Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία φέρνει όλο τον Δυτικό κόσμο μπροστά σε εξαιρετικά δύσκολες αποφάσεις, για λόγους απόλυτα πραγματιστικούς. Έως πρότινος, η αμφισβήτηση της αμερικανικής κυριαρχίας, της λεγόμενης Pax Americana, εντός και εκτός Ευρώπης, μέσω των διεθνών μηχανισμών που επί δεκαετίες εκείνη εδραίωσε, αποτελούσε κυρίως «θεωρητικό» θέμα. Για συζήτηση ανάμεσα σε λιγότερο ή περισσότερο επαΐοντες.
Από χθες όμως αποτελεί υπαρκτό γεγονός, κάτι που παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις και πληροφορίες, φαίνεται ότι αντιμετωπιζόταν από τις περισσότερες κυβερνήσεις (και από τις ανά τον κόσμο αγορές, όπως έδειξε η βαριά χθεσινή πτώση) ως ενδεχόμενο «πολύ τραβηγμένο για να είναι αληθινό».
Η Ρωσία του Πούτιν αγνόησε προειδοποιήσεις και απειλές και έκανε πράξη όσα είχε έμμεσα προαναγγείλει προ μηνών ο Ρώσος ηγέτης, όταν ουσιαστικά έστελνε τελεσίγραφο στη Δύση, καθιστώντας μάλιστα σαφές ότι υπάρχει και χρονικό όριο στη διπλωματική ικανοποίηση των απαιτήσεών του.
Όπως δε προκύπτει τόσο από τη συνάντηση του κ. Πούτιν με τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ πριν κορυφωθει η κρίση όσο και από την υποστήριξη της κινεζικής κυβέρνησης προς τις ενέργειες του πρώτου, ακόμη και χθες, η Ρωσία έχει προχωρήσει στο συγκεκριμένο εγχείρημα, αν όχι σε συνεννόηση, τότε με την «αίσθηση» ότι δεν είναι μόνη της στην αμφισβήτηση του δυτικού συστήματος. Ότι η δεύτερη υπερδύναμη όχι απλώς δεν είναι απέναντί της αλλά στέκεται -λεκτικά προς το παρόν- πλάι της.
Μια αίσθηση που επιβεβαιώνεται και από τη χθεσινή επίθεση εκπροσώπου του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, εν μέρει με όμοια επιχειρήματα με αυτά που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Πούτιν στο χθεσινό του διάγγελμα, αμέσως πριν την εισβολή. Tα αποσπάσματα που ακολουθούν, είναι ενδεικτικά:
«Ακόμα και σήμερα, εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε πραγματική απειλή από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους λεγόμενους συμμάχους τους, που αναμειγνύονται σκόπιμα στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας και υπονομεύουν την κυριαρχία και την ασφάλειά της σε θέματα όπως του Σιντζιάνγκ, του Χονγκ Κονγκ και της Ταϊβάν»…
… «Οι Ηνωμένες Πολιτείες, σε σχεδόν 250 χρόνια από την ίδρυσή τους, έχουν περάσει λιγότερο από 20 χρόνια χωρίς ξένες στρατιωτικές επιχειρήσεις», είπε, προσθέτοντας ότι «οι δικαιολογίες που χρησιμοποιούνται για στρατιωτικές επεμβάσεις είναι μερικές φορές η δημοκρατία ή τα ανθρώπινα δικαιώματα, μερικές φορές απλώς ένα μικρό μπουκάλι σκόνη πλυντηρίου (σ.σ. αναφέρεται στην επέμβαση στο Ιράκ, με την κατηγορία της κατοχής χημικών όπλων) ή μια ψεύτικη είδηση».
Συνέχισε δε τονίζοντας ότι «οι σχέσεις Κίνας-Ρωσίας οικοδομούνται στη βάση της μη συμμαχίας, της μη σύγκρουσης και της μη στόχευσης τρίτων χωρών», κάτι που όπως είπε, «διαφέρει θεμελιωδώς από τις ενέργειες των Ηνωμένων Πολιτειών για τη χάραξη ιδεολογικών γραμμών, τη δημιουργία κλικών με την πολιτική των "μπλοκ" και δημιουργώντας αντιπαραθέσεις και διχασμούς».
Ίσως είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι χθες, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου αν παροτρύνει την Κίνα να συμμετάσχει στη διεθνή απομόνωση της Ρωσίας, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν απάντησε πως «προς το παρόν δεν είναι έτοιμος να σχολιάσει».
Σε αυτό το πλαίσιο, το γεγονός ότι η Ρωσία διαθέτει συντριπτική στρατιωτική υπεροχή στην Ουκρανία και ότι ΗΠΑ και ΝΑΤΟ ξεκαθάρισαν ότι δεν πρόκειται να εμπλακούν στη σύρραξη (με τη δικαιολογία ότι η Ουκρανία δεν είναι χώρα-μέλος της συμμαχίας και άρα δεν υπάρχει σχετική δέσμευση), αποκτά όχι μόνο ευρωπαϊκές αλλά παγκόσμιες διαστάσεις και αντίστοιχες συνέπειες.
- Καθιστά βραχυπρόθεσμα περίπου βέβαιη την επίτευξη, αν όχι όλων, τουλάχιστον ορισμένων από τους στρατιωτικούς και γεωπολιτικούς στόχους της Ρωσίας, στην περιοχή.
- Μεταθέτει σε βάθος χρόνου την εκτίμηση των συνεπειών που θα έχουν οι οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία, άρα και την ικανότητα επιβολής αναλογικής «τιμωρίας», έστω και σε οικονομικό επίπεδο, με δεδομένο ότι η αποτελεσματικότητα των οικονομικών κυρώσεων αμφισβητείται ευρέως, παρότι σύμφωνα με τις εξαγγελίες, οι οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα είναι πρωτοφανείς.
- Δημιουργεί την έντονη αίσθηση ότι σε περίπτωση π.χ. μιας κινεζικής επέμβασης στην Ταϊβάν (η Κίνα θεωρεί ότι αποτελεί κινεζικό έδαφος και όχι ανεξάρτητο κράτος), δεν πρόκειται να υπάρξει στρατιωτική απάντηση, καθώς η Ταϊβάν, όπως και η Ουκρανία, δεν είναι μέλος κάποιου στρατιωτικού συνασπισμού στον οποίο να μετέχουν οι ΗΠΑ και δεν υπάρχει σαφής υποχρέωση υπεράσπισής της.
Κατά συνέπεια, οι χθεσινές δηλώσεις Μπάιντεν ότι ο κόσμος πρέπει να σταθεί απέναντι στη Ρωσία κι ότι πολλά θα εξαρτηθούν από την ενότητα των δημοκρατικών κρατών και τη διάθεσή τους να υποστούν οικονομικές θυσίες για να «τιμωρήσουν» τη Ρωσία, εκφράζει σε πολύ μεγάλο βαθμό μια πραγματικότητα.
Στον βαθμό που η Δύση εμφανίζεται είτε απρόθυμη είτε ανήμπορη να συγκρουστεί στρατιωτικά, με πρώτες τις Ηνωμένες Πολιτείες, το μοναδικό όπλο που απομένει, είναι να αποδειχθεί αποτελεσματικός ο οικονομικός πόλεμος που ξεκινά απέναντι στη Ρωσία.
Αν και αυτή η οδός αποτύχει, αν η Ρωσία επιτύχει να επιβάλει τετελεσμένα στην Ευρώπη και δεν υποστεί το συντριπτικό κόστος που «υπόσχεται» η Δύση, τότε είναι πολύ πιθανό ότι οι κλυδωνισμοί στο δυτικότροπο διεθνές σύστημα ασφαλείας θα εξελιχθούν μάλλον σύντομα παρά αργότερα, σε πλήρη κατάρρευση.
Με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει τόσο για τα Βαλκάνια όσο κυρίως για τις ελληνοτουρκικές διαφορές και την Κύπρο.