επίπεδο διαβίωσης.
Ωστόσο, το κατά πόσον η πλειονότητα της κοινής γνώμης όχι μόνο στην Ελλάδα και τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αλλά ακόμη και σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα θεωρήσει σε μακρύτερο ορίζοντα την υπόθεση της Ουκρανίας επαρκή λόγο για να περάσει σε καθεστώς «πολεμικής οικονομίας», εφόσον δεν νιώθει άμεση υπαρξιακή απειλή, είναι ένα από τα μεγάλα ερωτήματα της περιόδου.
Σε κάθε περίπτωση, για την Ελλάδα που παλεύει να εξέλθει από την οικονομική στασιμότητα μετά την πολυετή κρίση και τη βαριά φάση της πανδημίας (αν υποθέσουμε ότι αυτή έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί), εξακολουθώντας να έχει το υψηλότερο χρέος στην ΕΕ, βεβαρημένους οικονομικούς δείκτες και μεγάλο αριθμό νοικοκυριών που στενάζει υπό το βάρος σημαντικών οικονομικών υποχρεώσεων, δύσκολα θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος χειρότερη διεθνή συγκυρία.
Ειδικότερα για τις επιχειρήσεις, το νέο τοπίο δείχνει να απαιτεί πολύ συστηματική παρακολούθηση των διεθνών γεωπολιτικών και των αντίστοιχων οικονομικών εξελίξεων, πιθανώς και τη λήψη σημαντικών αποφάσεων, τόσο στο σκέλος των αλυσίδων εφοδιασμού όσο και στο σκέλος της «ανθεκτικότητας» (resilience), απέναντι σε απρόβλεπτες μεγάλες μεταβολές στα προηγούμενα δεδομένα ανταγωνισμού. Με άγρυπνη παρακολούθηση των μεταβολών στην εγχώρια κατανάλωση, πιθανώς και την αναθεώρηση επενδυτικών σχεδίων, με άξονα και τη σταδιακή αύξηση στο κόστος του χρήματος, πρώτων υλών και υλικών.