Στις 3 Φεβρουαρίου ο πρόεδρος της Τουρκίας Recep Tayyip Erdogan πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Ουκρανία, κατά τη διάρκεια της οποίας κατάφερε να βάλει την υπογραφή του σε μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου Τουρκίας-Ουκρανίας, μετά από περισσότερο από μια δεκαετία διαπραγματεύσεων για τους όρους. Αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο που κατάφερε ο Τούρκος πρόεδρος στην επίσκεψή του, αφού η Άγκυρα και το Κίεβο υπέγραψαν έγγραφο για το πλαίσιο της κατασκευής μονάδας παραγωγής τουρκικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAVs) στην Ουκρανία.
Οι δυναμικά αναπτυσσόμενες σχέσεις μεταξύ της Άγκυρας και του Κιέβου φέρνουν στο επίκεντρο της προσοχής ζητήματα όπως η δυνατή διείσδυση της Τουρκίας στον μετα-Σοβιετικό χώρο, η προθυμία της να ενεργήσει ως στρατιωτικός και πολιτικός πάτρωνας σε αρκετές πρώην σοβιετικές χώρες και να τις βοηθήσει να ενισχύσουν τις σχέσεις τους με το ΝΑΤΟ παρά το ότι δεν είναι μέλη της Συμμαχίας.
Μήπως αυτές οι εξελίξεις καθιστούν πιθανότερη μια σύγκρουση στη Μαύρη Θάλασσα; Και αν ναι, ποιους κινδύνους θα δημιουργούσε κάτι τέτοιο για τη Ρωσία και για τα συμφέροντά της;
Τα ερωτήματα αυτά επιχειρεί να απαντήσει με άρθρο του στο RIAC ο Sergey Markedonov, ιστορικός και ερευνητής του Κέντρου Ευρω-Ατλαντικής Ασφάλειας στο MGIMO Institute.
Καύκασος και Ουκρανία, δυο κρίκοι στην ίδια αλυσίδα
Μετά τον Δεύτερο Πόλεμο του Καραμπάχ, ο πόλεμος Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν δεν ήταν πλέον μια κατά κύριο λόγο περιφερειακή εθνοπολιτική αντιπαράθεση με ρίζα της τις συνέπειες της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, γράφει ο Markedonov. Ο στρατηγικός δεσμός μεταξύ της Άγκυρας και του Μπακού που δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 διαρκώς δυναμώνει.
Οι ευκαιρίες για την Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν να ασκήσουν συλλογικά πίεση στην Αρμενία (στρατιωτικά, πολιτικά και διπλωματικά) και στη Γεωργία (σε όρους οικονομικής συνεργασίας) έχουν επεκταθεί. Η ρωσική ηγεμονία στον Νότιο Καύκασο αμφισβητείται. Την ίδια ώρα, η τουρκική στρατηγική της ενίσχυσης της θέσης της στην Ευρασία έχει δημιουργήσει επιπρόσθετες εντάσεις στις σχέσεις της Άγκυρας με τους συμμάχους του ΝΑΤΟ και με το Ιράν.
Όμως, τα γεγονότα του 2020 δεν οδήγησαν σε αλλαγές σε μια μόνο περιοχή του μετα-Σοβιετικού χώρου. Η αυξανόμενη παρουσία της Τουρκίας στο Νότιο Καύκασο της έχει ανοίξει ευκαιρίες για να ενισχύσει την πολιτική και οικονομική επιρροή της στη Μαύρη Θάλασσα. Και η επέκταση μιας πολυεπίπεδης συνεργασίας με την Ουκρανία είναι μια από τις πιο προφανείς επιπτώσεις της διείσδυσης της Τουρκίας στην πρώην Σοβιετική Ένωση.
Σήμερα, γράφει ο Markedonov, ο πρόεδρος Erdogan διαρκώς προωθεί την ιδέα η Τουρκία να είναι ο μεσολαβητής μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Ωστόσο, με την ίδια συνέπεια προωθεί ιδέες και πρακτικές που δεν είναι αποδεκτές από τη Μόσχα, όπως για παράδειγμα στο ζήτημα του status της Κριμαίας, όπου ο Erdogan δεν αναγνωρίζει ρωσική δικαιοδοσία.
Η στρατιωτικοτεχνική συνεργασία μεταξύ της Άγκυρας και του Κιέβου από καιρό έχει πάψει να είναι απλώς μέρος της δραστηριότητας των δυο χωρών στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 2021 το υπουργείο Άμυνας της Ουκρανίας και η Bayraktar Savunma υπέγραψαν μνημόνιο συνεργασίας για την κατασκευή ενός κέντρου κοινής εκπαίδευσης και δοκιμής για τη συντήρηση, επισκευή και εκσυγχρονισμό των UAVs και την εκπαίδευση προσωπικού.
Στα τέλη Οκτωβρίου 2021, η Ουκρανία χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στην ένοπλη σύγκρουση στα νοτιοανατολικά της χώρας ένα drone Bayraktar, ενώ μετά την επίθεση, ομάδα αναγνώρισης των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων διείσδυσε και κατέλαβε το χωριό Staromaryevka που βρίσκεται στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» μεταξύ της μη αναγνωρισμένης «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονιέτσκ» και της Ουκρανίας.
Αυτές οι επιχειρήσεις «άρεσαν» σε εταίρους της Ουκρανίας στην Ανατολική Ευρώπη, σημειώνει ο Markedonov, με τον υπουργό Άμυνας της Λετονίας να προτείνει το φθινόπωρο του 2021 πως η ΕΕ και οι χώρες του ΝΑΤΟ θα πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Άγκυρας και να μάθουν από την εμπειρία της στην ανάπτυξη σχέσεων με το Κίεβο χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η θέση της Μόσχας.
Σε αυτό το πλαίσιο, γράφει ο Markedonov, αξίζει να σημειωθεί πως υπάρχει κάποια ασυμφωνία στις προσεγγίσεις των ΗΠΑ και των άλλων νατοϊκών συμμάχων της Τουρκίας ως προς τις ενέργειές της στον Καύκασο και στην Ουκρανία. Η Γαλλία δεν ανέχεται την ξεκάθαρη στήριξη της Άγκυρας στο Μπακού, ενώ οι ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει μια στάση επιφυλακτικής συγκράτησης. Η Ουάσινγκτον και το Παρίσι συν-προεδρεύουν της Ομάδας του Μινσκ και ανησυχούν για τον «αναθεωρητισμό» της Τουρκίας στον Καύκασο. Αυτό εξηγεί γιατί τόσο η γαλλική όσο και η αμερικανική πλευρά είναι έτοιμες να ανεχθούν τη Ρωσία ως τον μόνο μεγάλο παίκτη στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, είτε ως κάτι το αναπόφευκτο ή ως το «λιγότερο κακό».
Σε ΗΠΑ και Γαλλία υπάρχει Αρμενικό λόμπι. Χωρίς να υπερβάλλουμε για τον ρόλο που παίζει στην πολιτική και των δυο χωρών, έχει βάλει στο αμερικανικό και γαλλικό αφήγημα το ζήτημα της ανεξαρτησίας του Καραμπάχ και της γενοκτονίας των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, δεν υπάρχει σενάριο στο οποίο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί μια συζήτηση στο Κογκρέσο των ΗΠΑ ή στη γαλλική Εθνοσυνέλευση για τον αυτοπροσδιορισμό της Ντονμπάς και είναι απίθανο να εμφανιστούν σύντομα ομάδες επιρροής που θα ζητούν την αναγνώριση της Κριμαίας ως μέρους της Ρωσίας, σχολιάζει ο Markedonov.
Η διαφορά
Έτσι, η Δύση συλλογικά βλέπει τις κινήσεις της Τουρκίας στην Ουκρανία ως πολύ μικρότερη ενόχληση από την ενίσχυση της στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ της Τουρκίας και του Αζερμπαϊτζάν. Ορισμένες χώρες της λεγόμενης «Νέας Ευρώπης» πιστεύουν μάλιστα πως η Άγκυρα ενεργεί όπως θα μπορούσε και θα έπρεπε οποιοδήποτε μέλος του ΝΑΤΟ, στις σχέσεις με την Ουκρανία –χωρίς οποιουδήποτε είδους πολιτική ορθότητα ή επιφυλάξεις, κάτι στο οποίο καταφεύγουν κατά καιρούς οι εκπρόσωποι της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ουγγαρίας και άλλων χωρών της ΕΕ.
Όλα αυτά απλώς θα ενθαρρύνουν την Τουρκία να κάνει νέες κινήσεις για να χτίσει συμμαχικές σχέσεις με το Κίεβο. Από την πλευρά της η Ουκρανία, που έχει κουραστεί να κάθεται άπραγη περιμένοντας το ΝΑΤΟ να αποφασίσει τι θα κάνει ως προς την ένταξη της χώρας στον οργανισμό, είναι έτοιμη να υποδεχθεί με ανοιχτές αγκάλες την Τουρκία.
Αλλά η αυξανόμενη δραστηριότητα της Τουρκίας στη Μαύρη Θάλασσα, σημαίνει απαραίτητα πως οι σχέσεις της με τη Ρωσία θα πιεστούν σημαντικά; διερωτάται ο Markedonov. Η απάντηση δεν είναι τόσο ξεκάθαρη, γράφει, και για να γίνει κατανοητό το γιατί, πρέπει να εξεταστεί η βάση πάνω στην οποία χτίστηκε η διμερής σχέση μεταξύ της Ουκρανίας και της Τουρκίας.
Ουκρανία και Τουρκία: Δεν έχει να κάνει μόνο με την Κριμαία
Για την Ουκρανία, ο πρόεδρος Erdogan και το τουρκικό κατεστημένο ακούν με συμπάθεια κυρίως σε ό,τι αφορά την απώλεια της κυριαρχίας της Κριμαίας. Οι Τούρκοι αξιωματούχοι δεν χάνουν την ευκαιρία να τονίσουν πως δεν αναγνωρίζουν τη ρωσική κυριαρχία στην χερσόνησο. Αλλά η κοινότητα των Τατάρων της Κριμαίας είναι ένας σημαντικός εγχώριος παράγοντας για την Τουρκία.
Σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις, περίπου 4-5 εκατ. απόγονοι Τατάρων της Κριμαίας ζουν στη χώρα. Ο Pavel Shlykov, Ρώσος ειδήμονας τουρκικών γλωσσών και πολιτισμού, έχει επισημάνει πως «υπάρχουν δυνάμεις στην Τουρκία που είναι έτοιμες να εκμεταλλευτούν τις ρομαντικές διαθέσεις μέρους της τουρκικής ελίτ, που ονειρεύεται πιο ενεργή επέκταση στον Καύκασο, στην Κριμαία, στην περιοχή του Βόλγα και στην κεντρική Ασία, και που θεωρεί τη Ρωσία όχι εταίρο, αλλά γεωπολιτικό αντίπαλο».
Από αυτήν την άποψη, δεν είναι τυχαίο που ο Erdogan, αιτιολογώντας την πρωτοβουλία του να ενεργήσει ως μεσολαβητής μεταξύ της Μόσχας και του Κιέβου, έχει σημειώσει το πόσο σημαντικό είναι για ολόκληρη την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας να υπάρξει θετική επίλυση του ζητήματος των Τατάρων της Κριμαίας. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο, ο Erdogan συναντήθηκε με αντιπροσωπεία του συμβουλίου των Τατάρων της Κριμαίας, μια οργάνωση που έχει απαγορευτεί στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Αλλά η Τουρκία δεν επικεντρώνεται μόνο στην Κριμαία. Η τουρκική ελίτ, αντιλαμβανόμενη την περιπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ της Μόσχας και του Κιέβου, χρησιμοποιεί τα ουκρανικά κανάλια για να εκφράσει τη δυσαρέσκεια της με τη στάση της Ρωσίας σε άλλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, επισημαίνει ο Markedonov.
Αυτό συνέβη, όπως αναφέρει, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Erdogan στο Κίεβο στις 3 Φεβρουαρίου του 2020, που προγραμματίστηκε ώστε να συμπέσει με την 28η επέτειο της εδραίωσης διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Δημοκρατίας της Τουρκίας και της μετασοβιετικής Ουκρανίας. Πραγματοποιήθηκε επίσης την ώρα που υπήρχε απότομη στρατιωτική κλιμάκωση στη Συρία. Ο Τούρκος πρόεδρος επέπληξε τη ρωσική ηγεσία ότι επίτηδες έκανε τα «στραβά μάτια» στις ενέργειες του «συριακού καθεστώτος».
Κατά τον Markedonov, πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν πως οι επαφές με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο είναι εξαιρετικά σημαντικές για τον Ουκρανό ηγέτη, Volodymyr Zelensky, καθώς θέλει να χρησιμοποιήσει την επιρροή του Αρχιεπισκόπου για να τροφοδοτήσει την «εθνικοποίηση» της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Και για να το πράξει αυτό, χρειάζεται τον Erdogan. Εύλογα, η Ουκρανία είναι πρόθυμη να δείξει την προνομιούχο σχέση της με το Αζερμπαϊτζάν, ενώ επίσης φαίνεται έτοιμη να επιβεβαιώσει την πολιτική της μη αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Εν τούτοις, παρά τα κοινά συμφέροντα και την αυξανόμενη συνεργασία μεταξύ των δυο πλευρών, η Άγκυρα πιθανότατα θα προσπαθήσει να αντισταθμίσει τα αισθήματά της αναφορικά με την Ουκρανία, με πραγματισμό στις σχέσεις της με τη Ρωσία. Ασχέτως του πόσο εντατικά μπορεί να αναπτυχθεί η συνεργασία μεταξύ της Άγκυρας και του Κιέβου, ο Erdogan δεν προσπαθεί να εγκαταλείψει τον ρόλο του ως «μεσάζοντα» μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας, γράφει ο Markedonov. Δεν έχει καμία ψευδαίσθηση πως η Δύση θα ικανοποιούνταν αν η Τουρκία ήταν αυτή που «έβγαζε τα κάστανα απ’ τη φωτιά» και όχι η «Ευρωατλαντική αδελφότητα». Αλλά η τουρκική ηγεσία προσπαθεί να αναβαθμίσει το προφίλ της στον διάλογο με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, επικαλούμενη τις «ιδιαίτερες σχέσεις» της με τη Μόσχα.
Παρόμοιος είναι ο τρόπος με τον οποίον η Άγκυρα διεξάγει διάλογο με την ΕΕ αναφορικά με το προσφυγικό/μεταναστευτικό πρόβλημα. Για την Τουρκία, το να εμπλακεί σε μια ανοικτή αντιπαράθεση με τη Ρωσία θα σήμαινε απώλεια του status της ως «ειδικού μέλους» του ΝΑΤΟ που θα πρέπει να το καλοπιάνουν και να το φροντίζουν.
Τα τελευταία χρόνια, ο Erdogan έχει ρίξει το γάντι σε πολλές χώρες, όπως όταν προειδοποίησε τη Μόσχα, την Ουάσινγκτον, το Πεκίνο και το Νέο Δελχί. Εν τούτοις, ενώ ενστερνίζεται την εικόνα του μεγάλου ταραχοποιού, ο πρόεδρος της Τουρκίας έχει επανειλημμένως δείξει πως μπορεί να εκλογικεύει την αντιπαράθεση. Αυτό συνέβη το 2016 όταν η Τουρκία και η Ρωσία διαφώνησαν για τη Συρία και το 2021 όταν ο Joe Biden αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Αρμενίων.
Όμως, ασχέτως του πώς ο Τούρκος πρόεδρος και ο στενός του κύκλος ελίσσονται, η χώρα εμπλέκεται όλο και περισσότερο στρατιωτικά και πολιτικά στις μετασοβιετικές υποθέσεις. Και δεν μιλάμε πλέον αποκλειστικά για την περιοχή του Καυκάσου. Φαίνεται πως ο Erdogan θέλει να γίνει ένας από τους βασικούς παίκτες στο ουκρανικό «παιχνίδι», ένας παίκτης χωρίς τον οποίον η οποιαδήποτε αναδιαμόρφωση της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας θα ήταν εξαιρετικά απίθανη, αν όχι αδύνατη.